Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Τo «Πνεύμα του 1776», μια άτυχη πατριωτική ταινία

Στις 6 Απριλίου 1917, οι ΗΠΑ εισέρχονται επίσημα στον Μεγάλο Πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ. Σε μια προσπάθεια διαμόρφωσης και χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ο πρόεδρος Ουίλσον, δεν θα σταθεί φειδωλός στις θριαμβευτικές διακηρύξεις: Π.χ. Το, «πρόκειται για τον Πόλεμο που θα βάλει τέρμα σε όλους τους πολέμους», ήταν πάρα πολύ, ακόμα και για τους πιο αισιόδοξους υπερπατριώτες και οπαδούς της πολεμικής προσπάθειας της χώρας.

Παρά τις μεγαλοστομίες και τις υπερβολικές δηλώσεις, ο αμερικανικός λαός, ήταν το λιγότερο χλιαρός, (αν όχι εχθρικός), στον Πόλεμο. Οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, χρειάζονταν επειγόντως 1.000.000 άνδρες για το δυτικό μέτωπο· τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, μόλις 70.000 κατετάγησαν σε εθελοντική βάση. Κογκρέσο, Γερουσία, σχεδόν ομόφωνα, ψήφισαν για την «υποχρεωτική θητεία». Οι ΗΠΑ, θα μπουν σε «κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης», όπου παραδοσιακές συνταγματικές ελευθερίες (π.χ. Η Ελευθερία του Λόγου) θα ανασταλούν, προκειμένου να υποστηριχθεί η πολεμική περιπέτεια του έθνους.

Στα πάνω πλαίσια, θα ιδρυθεί το «Συμβούλιο Ενημέρωσης και Πληροφόρησης του Λαού», ένα προπαγανδιστικό κρατικό όργανο, το οποίο θα εξαπολύσει μια εντατική και εκτατική εκστρατεία κόστους εκατομμυρίων δολαρίων, για να πειστούν οι πολίτες για ποιο λόγο έπρεπε να συμμετάσχουν στον πόλεμο. Και επειδή η προπαγάνδα δεν έφτανε, το Ιούνιο, θα ψηφιστεί ο «Νόμος περί Κατασκοπίας», που παρά το «ουδέτερο» και «αχρωμάτιστο» περιεχόμενό του, δεν μπορούσε να κρύψει, ότι ήταν σχεδιασμένος να στέλνει στη φυλακή τους Αμερικανούς που εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην παγκόσμια ανθρωποσφαγή. Ο Νόμος προέβλεπε ποινές κάθειρξης μέχρι είκοσι χρόνια, «για οποιονδήποτε προκαλέσει ή αποπειραθεί να προκαλέσει εν καιρώ πολέμου ανυπακοή, απείθεια, ανταρσία, ή αρνηθεί να καταταγεί στο στρατό ή το ναυτικό των ΗΠΑ ή αποπειραθεί ενσυνείδητα να παρεμποδίσει τη στρατολόγηση των πολιτών στην υπηρεσία του αμερικανικού έθνους». Εκτός από το παραπάνω, ο νόμος απαγόρευε οποιοδήποτε σχόλιο ή κριτική που στρεφόταν ενάντια στους μεγάλους συμμάχους της χώρας, δηλαδή στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γαλλία.

Χιλιάδες Αμερικανοί πολίτες βάσει αυτού του νόμου θα οδηγηθούν πίσω από τα κάγκελα, μεταξύ αυτών, σοσιαλιστές, ακτιβιστές πασιφιστές, μαχητικοί δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές, υπέρμαχοι των πολιτικών δικαιωμάτων, κλπ.

Ο Robert Goldstein, γεννήθηκε το 1883 στο Λος Άντζελες, ως παιδί μεταναστών γερμανοεβραϊκής καταγωγής. Το 1912 ήταν επικεφαλής μιας οικογενειακής εταιρείας-φίρμας, η οποία προμήθευε με κουστούμια και σκηνικά, την ανερχόμενη μεγάλη κινηματογραφική βιομηχανία της χώρας. Μια από τις πλέον επιτυχημένες επιχειρηματικές κινήσεις του, ήταν η συνεργασία του (που εκτός από την προμήθεια των κουστουμιών περιελάμβανε και ευρεία χρηματοδότηση), στην επιτυχημένη (όσο και αμφιλεγόμενη λόγω του ρατσιστικού περιεχομένου της ) παραγωγή, «Birth of a Nation» του David Griffith, το (1915), συνεργασία που του απέφερε τεράστια κέρδη.

Ο Goldstein, αποφάσισε να γυρίσει μια πατριωτική ταινία, με θέμα την αμερικανική επανάσταση του 1776, στα χνάρια της «Γέννησης ενός Έθνους», του Griffith. Επρόκειτο για μια υπερπαραγωγή κόστους 200.000 τότε δολαρίων (η ταινία του Griffith κόστισε 80.000, για αντιπαραβολή), με την ίδια δομή, σεναριακή εξέλιξη και τις ίδιες πρωτοποριακές τεχνικές. Η ταινία είχε τίτλο «Το Πνεύμα του ‘76», ή καλύτερα , «Η Γέννηση ενός Έθνους στο Πνεύμα του 1776) και αποσκοπούσε να σαρώσει στις εισπράξεις. Ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1917, (την περίοδο δηλαδή που τα γερμανικά υποβρύχια βύθιζαν στον Ατλαντικό έναν μετά το άλλο τα αμερικανικά πλοία), οπότε άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτες διαφημιστικές καταχωρήσεις στον αμερικανικό τύπο.

Moving Picture World, 31 Μαρτίου 1917, σελ. 2053. Διαφημιστική καταχώρηση. Η ταινία ευελπιστεί να εμψυχώσει το πατριωτικό φρόνημα των Αμερικανών.

Η επίσημη πρεμιέρα της ταινίας έγινε στο Σικάγο τον Μάιο του 1917, λίγες εβδομάδες δηλαδή, μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον Πόλεμο. Σύμφωνα με τον μεγάλο ιστορικό του αμερικανικού κινηματογράφου, τον Anthony Slide, επρόκειτο για ένα κινηματογραφικό, πατριωτικό έπος, όπου παρουσιάζονταν μία μετά την άλλη, οι μεγάλες στιγμές του 1776, για να καταλήξει στην ταπεινωτική περικύκλωση και ήττα του Πιτ Κορνουάλις και της δεύτερης βρετανικής στρατιάς, στο Yorktown, το 1781, από τον αμερικανικό στρατό και τις γαλλικές δυνάμεις.




Η ταινία κυκλοφόρησε σε κακό timing. Πέρα από τα πατριωτικά και εθνικιστικά μηνύματα, έκανε το μοιραίο λάθος - παρά τις όποιες κινήσεις αυτολογοκρισίας από την μεριά του παραγωγού - να δείξει με ρεαλιστικό και ωμό πολλές φορές τρόπο, τα εγκλήματα και τις ακρότητες των βρετανικών στρατευμάτων στην διάρκεια της επανάστασης. Δολοφονίες παιδιών, βιασμοί Αμερικανίδων, προκλητή στέρηση τροφής στον πληθυσμό που ήταν ταγμένος στην πλευρά των πατριωτών, κλπ.

