Ένα μικρό αφιέρωμα στον μαχητή της Στενής Αυτοάμυνας Θεσσαλονίκης (Ο.Π.Λ.Α), στον Ιορδάνη Σαπουτζόγλου. Αν ο Αλβανός Ακίνδυνος ήταν η ψυχή της ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης, ο Ιορδάνης Σαπουτζόγλου ήταν το πρωτοπαλίκαρό της. Ο πιο σκληρός και αποφασισμένος μαχητής της.
Το κείμενο προέρχεται από το πολύ καλό βιβλίο του Τάσου Κατσαρού, "Μια απόφαση μάχομαι μέχρι το τέλος. Στενή Αυτοάμυνα (ΟΠΛΑ) 1946-1947", (Καβάλα 2003, αυτοέκδοση). Όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, ο τίτλος του βιβλίου, "Μια απόφαση μάχομαι μέχρι το τέλος", ήταν ένα τραγούδι που "σιγοτραγουδούσαν οι κουρασμένες φωνές των τραυματισμένων πολιτοφυλάκων σε κάποιο νοσοκομείο της Λερίντα στον Ισπανικό εμφύλιο". Διαβάζοντας το βιογραφικό του παρτιζάνου Ιορδάνη Σαπουτζόγλου, δεν θα μπορέσουμε να μην προβούμε στις ανάλογες συγκρίσεις.
Τιμή για πάντα στον Ιορδάνη Σαπουτζόγλου.
Ο Ι. Σαπουτζόγλου.
Σημείωμα της Ασφάλειας πίσω από τη φωτογραφία του Σαπουτζόγλου.
Γεννήθηκε στα τέλη του 1924 στη Θεσσαλονίκη. Είχε έναν αδελφό, τον Πρόδρομο, γεννημένο επίσης στη Θεσσαλονίκη το 1927. Ήταν παιδιά φτωχής οικογένειας. Από νωρίς στερήθηκαν τους γονείς τους, οι οποίοι σκοτώθηκαν το 1941 στον πόλεμο. Ο Ιορδάνης διακρίθηκε στο άθλημα της πυγμαχίας. Έλαβε μέρος σε αγώνες και ήταν από τους καλύτερους.
Στην κατοχή δεν ανακατεύτηκε με το αντάρτικο ως το 1943. Η πείνα της κατοχής τον ανάγκαζε να παίρνει το μόνο μεταφορικό μέσο που είχε, ένα ποδήλατο, και να πηγαίνει χιλιόμετρα μακριά από την πόλη, στο Σταυρό και στην Ολυμπιάδα, για να βρει τρόφιμα. Ο πόλεμος και ο θάνατος των γονιών του, τον έκαναν σκληρό. Μόνο έτσι μπορούσε να επιβιώσει κανείς στα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Το 1944, καθώς ο λαός στέναζε από την επιβολή της φασιστικής κατοχής, μια γυναίκα αριστερών καταβολών, από τη γειτονιά του Σαπουτζόγλου, πήγε στον ίδιο κλαίγοντας και του κατήγγειλε το γεγονός ότι ο αρχηγός της συμμορίας των ταγματασφαλιτών μπήκε στο σπίτι της για να σκοτώσει τον άνδρα της. Επειδή, όμως, δεν τον βρήκε, έκλεψε τα λιγοστά χρυσαφικά της, που τα κρατούσε για ώρα ανάγκης. Οργισμένος ο Ιορδάνης, καθώς πλέον το φαινόμενο αυτό ήταν καθημερινό, πήγε στο σπίτι του ταγματασφαλίτη. Αλλά αντί για τον ίδιο, συνάντησε τη γυναίκα του. Της ζήτησε εξηγήσεις και απαίτησε να επιστραφούν πίσω τα κλεμμένα. Η γυναίκα προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα για την υπόθεση, ενώ ταυτόχρονα έριξε ύπουλα τα χρυσαφικά κάτω από τον καναπέ, νομίζοντας ότι έτσι θα ξεγελούσε τον Ιορδάνη.
Αυτός, όμως την αντιλήφθηκε και με απειλητικό ύφος της έδωσε να καταλάβει ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να του τα δώσει πίσω. Έτσι τα πήρε κι έφυγε.