Αν και στο Σικάγο η ταινία προβλήθηκε μάλλον ανώδυνα, τα πράγματα δεν συνέβησαν το ίδιο στο Λος Άντζελες, όπου στην πρώτη προβολή του έργου, ο Robert Goldstein, θα συλληφθεί από τις αστυνομικές αρχές και θα οδηγηθεί στη φυλακή, για παράβαση του «Νόμου περί Κατασκοπείας». Η βασική κατηγορία, η δυσφήμηση ενός μεγάλου συμμάχου της χώρας στον Πόλεμο, με αποτέλεσμα την δημιουργία αντιβρετανικού κλίματος εχθρότητας και δυσπιστίας, στον αμερικανικό λαό. Ο Goldstein, θα κατηγορηθεί για φιλογερμανισμό και για χρηματοδότηση από πλευράς του Κάιζερ, προκειμένου να διαβρωθεί το πατριωτικό αίσθημα των πολιτών των ΗΠΑ.

Στην δίκη που θα ακολουθήσει μερικούς μήνες μετά, η υπερασπιστική γραμμή του παραγωγού ήταν ότι η ταινία ήταν εξόχως πατριωτική και ότι οι σκληρές σκηνές που περιέγραφαν τις ακρότητες των Βρετανών, είχαν ήδη κοπεί, ενώ αυτές που απέμεναν, ήταν απαραίτητες για την ομαλή ροή της ταινίας· εξάλλου, όλα αυτά, ήταν ιστορικά τεκμηριωμένα και αναμφισβήτητα.

Η υπεράσπιση δεν θα καταφέρει τίποτα. Ο Robert Goldstein, θα καταδικαστεί σε ένα υπέρογκο χρηματικό πρόστιμο και σε δεκαετή κάθειρξη, ενώ ο εισαγγελέας, θα τον χαρακτηρίσει «άκρως τυχερό», επειδή όλα αυτά έγιναν στη «χώρα της Ελευθερίας», αφού ανάλογο γεγονός στη Γερμανία, θα τον είχε στείλει κατευθείαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Η δίκη θα μείνει γνωστή με την ειρωνική ονομασία «Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, εναντίον Πνεύματος 1776» και θα αποτελέσει υπόδειγμα αυταρχικών πρακτικών, ενός δημοκρατικού κράτους, ενάντια στους πολίτες του, σε καιρό πολέμου, σύμφωνα με το εμπνευσμένο βιβλίο του Chafee Zechariah, «Freedom of Speech» (1920)

Καμία κόπια της ταινίας δεν θα διασωθεί, παρά τις όποιες φήμες που έχουν βγει κατά καιρούς για δήθεν ανεύρεσή της και ψηφιακής αναπαραγωγής της (ειδικά πριν από κάποια κινηματογραφικά φεστιβάλ).

O Robert Goldstein, θα μείνει φυλακή, συντροφιά με τους συνδικαλιστές και τους σοσιαλιστές, για περίπου τρία χρόνια. Θα ταξιδέψει στη συνέχεια στην Ευρώπη (Γαλλία, Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία), προσπαθώντας χωρίς επιτυχία, να σταδιοδρομήσει στον κινηματογράφο. Το 1935 βρίσκεται στη Γερμανία, όπου στέλνει επιστολή, ζητώντας από την Ακαδημία χρηματική ενίσχυση, αφού όπως γράφει, δεν έχει εννέα δολάρια, προκειμένου να ανανεώσει το αμερικανικό διαβατήριό του. Θεωρείται σχεδόν βέβαιο, ότι θα βρει τον θάνατο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Θα μπορούσε κάποιος να τον αποκαλέσει ως τον πλέον άτυχο κινηματογραφιστή όλων των εποχών. Προσωπικά, θα τον αποκαλούσα ως τον πιο άτυχο «πατριώτη».

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Η περίπτωση Κνουτ Χάμσουν



Knut Hamsun (1859–1952). «Κνουτ Χάμσουν», ψευδώνυμο του Νορβηγού συγγραφέα, με το όνομα Knut Pedersen. Τι να πρωτογράψει κανείς, αφού μαζί με τον Ερρίκο Ίψεν, αποτελούν τους πλέον διαβασμένους και μεταφρασμένους Νορβηγούς λογοτέχνες σε παγκόσμιο επίπεδο.



Ο Κνουτ Χάμσουν, πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. Γιος ενός φτωχού ράφτη, δόθηκε «δανεικός» ως παιδί σε έναν ευκατάστατο θείο, προκειμένου με την εργασία του, να ξεπληρώσει (μαζί με τους τόκους) τα χρέη της οικογένειας. Σε ηλικία 14 ετών, άρχισε μια «αλήτικη», περιπλανώμενη ζωή στον «μεγάλο κόσμο», για να ταξιδέψει ως την Αμερική, όπου έκανε πολλές και παράξενες δουλειές, προκειμένου να επιβιώσει. Ταυτόχρονα όμως, διάβαζε πολύ στον ελεύθερο χρόνο του.


Το 1890, έκανε το ντεμπούτο του στα γράμματα με το στυλιστικά πρωτοπόρο μυθιστόρημά του, με τίτλο «Η Πείνα». Ο Χάμσουν, θα αρνηθεί τον κυρίαρχο στην εποχή του νατουραλισμό και επηρεασμένος από τον Νίτσε και τον Ντοστογιέφσκι, θα οδηγήσει την ευρωπαϊκή λογοτεχνία στην νεο-ρομαντική επανάσταση. Η «Πείνα», θα γίνει τεράστια επιτυχία, θα μεταφραστεί πολύ και θα αποτελέσει για τον Χάμσουν, την αρχή μιας εξαιρετικά επιτυχημένης και άκρως παραγωγικής συγγραφικής δουλειάς. Αποκορύφωμα αυτής της πορείας, ήταν το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία, που τού απονεμήθηκε το 1920.



Η επίδραση του Χάμσουν στην παγκόσμια λογοτεχνία (ευρωπαϊκή και αμερικανική κυρίως), είναι - χωρίς καμία υπερβολή - απίστευτη, ανυπολόγιστη και τεράστια. Η λίστα των συγγραφέων που επηρεάστηκαν από την πένα του, με τους εσωτερικούς και μακροσκελείς μονολόγους, τις ακραίες ψυχολογικές διακυμάνσεις των ηρώων και τους ανεκπλήρωτους έρωτες, είναι μακροσκελής και περιλαμβάνει γνωστά και εντυπωσιακά ονόματα: Έρνεσρ Χεμινγουέι, Χέρμαν Έσσε, Τόμας Μαν, Φραντς Κάφκα, Μαξίμ Γκόρκυ, Ισαάκ Σίνγκερ, Χένρυ Μίλλερ, Στέφαν Τσβάιχ και πολλοί άλλοι, θα ξεκινήσουν από τον Χάμσουν για να ακολουθήσουν στη συνέχεια την δική τους, προσωπική πορεία.

Στην Ελλάδα, μιλάμε για κανονικό «χαμσουνικό πυρετό», όπως ορθά έχει ονομαστεί η επίδραση του Νορβηγού λογοτέχνη στην πνευματική ζωή του τόπου μας την περίοδο του Μεσοπολέμου. Όλοι τον διάβαζαν και προσπαθούσαν να μιμηθούν το στυλ της δουλειάς του (και όχι μόνο).  Ο Κοσμάς Πολίτης, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Βασίλης (Βάσος) Δασκαλάκης (ο οποίος έμαθε μόνος του νορβηγικά και ήρθε σε προσωπική επικοινωνία με τον Χάμσουν, επί τούτου, δηλαδή για να μεταφράσει τον νορβηγό στη γλώσσα μας· παρέμεινε ο κύριος και βασικός μεταφραστής του για δεκαετίες, δίνοντάς τον μας σχεδόν ολόκληρο), ο Ιάκωβος Καμπανέλης, ο Γιάννης Σκαρίμπας, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο Θέμος Κορνάρος, ο Λουκής Ακρίτας, ο Στρατής Δούκας, είναι κάποια ενδεικτικά ονόματα.

Ήδη πριν το 1900, ο Νορβηγός είχε στο έργο του δείγματα ριζοσπαστικού αριστοκρατισμού, με φανερή την επίδραση του Νίτσε. Στην περίφημη «Τριλογία  του Kareno», ο πρωταγωνστής της, φιλόσοφος Ivar Kareno, θα μιλήσει με πάθος για την αναγκαιότητα του «Μεγάλου Εκλεκτού», του «Μεγάλου Τρομοκράτη», του «φυσικού ηγέτη και γεννημένου Δεσπότη, του Καίσαρα», που «θα αποτελέσει την ζωντανή ουσία της ανθρώπινης δύναμης» και που θα αλλάξει με την βία την πορεία της ανθρωπότητας.

Στην «Ευλογία της Γης», θα υμνήσει τον προσκολλημένο στη γη αγρότη, (προσκολημμένο, όπως στη φεουδαλική εποχή, μέχρι συντέλειας δηλαδή του αιώνα), που βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς προστασίας από την εκμετάλλευση της σύγχρονης εποχής του χρήματος, παραθέτοντας απόψεις, πολύ κοντινές με τις μετέπειτα ναζιστικές θεωρίες του «Αίματος και της Γης».

Τα παραδείγματα στα οποία τα ρατσιστικά μηνύματα, η αποστροφή στην πρόοδο και τη νεωτερικότητα, ο σεξισμός, η εξιδανίκευση της αγροτικής ζωής με την απαραίτητη κοινωνική και φυλετική ιεραρχία, κλπ, εμφανίζονται από πολύ νωρίς στα έργα του και είναι δεκάδες για να παρατεθούν αναλυτικά. Ο Χάμσουν δεν ήταν «αντιφατικός», δεν είχε δύο (ή περισσότερες) όψεις. Δεν έγινε ναζιστής επειδή παρασύρθηκε από τη νεαρή δεύτερη σύζυγό του ή επειδή «θρηνούσε για τα χαμένα του νιάτα» και άλλα ανόητα που έχουν γραφτεί. Ήταν απλά, από την αρχή, ένας 100% αντιδραστικός λογοτέχνης, που κατάφερε με το ταλέντο του, να ξεγελάσει πολύ κόσμο, ακόμα και από την άλλη όχθη. 

Στην δεκαετία του 1930, ο Χάμσουν, καταξιωμένος πια δημιουργός, έχοντας λύσει το ζήτημα του βιοπορισμού του (ιδίως χάρη στους γερμανικούς εκδοτικούς οίκους και στις μεταφράσεις των έργων του σε μια μεγάλη γλώσσα, όπως τα γερμανικά), εκφράζει πια ανοικτά την άκρατη γερμανοφιλία του, όπως και την αδιάκοπα αυξανόμενη αγγλοφοβία του. Για τον ηλικιωμένο πια Χάμσουν, η Γερμανία, αδερφό έθνος της Νορβηγίας, είναι η νιότη του κόσμου, το μέλλον της ανθρωπότητας. Θα υπενθυμίζει διαρκώς τα δεινά που προκάλεσε ο βρετανικός ιμπεριαλισμός στην ανθρωπότητα, από τον αποκλεισμό των λιμανιών της Νορβηγίας το 1809 (!), μέχρι τον πόλεμο των Μπόερς και τις επεμβάσεις του ενάντια στον ηρωικό και αθώο ιρλανδικό λαό. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον αντιμπολσεβικισμό του (παρά την εξαιρετική δημοφιλία που απολάμβανε στην ΕΣΣΔ) και τον σχετικά συγκεκαλυμένο αντισημιτισμό του, θα αποτελέσουν έναν εκρηκτικό μείγμα, που θα τον οδηγήσουν (και με την βοήθεια της πολύ νεαράς, φανατικής ναζίστριας δεύτερης συζύγου του), στην Άκρα Δεξιά και στον εθνικοσοσιαλισμό. Θα γίνει, ο πνευματικός πατέρας του νεοσύστατου νορβηγικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και στενός συνεργάτης του Κουίσλινγκ.

Πανηγυρίζει για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, βρίσκοντας στο πρόσωπό του, τον «Μεγάλο Τρομοκράτη» και τον «Δεσπότη», που ονειρευόταν ο ήρωάς του Ivan Kareno. Δεν θα αντιδράσει στο «κάψιμο» των βιβλίων στις μεσαιωνικές τελετές των ταγματοεφοδιτών. Θα λοιδωρήσει και θα συκοφαντήσει τους γερμανούς αντιφασίστες που θα οδηγηθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των SS. Η στάση του στην περίπτωση του νομπελίστα γερμανού ειρηνιστή και αντιφασίστα Carl von Ossietzky, θα είναι ενδεικτική και χαρακτηριστική, αποκαλύπτοντάς τον στα μάτια της προοδευτικής ανθρωπότητας.



«Ριζοσπάστης», 15 Ιανουαρίου 1936, για την περίπτωση Χάμσουν. Οι Ρομαίν Ρολάν και Ελία Έρενμπουργκ, θα τον αποκαλέσουν, «μαύρο σκύλο» της αντίδρασης.

Το 1940, θα χαιρετήσει με διάγγελμά του την είσοδο των Ναζί στη Νορβηγία, ενώ θα προσπαθήσει να διασπείρει την αμφιβολία και τη σύγχυση στο νορβηγικό λαό για την στάση της βασιλικής οικογένειας (δήθεν αιχμάλωτη των βρετανών ιμπεριαλιστών). Θα καλέσει τον λαό να πετάξει τα όπλα και να συνεργαστεί ολόψυχα. Αυτός,  θα συνεργαστεί με την ορίτζιναλ δοσιλογική και προδοτική κυβέρνηση του Κουίσλινγκ και με τον φανατικό ναζιστή και τοποτηρητή του Ράιχ για τη Νορβηγία, Josef Terboven.




Παρά όμως την έντονη προπαγαδα στην οποία συμμετείχε και ο Χάμσουν, και τις διαβεβαιώσεις των ιθυνόντων ότι το Γ' Ράιχ έχει τις καλύτερες προθέσεις για τη Νορβηγία, παρά τις δικαηρύξεις για τα «κοινά πεπρωμένα των δύο λαών στην Ιστορία» και τον μεγάλο ρόλο που καλείται να παίξει η Νορβηγία στη «νέα τάξη πραγμάτων» στη Γερμανική Ευρώπη, ο λαός, θα παραμείνει στη συντριπτική του πλειοψηφία πιστός, στις εθνικές και δημοκρατικές του παραδόσεις. 