Η γυναίκα του ταγματασφαλίτη κατήγγειλε το περιστατικό στην Αστυνομία. Μια βεντέτα δίχως τέλος, μόλις είχε αρχίσει. Ένας αστυνομικός ήρθε στο σπίτι του για να τον συλλάβει. Του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Ο Ιορδάνης αρνήθηκε και με έντονο και αποφασιστικό ύφος, έτοιμος για όλα, του ζήτησε να σηκωθεί και να φύγει. Ήθελε να καταλάβουν ότι δε φοβόταν τίποτα. Θα πουλούσε ακριβά το τομάρι του.
Ο αστυνομικός έφυγε και επέστρεψε με έναν ανώτερο Αξιωματικό. Χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού του και αιφνιδιάζοντας τον, τον συνέλαβαν. Καθώς προχωρούσαν κι ενώ βρισκόντουσαν σε ένα στενό δρομάκι, ο Σαπουτζόγλου τους έπιασε από τα κεφάλια και άρχισε να τους γρονθοκοπεί. Σ’ αυτό τον βοήθησε η πυγμαχία που γνώριζε καλά. Μέχρι να συνέλθουν οι δύο αστυνομικοί, ο Ιορδάνης είχε εξαφανιστεί στα γύρω στενά. Ούτε οι πυροβολισμοί που έπεσαν κατάφεραν να τον σταματήσουν. Έτσι, έμειναν μόνο με την ταυτότητα του, την οποία είχαν πάρει κατά τη σύλληψη του. Μετά από αυτό το γεγονός, ντροπιασμένοι, δεν ανέφεραν τίποτα στο τμήμα.
Η παρανομία και το αντάρτικο ήταν μονόδρομος. Όχι μόνο για τον Ιορδάνη, αλλά και για όλους τους αγωνιστές που πολεμούσαν για ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη, ενάντια στα φερέφωνα των Γερμανών, που θησαύριζαν πολιτικά από τον πατριωτισμό των λαϊκών τάξεων. Η σύγκρουση μεταξύ των λαϊκών δυνάμεων και των εθνικοφρόνων πήρε χαρακτήρα μαζικό. Η Θεσσαλονίκη στέναζε από τους παρακρατικούς. Έγιναν άγριες συγκρούσεις ανάμεσα στους αντάρτες και τους ταγματασφαλίτες. Οι φασίστες υποχώρησαν χάνοντας πολλούς δικούς τους, μαζί και τον κλέφτη των χρυσαφικών.
Ο Ιορδάνης οργανώθηκε στην πολιτοφυλακή. Στο σπίτι του είχε αποθηκεύσει πολλά όπλα. Φοβήθηκε, όμως, μήπως συνελάμβαναν τον αδελφό του και γι' αυτό το λόγο πήρε τα όπλα και ότι άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο υπήρχε στο σπίτι του και τα έκρυψε σε σπίτια αγωνιστών. Αποφάσισε, μάλιστα, να μην επιστρέψει στο σπίτι του, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο. Πριν φύγει, όμως, προειδοποίησε ένα δωσίλογο περιπτερά και τους εθνικόφρονες της γειτονιάς του να κάτσουν φρόνιμα, διότι την επόμενη φορά που θα έσχιζαν αφίσες και θα προπηλάκιζαν λαϊκούς αγωνιστές, θα απαντούσε ο ίδιος με κάθε μέσο που θα διέθετε.
Αργότερα, για να αντιμετωπίσει τους θρασύδειλους, έγινε μέλος της Ο.Π.Λ.Α. (οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών). Εν τω μεταξύ, έμαθε ότι και ο αδελφός του, αγανακτισμένος κι αυτός με την κατάσταση, οργανώθηκε στη Μ.Λ.Α. (Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα). Γι' αυτό το λόγο συναντήθηκε με τον υπεύθυνο της Μ.Λ.Α. και του ζήτησε να τον διαγράψει. Υποσυνείδητα, κατάλαβε ότι ο ίδιος δε θα είχε καλό τέλος, γι' αυτό ήθελε να προφυλάξει τον μικρό του αδελφό, Πρόδρομο. Ο αρχηγός δέχτηκε.
Μια μέρα πήγε κρυφά στο σπίτι του για να συναντήσει τον αδελφό του. Ένας χαφιές της γειτονιάς, όμως τον κάρφωσε και σε λίγα λεπτά η Αστυνομία είχε περικυκλώσει το σπίτι του. Χτύπησαν δυνατά την πόρτα. Τα δυο αδέλφια την έφραξαν με τραπέζια.