Ο Χάμσουν, δεν θα κατανοήσει τίποτα από όλα αυτά και εννοείται ότι δεν θα υπαναχωρήσει καθόλου από τον φιλοχιτλερισμό του, σε αντίθεση με πολλούς άλλους συντηρητικούς διανοούμενους, που αν και αρχικά είδαν με συμπάθεια το ναζισμό, πρόλαβαν και «έκαναν πίσω». Κατά την διάρκεια του πολέμου, τα βιβλία του θα εκδίδονται κατά χιλιάδες και σε σχήμα τσέπης, θα μοιράζονται στους άντρες της Βέρμαχτ.

Το 1943, αφού σε μια συμβολική κίνηση προηγουμένως είχε δωρήσει το Νόμπελ του στον Γκαίμπελς,  θα συναντηθεί με τον Χίτλερ. Η συνάντηση θα καταλήξει σε φιάσκο, με τον Γερμανό ηγέτη να αποχωρεί εκνευρισμένος, αφού ο Χάμσουν θα βρει την παρρησία, να διαμαρτυρηθεί για τις ακρότητες του Τερμπόβεν και ειδικά για τις εκτελέσεις Νορβηγών πολιτών από τις κατοχικές δυνάμεις, που αμαυρώνουν την εικόνα της Γερμανίας και του εθνικοσοσιαλισμού στην πατρίδα του. Αν όντως επιβεβαιώνεται ότι μετά τη συνάντηση αυτή, η ναζιστική καταστολή στη Νορβηγία μειώθηκε σε ένταση, θα πρέπει να πιστώσουμε στον Χάμσουν, μια προσφορά στον λαό του.

Τον Μάιο του 1945, μια μέρα πριν την Απελευθέρωση της Νορβηγίας, θα δημοσιεύσει μια κατάπτυστη νεκρολογία (η αγγλική λέξη notorious περιγράφει καλύτερα το περιεχόμενο), για τον Αδόλφο Χίτλερ, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ - με νιτσεϊκή και σπενγκλεριανή ορολογία - θα τον ανακηρύξει ως σύγχρονο Μεσσία και Προφήτη της Ανθρωπότητας και του δυτικού πολιτισμού: Ο Αδόλφος, ως «Πολεμιστής της Θέλησης», που απλά είχε την ατυχία να γεννηθεί και να δράσει σε μια εποχή βαρβαρότητας, γενικής οπισθοδρόμησης και παρακμής.



Με την Απελευθέρωση, ο Χάμσουν και η σύζυγός του θα συλληφθούν και θα ετοιμαστούν να δικαστούν με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας. Η ποινή του θανάτου είναι μάλλον βέβαιη για τον ηλικιωμένο συγγραφέα.
Τελικά, η σωτηρία θα έλθει από τον πάντα ουμανιστή Στάλιν που ενδιαφερόταν ζωηρά για την τύχη του νορβηγού συγγραφέα.

Ήδη από τον Νοέμβριο του 1944, ο Μολότοφ, υπουργός εξωτερικών τότε της ΕΣΣΔ, σε μια συνάντησή του στη Μόσχα με τους Terje Wold, και Trygve Lie, υπουργοί αντίστοιχα Δικαιοσύνης και Εξωτερικών, της εξόριστης στο Λονδίνο, νορβηγικής κυβέρνησης, είπε (σχεδόν εκλιπαρώντας) ότι «ο συγγραφέας του ‘Πάνα’ και της ‘Βικτώριας’, δεν πρέπει να έχει την τύχη οποιουδήποτε ναζί» και ότι «ηλικιωμένοι διανοούμενοι, σαν τον Κνουτ Χάμσουν, πρέπει να αφεθούν να πεθάνουν από φυσικό θάνατο». Η απάντηση του Lie, ήταν ότι «κύριε Μολότοφ είστε πολύ ήπιος και ανθρωπιστής και δεν καταλαβαίνετε τη σκληρότητα του πολέμου».

Τον Μάιο του 1945, ο Μολότοφ πάλι, παρενέβη στον σοσιαλδημοκράτη υπουργό εξωτερικών της Νορβηγίας και τού ζήτησε - αυτή τη φορά ρητά - διατυπώνοντας την επιθυμία του Ι.Β. Στάλιν, να μην οδηγηθεί ο Χάμσουν σε δίκη, με το επιχείρημα ότι θα είναι όνειδος, η Νορβηγία να οδηγήσει στο απόσπασμα ένα από τα λαμπρότερά της τέκνα. Οι Νορβηγοί θα υποχωρήσουν, όπως είχαν υποχωρήσει στις σοβιετικές αξιώσεις πριν τον πόλεμο και με την περίπτωση του Τρότσκι (αρχικά αποδέχτηαν το ζήτημα του πολιτικού του ασύλου και στη συνέχεια το αρνήθηκαν).

Ο Χάμσουν, θα κριθεί ακαταλόγιστος («τρελός» με άλλα λόγια) και θα κλειστεί σε ψυχιατρική κλινική, για να απελευθερωθεί στη συνέχεια, αφού πρώτα δημευτεί η μεγάλη περιουσία του. Θα πεθάνει σε ηλικία 93 ετών στο χωριό του. Παρά ταύτα, αν και δεν εκτελέστηκε, θα καταδικαστεί άτυπα σε πνευματικό θάνατο για πολλές δεκαετίες· το όνομά του δεν θα  αναφέρεται  πουθενά στη Νορβηγία και τα βιβλία του θα είναι παντελώς εξαφανισμένα. Μια προσπάθεια συλλογικής λήθης, με έναν άλλοτε διάσημο συγγραφέα να περνά σχεδόν στην ανυπαρξία, με τρόπο που να είναι σαν να μη γεννήθηκε ποτέ.

Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε - μετά από μια εντατική προσπάθεια κάθαρσης από το ναζιστικό του παρελθόν - κάποια αποκατάσταση: Το 2009 εορτάστηκαν τα 150 χρόνια από τη γέννησή του, ενώ  δρόμοι και πλατείες πήραν το όνομά του. Ο Νορβηγοί όμως, (πιστοί στην αντιφασιστική και αντιναζιστική τους κανονικότητα ή απλά επειδή ζούμε σε μια εποχή γενικής υποχώρησης των ιδεών;), παρέμειναν χλιαροί και μάλλον αδιάφοροι· οι επίσημες εκδηλώσεις ήταν σχετικά περιορισμένες και η σύγκριση με την ανάλογη επέτειο που έγινε για τον Ίψεν, μόνο θλίψη προκαλεί.

Διαβάστε:

Legacies of Modernism: Art and Politics in Northern Europe, 1890-1950, των P. McBride, R. McCormick, M. Zagar (Palgrave Macmillan US), 2007. Ο Χάμσουν στη χορεία των αντιδραστικών μοντερνιστών διανοουμένων που στρέφονται ενάντια στα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις παραδοσιακές αντιλήψεις του Διαφωτισμού για τον άνθρωπο, την κοινωνία, την ηθική και την δικαιοσύνη.

 Troubling Legacies: Migration, Modernism and Fascism in the Case of Knut Hamsun (Continuum Literary Studies), Bloomsbury Academic; 2010. Εξαιρετική δουλειά του Peter Sjølyst-Jackson, όπου αποκαλύπτεται ο φασιστικός λόγος του Hamsun από τα πρώτα του έργα. Άκρως ενοχλητικό βιβλίο για όλους αυτούς που προσπάθησαν τις προηγούμενες δεκαετίες να διαχωρίσουν το έργο του Νορβηγού λογοτέχνη από τη ζωή και την δράση του ή και (ακόμα περισσότερο), να τον απαλλάξουν από το άγος της συνεργασίας με τον ναζισμό και τους εχθρούς της πατρίδας του.

Σκλάβοι Της Αγάπης - Κνουτ Χάμσουν  «Σκλάβοι της Αγάπης» (Διήγηση μιας σκλαβας). Τυπικό νεορομαντικό διήγημα του νορβηγού συγγραφέα, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, σε μετάφραση του Βασ. Δασκαλάκη, από τις εκδόσεις της εφημερίδας του διανοούμενου και μετέπειτα στέλεχους της 4ης Αυγούστου, Κωστή Μπαστιά, «Ηχώ της Ελλάδας» (Αθήνα, 1935). Ο τόμος διηγημάτων στο οποίο περιέχεται, έχει τον τίτλο «Νοσταλγοί» και εκτός από τον Βασ. Δασκαλάκη, μεταφραστής σε κάποια διηγήματα είναι και Ζησ. Νησιώτης. Ο τίτλος στα αγγλικά: Slaves of Love. Hamsun, Knut, 1859-1952. Πάνω στο συγκεκριμένο διήγημα, βασίστηκε η χαμένη σήμερα ταινία «Rabi lyubvi» (Ρωσία 1916), του Boris Sushkevich.

Αξίζει να δει κανείς, το δέος και τον θαυμασμό που είχε (ο καθ' όλα αξιόλογος) Βάσος Δασκαλάκης, για τον Νορβηγό συγγραφέα, σε συνέντευξή του στην ίδια εφημερίδα στις 22 Ιουνίου 1935. Τελικά, σε μια υπέροχη μεταφραστική δουλειά, θα μας δώσει όλον τον Χάμσουν στην ελληνική (ή σχεδόν όλο), για να περιοριστεί ο ίδιος σε ένα μόνο μυθιστόρημα και σε μερικά σκόρπια διηγήματα.

Knut Hamsun and the Nazis, του Einar Haugen (Books Abroad, Vol. 15, No. 1 (Winter, 1941), pp. 17-22). Η στάση του Χάμσουν κατά τη γερμανική εισβολή ενάντια στην πατρίδα του· ο Αμερικανο-Νορβηγός συγγραφέας του άρθρου και σπουδαίος γλωσσολόγος, αποδεικνύει ότι τα ναζιστικά δόγματα τα οποία υπηρετούσε ο Χάμσουν με πίστη και συνέπεια, προϋπήρχαν - έστω και σε εμβρυϊκή μορφή - στα βιβλία του, πάνω από πενήντα χρόνια. Ενδιαφέρον, γιατί το άρθρο γράφτηκε το 1941.

Ο Χαμσουνικός πυρετός και οι υποτροπές τουΑφιέρωμα της Αγγέλας Καστρινάκη, στην πρόσληψη του Χάμσουν στην Ελλάδα. Ανακτήθηκε από το site της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών.

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

«Φινλανδικός σταθμός», Απρίλιος 1917

Γιατί σ' αυτές τις έξοχες στιγμές της η ιστορία δε χρειάζεται βοηθούς και στολίδια. Εκεί που μεγαλουργεί ως ποιήτρια η ίδια, είναι στ' αλήθεια αξεπέραστη, και δεν υπάρχει ποιητής ικανός να αναμετρηθεί μαζί της.
(Στέφαν Τσβάιχ, «Οι μεγάλες στιγμές της Ανθρωπότητας»

  Στις 9 Απριλίου 1917, ένα «σφραγισμένο τραίνο», ξεκινάει από τη Ζυρίχη, με προορισμό την Πετρούπολη της Ρωσίας, μέσω Γερμανίας και Σουηδίας. Ανάμεσα στους επιβάτες, είναι και 32 κακοντυμένοι Ρώσοι εμιγκρέδες, ανάμεσα στους οποίους, οι Λένιν, Ζηνόβιεφ και Ράντεκ. Επιστρέφουν στη Ρωσία, μετά από αναγκαστική υπερορία 14 ετών· στόχος, η επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας από τους μπολσεβίκους, μέσα από τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που έχει δημιουργήσει ο Μεγάλος Πόλεμος και η αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φεβρουαρίου στη Ρωσία, η οποία κατάργησε την τσαρική εξουσία.

Ζυρίχη. Το σπίτι που κατοικούσε ο Λένιν, μέχρι τον Απρίλιο του 1917.





Ο μεγάλος συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ, αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στο βιβλίο του «Μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας» σε αυτή τη μοναδική ιστορική στιγμή, που έμελλε να αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας για τις επόμενες δεκαετίες. Επηρεασμένος βαθιά από τον Νίτσε, περιγράφει τον Β.Ι. Λένιν, ως έναν «Υπεράνθρωπο» επαναστάτη, που αυτός και μόνο αυτός, είναι ικανός να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε να ξεσπάσει λίγους μήνες μετά η Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση. Ενδιαφέρον είναι, ότι ακόμα και «επίσημες» ή «ημιεπίσημες» αφηγήσεις της σοβιετικής ιστορίας, δεν απόφυγαν τη χρήση νιτσεϊκής ορολογίας. (π.χ. «χρειαζόταν στην επανάσταση ένας εγκέφαλος με δύναμη εξαιρετική», «χρειαζόταν μια δύναμη θέλησης τρομαχτική για να πειστούν οι μάζες ότι πρέπει να ακολουθήσουν τον σωστό επαναστατικό δρόμο», «Αυτός ο γίγαντας της θέλησης και της σκέψης ... », κλπ).

Η διαδρομή. Κομβικά σημεία, η μικρή πόλη Sassnitz (ανήκε στην πρώην Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία), από την οποία οι επαναστάτες θα περάσουν με φέρυ στη Σουηδία, η Στοκχόλμη και το Τάμπερε της Φινλανδίας.




 Το περίφημο βαγόνι στο Sassnitz, όπου σε όλη την διάρκεια της ζωής της Γερμανικής Λ.Δ. λειτουργούσε «Μουσείο Λένιν», δεχόμενο χιλιάδες τουρίστες ετησίως.

 Μνημείο αφιερωμένο στον Λένιν, στο Sassnitz, που παραμένει ακόμα και σήμερα μια πόλη «κάστρο» της γερμανικής αριστεράς.