Θέλοντας να παραπλανήσουν τον Ιορδάνη, έκαναν μια εικονική αποχώρηση, δίνοντας την εντύπωση ότι τάχα πίστεψαν ότι δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Ο Ιορδάνης, όμως, κατάλαβε την παγίδα που πήγαιναν να του στήσουν και το είπε στον αδελφό του. Παρόλα αυτά, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να παραμείνει στο σπίτι και αποφάσισε να διαφύγει μόνος. Βγήκε από την καπνοδόχο, πήδηξε στο διπλανό σπίτι και έτρεξε να κρυφτεί. Αλλά, δυστυχώς, τα πάντα ήταν αποκλεισμένα. Έτσι, τον συνέλαβαν. Στο δρόμο για το κρατητήριο και την ασφάλεια, τον ξυλοκόπησαν άγρια.
Μετά από μέρες πήγε ο αδελφός του στο επισκεπτήριο με λίγα τρόφιμα και τον αντίκρισε γεμάτο μελανιές σ' όλο του το σώμα. Οι χωροφυλακές έβγαζαν πάνω του όλο το μίσος που έτρεφαν γι' αυτόν και για όλους τους αγωνιστές. Ύστερα από μέρες ο Ιορδάνης ξαναήρθε στο σπίτι. Εξήγησε στον αδελφό του ότι είχε βγει, γιατί δεν υπήρχε επίσημη κατηγορία σε βάρος του.
Η συμμετοχή του στην Ο.Π.Λ.Α. είχε καταλυτικό χαρακτήρα. Έλαβε μέρος σε τρεις σημαντικές ενέργειες: επίθεση με πιστόλι στον ταγματασφαλίτη περιπτερά Δημητριάδη, επίθεση με χειροβομβίδα στον Βασιλικό Επίτροπο Ταμβακά και η κυριότερη και κορυφαία, επίθεση στο λεωφορείο της Αεροπορίας στην οδό Μισραχή (σημερινή Φλέμιγκ), με τέσσερις νεκρούς και οκτώ βαριά τραυματισμένους.
Μετά την εξάρθρωση της Ο.Π.Λ.Α., καταζητούνταν από την Αστυνομία και το στρατό της Θεσσαλονίκης, ως ένας από τους πιο επικίνδυνους.
Οι κατηγορίες που του απηύθυναν ήταν πολλές και βαριές και θα τον οδηγούσαν σίγουρα στο εκτελεστικό απόσπασμα. Κυνηγημένος, κατέφυγε στα ναυάγια, (σημερινή περιοχή του «Μακεδονία Παλλάς»), όπου ρυμουλκούσαν και επισκεύαζαν κατεστραμμένα από τον πόλεμο πλοία. Κάποιος, όμως τον κάρφωσε κι έτσι τον περικύκλωσε εκεί η μισή αστυνομική δύναμη Θεσσαλονίκης.
Αυτό που έκανε τους αγωνιστές να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους ανθρώπους, ήταν η αξιοπρέπεια και η αυτοθυσία τους. Ο Ιορδάνης Σαπουτζόγλου παρέμεινε πιστός στις ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αγάπης του για τον άνθρωπο. Κουβαλούσε πάντα επάνω του ένα όπλο και δηλητήριο. Στην περίπτωση που τον συνελάμβαναν, θα αυτοκτονούσε για να μην προδώσει. Θα έλεγε κανείς πως θυμίζει ήρωα του Ντοστογιέφσκι.
Η Αστυνομία του επιτέθηκε. Αντάλλαξαν πυροβολισμούς και ο κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω του. Ένας ... εναντίον πολλών! Το ραντεβού με την ιστορία είχε έρθει!
Ο Ιορδάνης σηκώθηκε όρθιος και φώναξε: «Έτσι πολεμούν και έτσι πεθαίνουν οι άνδρες!» και με την τελευταία σφαίρα έδωσε τέλος στη ζωή του, πεθαίνοντας όπως αρμόζει σε έναν ολοκληρωμένο επαναστάτη.
Αργότερα, κάλεσαν τον αδελφό του στο τμήμα για αναγνώριση. Τον πλησίασε τότε ένας Αξιωματικός και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο, λέγοντας του ότι τέτοια παλικάρια χρειαζόταν η Αστυνομία. Στη συνέχεια ο αδελφός του πήρε το άψυχο κορμί του και έφτιαξε κάπου ένα πρόχειρο μνήμα με κάγκελα, όπου και τον έθαψε. Μερικές μέρες αργότερα, αντιλήφθηκε ότι τα κάγκελα έλειπαν. Κανείς δεν ήξερε αν ήταν ακόμη θαμμένος εκεί ο Ιορδάνης.