 Οι επαναστάτες μπολσεβίκοι στη Στοκχόλμη, 31 Μαρτίου (13 Απριλίου) 1917. Ο Λένιν μπροστά, συζητάει με τον αείμνηστο Σουηδό σοσιαλιστή δημοσιογράφο, ποιητή και ακτιβιστή Ture Nerman (1886-1969)

 Εξιδανικευμένη απεικόνιση των συνθηκών του ταξιδιού, από Pyotr Vasilievich Vasiliev, στην διάρκεια της σταλινικής περιόδου, στα πλαίσια του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Εννοείται οι συνθήκες ήταν χειρότερες, το βαγόνι πολύ πιο στενό και πάνω απ' όλα δεν υπήρχαν μέσα ένοπλοι ερυθροφρουροί ! 

 Ο φινλανδικός σταθμός στην Πετρούπολη, αρχές της δεκαετίας του 1910.

Η τελευταία παράγραφος του αφιερώματος από τον Τσβάιχ:

 Η πρώτη κίνηση του Λένιν στο ρωσικό έδαφος είναι χαρακτηριστική: Δεν προσέχει άτομα, παρά ρίχνεται στις εφημερίδες. Δεκατέσσερα χρόνια λείπει από τη Ρωσία, δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια δεν αντίκρυσε τη ρούσικη γη, δεν είδε τη ρωσική σημαία, ούτε τη στολή του Ρώσου στρατιώτη. Τούτος όμως ο σκληρός ιδεολόγος δε συγκινείται από τέτοια πράγματα, δεν αγκαλιάζει σαν τις γυναίκες τους ανυποψίαστους και ανώνυμους στρατιώτες. Την εφημερίδα πρώτα, την «Πράβδα», για να δει αν το δημοσιογραφικό όργανο του Κόμματος, ακολουθεί με αποφασιστικότητα την καθορισμένη πολιτική γραμμή. Θυμωμένος τσαλακώνει την εφημερίδα «Όχι ! Όχι ! Φτάνει πια. Ακόμα πατριωτισμός και πατριδοκαπηλεία. Ακόμα δεν έχει ξεκαθαριστεί το ζήτημα της κοινωνικής επανάστασης». 

 Είναι καιρός να αρπάξει το τιμόνι και να σπρώξει το μεγάλο του σκοπό προς τη νίκη ή την τελική κατάρρευση. Θα προφτάσει όμως; Τελευταίες ανησυχίες, τελευταίοι φόβοι. Δεν θα τον συλλάβει ο Μιλιούκωφ μόλις πατήσει το πόδι του στην Πετρούπολη;

Οι φίλοι που τον προϋπαντούν στον σταθμό, ο Στάλιν και ο Κάμενεφ, δείχνουν ένα παράξενο και μυστηριώδες χαμόγελο, στο σκοτεινό διαμέρισμα της τρίτης θέσης, που φωτίζεται αβέβαια από ένα μικρό λαμπιόνι. Αποφεύγουν να του απαντήσουν στις ερωτήσεις που τους κάνει, πιθανά δεν θέλουν να του απαντήσουν! 


Η άφιξη του Λένιν· πίνακας του M. G. Sokolov (1875–1953), πάντα στα γνωστά πλαίσια της σταλινικής περιόδου και εννοείται, ο χαμογελαστός Στάλιν ακριβώς πίσω από τον Λένιν.Αλλά η απάντηση έρχεται από μόνη της, απρόσμενη από την ίδια την πραγματικότητα.

Καθώς η αμαξοστοιχία μπαίνει στον φινλανδικό σταθμό, ο γύρω χώρος είναι γεμάτος από χιλιάδες εργάτες, ενώ τιμητικές φρουρές από όλα τα όπλα, αναμένουν τους μεγάλους επαναστάτες που γυρίζουν από την εξορία. Η Διεθνής, γεμίζει τον αέρα. Οι στιγμές είναι μοναδικές ! Ο Βλαδίμηρος Ουλιάνωφ, ο άνθρωπος που μέχρι λίγες ημέρες πριν ζούσε στο ταπεινό σπίτι ενός μπαλωματή στη Ζυρίχη, αρπάζεται από δεκάδες χέρια και τοποθετείται σε ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο. Προβολείς από τα γύρω κτίρια και το φρούριο της Πετρούπολης, ρίχνουν τα εκτυφλωτικά τους φώτα πάνω στον Λένιν, που όρθιος στο αυτοκίνητο, εκφωνεί τον πρώτο του λόγο στις λαϊκές μάζες της Πετρούπολης, στον ρωσικό λαό. Οι δρόμοι δονούνται από ενθουσιώδεις ζητωκραυγές και σε λίγο, αρχίζουν οι «Δέκα Ημέρες που συγκλόνισαν τον Κόσμο».
(μετάφραση, Μαρία Λουίζα Κωνσταντινίδη).


  Ο Λένιν μιλεί στο λαό το βράδυ της 17ης Απριλίου. Πίνακας του A. M. Lyubimov (1879–1955)

«Σύντροφοι στρατιώτες, ναύτες κι εργάτες! Είμαι ευτυχισμένος που χαιρετίζω στο πρόσωπό σας την νικηφόρο Ρωσική Επανάσταση! Που χαιρετίζω το ικανότατο τμήμα της εμπροσθοφυλακής του παγόσμιου προλεταριάτου... Η ώρα έφτασε, που οι λαοί της Ευρώπης απαντώντας στην επίκληση του συντρόφου μας Καρλ Λήμνεχτ, θα στρέψουν τα όπλα τους ενάντια στους ξένους καπιταλιστές και τους εκμεταλλευτές τους. Η αυγή της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης ξημέρωσε... Σήμερα, αύριο ίσως, ο ιμπεριαλισμός σ' ολόκληρη την Ευρώπη γκρεμίζεται. Η Ρωσική Επανάσταση που σεις την δημιουργήσατε, στάθηκε η αρχή. Άνοιξε μια καινούργια εποχή. Ζήτω η παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση !»


Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Η «Ημέρα των Ευχαριστιών» στο Βίτσι, Νοέμβριος 1948

Για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του μαρξιστή στοχαστή και μεγάλου διανοητή Παναγή Λεκατσά, η κατάρρευση της πολιτικής και θιασικής κυριαρχίας της Αγγλίας στην Ελλάδα το 1947 και η αντικατάστασή της από την αμερικανική, είχε ως τελικό αποτέλεσμα να επέλθει ανεπανόρθωτη αλλοίωση στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση του ελληνικού λαού.

Ο «Αμερικανικός Θίασος», κυριάρχησε, εκτός από την πολιτιστική σφαίρα και στην θρησκευτική. Γενικά, κυριάρχησε σε ολόκληρο το εποικοδόμημα. Από το 1947, άρχισε η χώρα να πλημμυρίζει από ακραίες προτεσταντικές αιρέσεις, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι Αντβεντιστές και από άλλες, περισσότερες συμβατικές, όπως οι Ευαγγελιστές. Ακόμα όμως και η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχθηκε επιδράσεις από το αμερικανικό θιασικό σύμπλεγμα, με τον γιγαντισμό των ήδη υπαρχόντων προτεσταντικού τύπου παρακκλησιαστικών οργανώσεων (Σωτήρ, Ζωή, κλπ), που επικράτησαν στους κόλπους της (από θεολογικής απόψεως, μπορεί να διαβάσει κανείς το «Ερωτικών αμφιλογία ή περί λιβελλοπράγμονος μοναχού», Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1989, όπου ο Χρήστος Γιανναράς αποδεικνύει περίτρανα, την προτεσταντική αρχή όλων αυτών των οργανώσεων).