Σήμερα, το μόνο που θυμίζει τη ζωή και τον αγώνα του, είναι η ονομασία ενός δρόμου, εκεί κάπου στην Άνω Πόλη. Το όνομα του δόθηκε στον δρόμο, από τον μετέπειτα Δήμαρχο Συκεών, Παναγιώτη Αφαλή.
Ο Ιορδάνης Σαπουτζόγλου συμβολίζει για μένα τον ανθό της Ελληνικής εργατικής τάξης, που διώκεται απ' όλες τις αστυνομίες του κόσμου. Είναι ένας αγωνιστής όπως όλοι αυτοί που γέμισαν τους ομαδικούς τάφους στα πεδία των μαχών ή όπως κάποιοι άλλοι που σάπισαν στα κολαστήρια της Μακρονήσου ή της Γυάρου, στερούμενοι κάθε ανθρώπινο δικαίωμα.
Ο Σωτήρης Παγιαβλάς τον θυμόταν με κοντό στρατιωτικό παντελόνι να κατεβαίνει στις γειτονιές για να στρατολογήσει νέους μαχητές. Το ανήσυχο του πνεύμα δεν μπορούσε να φυλακιστεί σε μια απλή κατάσταση επιβίωσης ή στη χειρότερη περίπτωση, συνδιαλλαγής με το καθεστώς. Σαν νέος προλετάριος γνώριζε ότι το μόνο που μπορούσε να χάσει ήταν οι αλυσίδες του και να κερδίσει έναν ολόκληρο κόσμο! Χωρίς να χρειαστεί να διαβάσει Μαρξ ή άλλους θεωρητικούς, μέσα σε μερικούς μήνες έκανε πράξη όλες τις θεωρίες του επαναστατικού κινήματος.
Τιμή για πάντα.
απο karhergr
Το κείμενο προέρχεται από το πολύ καλό βιβλίο του Τάσου Κατσαρού, "Μια απόφαση μάχομαι μέχρι το τέλος. Στενή Αυτοάμυνα (ΟΠΛΑ) 1946-1947", (Καβάλα 2003, αυτοέκδοση). Όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, ο τίτλος του βιβλίου, "Μια απόφαση μάχομαι μέχρι το τέλος", ήταν ένα τραγούδι που "σιγοτραγουδούσαν οι κουρασμένες φωνές των τραυματισμένων πολιτοφυλάκων σε κάποιο νοσοκομείο της Λερίντα στον Ισπανικό εμφύλιο". Διαβάζοντας το βιογραφικό του παρτιζάνου Ιορδάνη Σαπουτζόγλου, δεν θα μπορέσουμε να μην προβούμε στις ανάλογες συγκρίσεις.
Τιμή για πάντα στον Ιορδάνη Σαπουτζόγλου.
Ο Ι. Σαπουτζόγλου.
Σημείωμα της Ασφάλειας πίσω από τη φωτογραφία του Σαπουτζόγλου.
Γεννήθηκε στα τέλη του 1924 στη Θεσσαλονίκη. Είχε έναν αδελφό, τον Πρόδρομο, γεννημένο επίσης στη Θεσσαλονίκη το 1927. Ήταν παιδιά φτωχής οικογένειας. Από νωρίς στερήθηκαν τους γονείς τους, οι οποίοι σκοτώθηκαν το 1941 στον πόλεμο. Ο Ιορδάνης διακρίθηκε στο άθλημα της πυγμαχίας. Έλαβε μέρος σε αγώνες και ήταν από τους καλύτερους.
Στην κατοχή δεν ανακατεύτηκε με το αντάρτικο ως το 1943. Η πείνα της κατοχής τον ανάγκαζε να παίρνει το μόνο μεταφορικό μέσο που είχε, ένα ποδήλατο, και να πηγαίνει χιλιόμετρα μακριά από την πόλη, στο Σταυρό και στην Ολυμπιάδα, για να βρει τρόφιμα. Ο πόλεμος και ο θάνατος των γονιών του, τον έκαναν σκληρό. Μόνο έτσι μπορούσε να επιβιώσει κανείς στα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Το 1944, καθώς ο λαός στέναζε από την επιβολή της φασιστικής κατοχής, μια γυναίκα αριστερών καταβολών, από τη γειτονιά του Σαπουτζόγλου, πήγε στον ίδιο κλαίγοντας και του κατήγγειλε το γεγονός ότι ο αρχηγός της συμμορίας των ταγματασφαλιτών μπήκε στο σπίτι της για να σκοτώσει τον άνδρα της. Επειδή, όμως, δεν τον βρήκε, έκλεψε τα λιγοστά χρυσαφικά της, που τα κρατούσε για ώρα ανάγκης. Οργισμένος ο Ιορδάνης, καθώς πλέον το φαινόμενο αυτό ήταν καθημερινό, πήγε στο σπίτι του ταγματασφαλίτη. Αλλά αντί για τον ίδιο, συνάντησε τη γυναίκα του. Της ζήτησε εξηγήσεις και απαίτησε να επιστραφούν πίσω τα κλεμμένα. Η γυναίκα προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα για την υπόθεση, ενώ ταυτόχρονα έριξε ύπουλα τα χρυσαφικά κάτω από τον καναπέ, νομίζοντας ότι έτσι θα ξεγελούσε τον Ιορδάνη.
Αυτός, όμως την αντιλήφθηκε και με απειλητικό ύφος της έδωσε να καταλάβει ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να του τα δώσει πίσω. Έτσι τα πήρε κι έφυγε.
Η γυναίκα του ταγματασφαλίτη κατήγγειλε το περιστατικό στην Αστυνομία. Μια βεντέτα δίχως τέλος, μόλις είχε αρχίσει. Ένας αστυνομικός ήρθε στο σπίτι του για να τον συλλάβει. Του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Ο Ιορδάνης αρνήθηκε και με έντονο και αποφασιστικό ύφος, έτοιμος για όλα, του ζήτησε να σηκωθεί και να φύγει. Ήθελε να καταλάβουν ότι δε φοβόταν τίποτα. Θα πουλούσε ακριβά το τομάρι του.
Ο αστυνομικός έφυγε και επέστρεψε με έναν ανώτερο Αξιωματικό. Χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού του και αιφνιδιάζοντας τον, τον συνέλαβαν. Καθώς προχωρούσαν κι ενώ βρισκόντουσαν σε ένα στενό δρομάκι, ο Σαπουτζόγλου τους έπιασε από τα κεφάλια και άρχισε να τους γρονθοκοπεί. Σ’ αυτό τον βοήθησε η πυγμαχία που γνώριζε καλά. Μέχρι να συνέλθουν οι δύο αστυνομικοί, ο Ιορδάνης είχε εξαφανιστεί στα γύρω στενά. Ούτε οι πυροβολισμοί που έπεσαν κατάφεραν να τον σταματήσουν. Έτσι, έμειναν μόνο με την ταυτότητα του, την οποία είχαν πάρει κατά τη σύλληψη του. Μετά από αυτό το γεγονός, ντροπιασμένοι, δεν ανέφεραν τίποτα στο τμήμα.
Η παρανομία και το αντάρτικο ήταν μονόδρομος. Όχι μόνο για τον Ιορδάνη, αλλά και για όλους τους αγωνιστές που πολεμούσαν για ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη, ενάντια στα φερέφωνα των Γερμανών, που θησαύριζαν πολιτικά από τον πατριωτισμό των λαϊκών τάξεων. Η σύγκρουση μεταξύ των λαϊκών δυνάμεων και των εθνικοφρόνων πήρε χαρακτήρα μαζικό. Η Θεσσαλονίκη στέναζε από τους παρακρατικούς. Έγιναν άγριες συγκρούσεις ανάμεσα στους αντάρτες και τους ταγματασφαλίτες. Οι φασίστες υποχώρησαν χάνοντας πολλούς δικούς τους, μαζί και τον κλέφτη των χρυσαφικών.