Χαρακτηριστικό των παραπάνω, είναι το γεγονός, ότι τον Νοέμβριο του 1948,  γιορτάστηκε στο Βίτσι από τον «Εθνικό Στρατό», η περίφημη «Ημέρα των Ευχαριστιών», η Thanksgiving Day. Στην Ημέρα των Ευχαριστιών (25 Νοεμβρίου στις ΗΠΑ), οι πιστοί προσεύχονται και ευχαριστούν τον Ύψιστο, σε ανάμνηση του πρώτου θερισμού των προπατόρων τους, που έφτασαν στον Νέο Κόσμο ασφαλείς, το 1620. Μιλάμε δηλαδή, για μια παραλλαγή μεσαιωνικής αγροτικής γιορτής, που μεταφέρθηκε από τους αποίκους στην αμερικανική ήπειρο τον 17ο αιώνα. Υποτίθεται, ότι στην ορθόδοξη λατρευτική παράδοση, δεν υπάρχει ξεχωριστή ημέρα Ευχαριστίας στον Θεό, αλλά κάθε ημέρα του έτους, αποτελεί ημέρα Ευχαριστίας, Ευγνωμοσύνης και Προσευχής.

Από τις εφημερίδες της εποχής:


Αξίζει να πούμε ότι η «Ημέρα των Ευχαριστιών», αποτέλεσε σημείο διαφωνίας και εντόνων αντιπαραθέσεων στους κύκλους της αμερικανικής Νέας Αριστεράς και στο αντιπολεμικό κίνημα την δεκαετία του 1960-1970. Πολλοί αμερικανοί αριστεροί ριζοσπάστες, πρότειναν η συγκεκριμένη γιορτή να ονομαστεί ως "Εθνική Ημέρα Εξιλασμού" (National Day of Atonement), κατά την οποία το φαγοπότι να αντικατασταθεί από αυστηρή νηστεία, προκειμένου να τιμηθεί η μνήμη του Ολοκαυτώματος εκατομμυρίων γηγενών Αμερικανών, από τους άποικους, που αποτέλεσαν τη μαγιά της δημιουργίας των ΗΠΑ.

Η βασική αντίρρηση πολλών αριστερών που γιόρταζαν και συνέχιζαν να γιορτάζουν τη συγκεκριμένη ημέρα ήταν ότι "εντάξει, πρόκειται για μια γιορτή που συνδέεται με μια βρώμικη και δόλια ιστορία· παρά ταύτα, μπορούμε να συνεχίσουμε να γιορτάζουμε την ημέρα, αποκλειστικά για την οικογένεια και τους φίλους μας". Το πάνω επιχείρημα χωλαίνει, αφού χρησιμοποιεί τα βασικά νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα της υπεροχής του ιδιωτικού τομέα σε σχέση με τη συλλογική δράση και διδάσκει την επιστροφή στο ατομικό και ιδιωτικό-οικογενειακό πεδίο (με μια ζωή που να ρυθμίζεται βασικά από την κατανάλωση).

Όπως και ν αείναι πάντως, οι παραδοσιακοί Αμερικανοί κομμουνιστές (και οι ελληνοαμερικανοί) των περασμένων δεκαετιών (1940 και 1950s), δε φαίνεται να είχαν τέτοιους προβληματισμούς.

Από το σπουδαίο έργο του Κώστα Καρπόζηλου, Κόκκινη Αμερική: Έλληνες μετανάστες και το όραμα ενός Νέου Κόσμου, 1900-1950 (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2017), ένα απόσπασμα σχετικό με το θέμα, που παρουσιάζει την πολιτιστική διάχυση των Αμερικανών ελληνικής καταγωγής, έστω και αριστερών-κομμουνιστών, στις παραδοσιακές αξίες του λεγόμενου αμερικανισμού. Η ίδια ακριβώς διάχυση θα επιχειρηθεί και με την πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία των ΗΠΑ στην Ελλάδα, μετά το 1947:

Η τρίτη καταχώρηση, στην τελευταία σελίδα του δελτίου Voice of Hel­lenic American Youth, αφορούσε τις χοροεσπερίδες που οργάνωναν τμή­ματα της International Workers Order για την Ημέρα των Ευχαριστιών. Ο εξαμερικανισμός του ελληνοαμερικανικού κομμουνισμού εξηγεί την ένταξη της Ημέρας των Ευχαριστιών στο ημερολόγιο της οργάνωσης. Οι Ελληνοαμερικανοί «νέοι πρωτοπόροι» αποδείκνυαν, με τον τρόπο αυτό, την εξοικείωση της δεύτερης μεταναστευτικής γενιάς με την κα­τεξοχήν αμερικανική γιορτή. Στ' αυτιά τους, η ριζοσπαστική κριτική της δεκαετίας του 1960 στην Ημέρα των Ευχαριστιών σε σχέση με την εκδίωξη των αυτοχθόνων πληθυσμών θα ηχούσε, πιθανότατα, παράδο­ξα. Αυτοί πολιτικοποιούσαν την ημέρα, όχι απορρίπτοντάς την, αλλά προσδίδοντάς της το κοινωνικό και πολιτιστικό πρόσημο της αμερι­κανικής Αριστεράς: κάποιος σύντροφος θα έβγαζε έναν σύντομο λόγο για τα επείγοντα ζητήματα της περιόδου, η μουσική θα περιελάμβανε τις μελωδίες του δημοφιλή κομμουνιστή βάρδου Πολ Ρόμπσον και οι συζητήσεις της βραδιάς θα ανατροφοδοτούνταν από τα όσα συνέβαιναν στον περίγυρο και στο νοητικό σύμπαν της οργάνωσης. Οι Ελληνοαμε­ρικανοί «νέοι πρωτοπόροι», όπως κάθε αμερικανική παρέα, έκαναν εν τέλει αυτό που απαιτούσε η ημέρα: απόλαυσαν μια γεμιστή γαλοπούλα.


Το δώρο που περίμενε τον μεγάλο τυχερό της βραδιάς αποδείκνυε με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι οι νέοι Αμερικανοί κομμουνιστές ήταν άνθρωποι της εποχής τους. «Μια ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ» ήταν το έπαθλο της καθιερωμένης λοταρίας· «ναι, καλά ακούσατε, μια ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ», επα­ναλάμβανε η ανακοίνωση στην τελευταία σελίδα του Voice of Hellenic American Youth. Στη μικρή αυτή λεπτομέρεια της χοροεσπερίδας της Ημέρας των Ευχαριστιών συμπυκνώνεται η μεγαλύτερη πρόκληση με την οποία καλούνταν να αναμετρηθεί η αμερικανική Αριστερά: ο αναγεννημένος αμερικανικός καπιταλισμός μπορούσε να εγγυηθεί την πρόσβαση περισσότερων από ποτέ ανθρώπων σε έναν θαυμαστό, και διαρκώς επεκτεινόμενο, κόσμο κατανάλωσης και υπηρεσιών.