Ο Ιορδάνης οργανώθηκε στην πολιτοφυλακή. Στο σπίτι του είχε αποθηκεύσει πολλά όπλα. Φοβήθηκε, όμως, μήπως συνελάμβαναν τον αδελφό του και γι' αυτό το λόγο πήρε τα όπλα και ότι άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο υπήρχε στο σπίτι του και τα έκρυψε σε σπίτια αγωνιστών. Αποφάσισε, μάλιστα, να μην επιστρέψει στο σπίτι του, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο. Πριν φύγει, όμως, προειδοποίησε ένα δωσίλογο περιπτερά και τους εθνικόφρονες της γειτονιάς του να κάτσουν φρόνιμα, διότι την επόμενη φορά που θα έσχιζαν αφίσες και θα προπηλάκιζαν λαϊκούς αγωνιστές, θα απαντούσε ο ίδιος με κάθε μέσο που θα διέθετε.
Αργότερα, για να αντιμετωπίσει τους θρασύδειλους, έγινε μέλος της Ο.Π.Λ.Α. (οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών). Εν τω μεταξύ, έμαθε ότι και ο αδελφός του, αγανακτισμένος κι αυτός με την κατάσταση, οργανώθηκε στη Μ.Λ.Α. (Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα). Γι' αυτό το λόγο συναντήθηκε με τον υπεύθυνο της Μ.Λ.Α. και του ζήτησε να τον διαγράψει. Υποσυνείδητα, κατάλαβε ότι ο ίδιος δε θα είχε καλό τέλος, γι' αυτό ήθελε να προφυλάξει τον μικρό του αδελφό, Πρόδρομο. Ο αρχηγός δέχτηκε.
Μια μέρα πήγε κρυφά στο σπίτι του για να συναντήσει τον αδελφό του. Ένας χαφιές της γειτονιάς, όμως τον κάρφωσε και σε λίγα λεπτά η Αστυνομία είχε περικυκλώσει το σπίτι του. Χτύπησαν δυνατά την πόρτα. Τα δυο αδέλφια την έφραξαν με τραπέζια.
Θέλοντας να παραπλανήσουν τον Ιορδάνη, έκαναν μια εικονική αποχώρηση, δίνοντας την εντύπωση ότι τάχα πίστεψαν ότι δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Ο Ιορδάνης, όμως, κατάλαβε την παγίδα που πήγαιναν να του στήσουν και το είπε στον αδελφό του. Παρόλα αυτά, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να παραμείνει στο σπίτι και αποφάσισε να διαφύγει μόνος. Βγήκε από την καπνοδόχο, πήδηξε στο διπλανό σπίτι και έτρεξε να κρυφτεί. Αλλά, δυστυχώς, τα πάντα ήταν αποκλεισμένα. Έτσι, τον συνέλαβαν. Στο δρόμο για το κρατητήριο και την ασφάλεια, τον ξυλοκόπησαν άγρια.
Μετά από μέρες πήγε ο αδελφός του στο επισκεπτήριο με λίγα τρόφιμα και τον αντίκρισε γεμάτο μελανιές σ' όλο του το σώμα. Οι χωροφυλακές έβγαζαν πάνω του όλο το μίσος που έτρεφαν γι' αυτόν και για όλους τους αγωνιστές. Ύστερα από μέρες ο Ιορδάνης ξαναήρθε στο σπίτι. Εξήγησε στον αδελφό του ότι είχε βγει, γιατί δεν υπήρχε επίσημη κατηγορία σε βάρος του.
Η συμμετοχή του στην Ο.Π.Λ.Α. είχε καταλυτικό χαρακτήρα. Έλαβε μέρος σε τρεις σημαντικές ενέργειες: επίθεση με πιστόλι στον ταγματασφαλίτη περιπτερά Δημητριάδη, επίθεση με χειροβομβίδα στον Βασιλικό Επίτροπο Ταμβακά και η κυριότερη και κορυφαία, επίθεση στο λεωφορείο της Αεροπορίας στην οδό Μισραχή (σημερινή Φλέμιγκ), με τέσσερις νεκρούς και οκτώ βαριά τραυματισμένους.
Μετά την εξάρθρωση της Ο.Π.Λ.Α., καταζητούνταν από την Αστυνομία και το στρατό της Θεσσαλονίκης, ως ένας από τους πιο επικίνδυνους.
Οι κατηγορίες που του απηύθυναν ήταν πολλές και βαριές και θα τον οδηγούσαν σίγουρα στο εκτελεστικό απόσπασμα. Κυνηγημένος, κατέφυγε στα ναυάγια, (σημερινή περιοχή του «Μακεδονία Παλλάς»), όπου ρυμουλκούσαν και επισκεύαζαν κατεστραμμένα από τον πόλεμο πλοία. Κάποιος, όμως τον κάρφωσε κι έτσι τον περικύκλωσε εκεί η μισή αστυνομική δύναμη Θεσσαλονίκης.
Αυτό που έκανε τους αγωνιστές να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους ανθρώπους, ήταν η αξιοπρέπεια και η αυτοθυσία τους. Ο Ιορδάνης Σαπουτζόγλου παρέμεινε πιστός στις ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αγάπης του για τον άνθρωπο. Κουβαλούσε πάντα επάνω του ένα όπλο και δηλητήριο. Στην περίπτωση που τον συνελάμβαναν, θα αυτοκτονούσε για να μην προδώσει. Θα έλεγε κανείς πως θυμίζει ήρωα του Ντοστογιέφσκι.
Η Αστυνομία του επιτέθηκε. Αντάλλαξαν πυροβολισμούς και ο κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω του. Ένας ... εναντίον πολλών! Το ραντεβού με την ιστορία είχε έρθει!
Ο Ιορδάνης σηκώθηκε όρθιος και φώναξε: «Έτσι πολεμούν και έτσι πεθαίνουν οι άνδρες!» και με την τελευταία σφαίρα έδωσε τέλος στη ζωή του, πεθαίνοντας όπως αρμόζει σε έναν ολοκληρωμένο επαναστάτη.
Αργότερα, κάλεσαν τον αδελφό του στο τμήμα για αναγνώριση. Τον πλησίασε τότε ένας Αξιωματικός και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο, λέγοντας του ότι τέτοια παλικάρια χρειαζόταν η Αστυνομία. Στη συνέχεια ο αδελφός του πήρε το άψυχο κορμί του και έφτιαξε κάπου ένα πρόχειρο μνήμα με κάγκελα, όπου και τον έθαψε. Μερικές μέρες αργότερα, αντιλήφθηκε ότι τα κάγκελα έλειπαν. Κανείς δεν ήξερε αν ήταν ακόμη θαμμένος εκεί ο Ιορδάνης.
Σήμερα, το μόνο που θυμίζει τη ζωή και τον αγώνα του, είναι η ονομασία ενός δρόμου, εκεί κάπου στην Άνω Πόλη. Το όνομα του δόθηκε στον δρόμο, από τον μετέπειτα Δήμαρχο Συκεών, Παναγιώτη Αφαλή.
Ο Ιορδάνης Σαπουτζόγλου συμβολίζει για μένα τον ανθό της Ελληνικής εργατικής τάξης, που διώκεται απ' όλες τις αστυνομίες του κόσμου. Είναι ένας αγωνιστής όπως όλοι αυτοί που γέμισαν τους ομαδικούς τάφους στα πεδία των μαχών ή όπως κάποιοι άλλοι που σάπισαν στα κολαστήρια της Μακρονήσου ή της Γυάρου, στερούμενοι κάθε ανθρώπινο δικαίωμα.
Ο Σωτήρης Παγιαβλάς τον θυμόταν με κοντό στρατιωτικό παντελόνι να κατεβαίνει στις γειτονιές για να στρατολογήσει νέους μαχητές. Το ανήσυχο του πνεύμα δεν μπορούσε να φυλακιστεί σε μια απλή κατάσταση επιβίωσης ή στη χειρότερη περίπτωση, συνδιαλλαγής με το καθεστώς. Σαν νέος προλετάριος γνώριζε ότι το μόνο που μπορούσε να χάσει ήταν οι αλυσίδες του και να κερδίσει έναν ολόκληρο κόσμο! Χωρίς να χρειαστεί να διαβάσει Μαρξ ή άλλους θεωρητικούς, μέσα σε μερικούς μήνες έκανε πράξη όλες τις θεωρίες του επαναστατικού κινήματος.
Τιμή για πάντα.
απο karhergr
Μπορείς να ξαναβάλεις της φωτογραφίες γιατί δεν τις εμφανίζει; Επίσης, μήπως γνωρίζεις πως και που μπορούμε να βρούμε το βιβλίο του Κατσαρού που αναφέρεις;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο πρόβλημα ήταν στον image hosting (imageshack.gr), που εδώ και πολύ καιρό είναι down.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο βιβλίο του Τάσου Κατσαρού, επανεκδόθηκε πέρυσι με τη συνδρομή των εκδόσεων "Δαίμων του τυπογραφείου" και διατίθεται στα κεντρικά βιβλιοπωλεία.