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Ας μιλήσουμε για την Angela Calomiris

Γεννήθηκε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης το 1916, από ελληνοαμερικανούς γονείς. Ο πατέρας της, εργάτης σε γουναράδικο, έμεινε άνεργος στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης και η οικογένειά της, για κάποια χρόνια θα στερηθεί τα στοιχειώδη. Παρά ταύτα, η νεαρή Άντζελα, με λεσβιακό σεξουαλικό προσανατολισμό και έκδηλη αρρενωπότητα, θα δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά ως φωτορεπόρτερ, ενώ θα ασχοληθεί και με την καλλιτεχνική φωτογραφία, με μέντορα τον μεγάλο φωτογράφο Sid Grossman. Ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, θα ενταχθεί σε μια φωτογραφική συλλογικότητα, με ριζοσπαστικό κοινωνικό και αριστερό προσανατολισμό, την περίφημη και ιστορική πια, Photo League, της οποία ιδρυτές ήταν ο Sid Grossman και ο επίσης σπουδαίος Sol Libsohn.



«Πατέρα και γιος», φωτογραφία της Angela Calomiris, κάπου μεταξύ 1938-1942. Η φωτογραφία παρουσιάστηκε στην έκθεση «The Women of the Photo League at Higher Pictures Gallery», Νέα Υόρκη 2009.

Το 1942, η Calomiris, θα προσεγγιστεί από δύο πράκτορες του FBI. Θα της προτείνουν να ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ, προκειμένου να συγκεντρώσει όσα περισσότερα στοιχεία μπορεί για τα μέλη του και τις οικονομικές δραστηριότητές του. Η Calomiris, θα δεχθεί την πρόταση των πρακτόρων και σε λίγο, μέσω των διασυνδέσεων που είχε με την αριστερή συλλογικότητα στην οποία ανήκε, θα στρατολογηθεί στο Κόμμα.

Με το ζήλο του νεοφώτιστου, θα αρχίσει να εργάζεται στην αρχή ως κατώτερο και στη συνέχεια ως μεσαίο στέλεχος, σκληρά για το ΚΚ. Η δουλειά της, καθαρά γραφειοκρατική, στα πλαίσια του οικονομικού τμήματος, γεγονός που θα της δώσει την μοναδική ευκαιρία να συγκεντρώσει ένα τεράστιο αριθμό δεδομένων για τις ταυτότητες των μελών του κόμματος, για τις οικονομικές του δραστηριότητες, για τις σχέσεις του με συνδικαλιστικές και πολιτιστικές οργανώσεις που λειτουργούσαν ως προμετωπίδες, κλπ. Όλα αυτά τα στοιχεία, θα τα παραδίδει σε τακτικά χρονικά διαστήματα στο FBI, έναντι εννοείται αδρής χρηματικής αμοιβής· παράλληλα θα συνεχίσει να πληρώνεται για την δουλειά της στη φωτογραφία.

Τον Απρίλιο του 1949, αρχίζει μια σειρά δικών ενάντια στα ηγετικά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ. Η βασική κατηγορία είναι ότι αποτελούν πράκτορες ξένης δύναμης και ως στόχο έχουν τη βίαιη ανατροπή μέσω επανάστασης, της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Οι δίκες θα κρατήσουν σχεδόν μέχρι το 1958 και θα οδηγήσουν πολλούς Αμερικανούς κομμουνιστές στις ομοσπονδιακές φυλακές, για πολλά χρόνια.





Στιγμιότυπο από την δίκη του Απριλίου 1949. Ο Benjamin Davis, εκδότης της εφημερίδας του ΚΚ Daily Worker, υπεύθυνος για την πολιτική του κόμματος στους έγχρωμους και ο βετεράνος του ισπανικού εμφυλίου και του Β´ Παγκόσμιου Πολέμου Robert G. Thompson, μαζί με υποστηρικτές τους.


Η βασική υπερασπιστική γραμμή των κομμουνιστών ήταν ότι επιδίωκαν την κατάληψη της εξουσίας με νόμιμα κοινοβουλευτικά μέσα και ότι η δίωξή τους, ήταν ενάντια στις αρχές του αμερικανικού συντάγματος που προστάτευαν την ελευθερία της οργάνωσης και την ελευθερία του λόγου. Από την πρώτη δίκη όμως, έγινε άμεσα αντιληπτό από τους κατηγορούμενους, ότι οι διωκτικές αρχές, γνώριζαν πολλά και είχαν συσσωρεύσει έναν τεράστιο αριθμό στοιχείων, που μόνο από εσωτερική πληροφόρηση θα μπορούσε να προέρχεται.

Πράγματι, η Angela Calomiris, από την πρώτη δίκη, θα αποκαλυφθεί δημόσια και θα καταθέσει επίσημα ενάντια στους κατηγορούμενους, αφήνοντας άναυδους τους παλιούς φίλους και συντρόφους της. Η συνεισφορά της στην καταδίκη των ηγετών του Κ.Κ. ήταν καταλυτική, όπως και στο κλείσιμο, δύο χρόνια μετά, από τις δικαστικές αρχές, της Photo League.

Η κυρία Calomiris, λίγο μετά τα γεγονότα, θα κερδίσει μια σύντομη και εντελώς επιφανειακή δημοσιότητα. Θα δώσει συνεντεύξεις σε εφημερίδες, περιοδικά, θα πρωταγωνιστήσει σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Θα γράψει μάλιστα και τα απομνημονεύματά της, όπου και θα τα εκδώσει το 1951, θέλοντας να εμφανίσει τον εαυτό της ως μια νέα Μάτα Χάρι, που εργάστηκε για την πατρίδα της. Στο βιβλίο της θα δείξει ένα εντυπωσιακά κενό και ταυτόχρονα κυνικό χαρακτήρα, λοιδορώντας και σαρκάζοντας συνεχώς τους πρώην κομμουνιστές συντρόφους και συνεργάτες της, μεταξύ άλλων και τον Sid Grossman. Περιγράφει τα μέλη του Κόμματος ως άτομα «πληκτικά μέχρι θανάτου», τους κατηγορεί για ρατσισμό, ενώ θεωρεί ως κίνητρο ένταξης για τους πιο πολλούς, την έλλειψη ικανοποιητικής κοινωνικής ζωής. Το βιβλίο της δεν θα έχει κάποια εμπορική επιτυχία, ενώ ο ισχυρισμός της ότι τα έκανε όλα για «την δόξα» δεν θα γίνει πιστευτός από κανέναν, αφού όλοι γνώριζαν ότι το κίνητρο ήταν τα χρήματα και μόνο αυτά.

Για το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ όμως, θα αρχίσει μια μακριά περίοδος «ενδοσκόπησης», οργανωτικής παρακμής· η πρακτορολογία και  οι διαδικασίες συνεχούς «επαγρύπνησης», που θα χαρακτηρίζουν την δράση του στα επόμενα χρόνια, θα είναι ισοδύναμα με μία «γενική και μη αναστρέψιμη μιζέρια», γεγονός που θα το οδηγήσει σχεδόν στην εξαφάνιση στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το ΚΚ ΗΠΑ, μετά την άνοδό του κατά την διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης και την οργανωτική του ακμή στην περίοδο του «αντιφασιστικού αγώνα» με τα γνωστά λαϊκομετωπικά σχήματα, θα αποτελέσει τον μεγάλο ηττημένο του «Ψυχρού Πολέμου».






Η πράκτορας θα ξεχαστεί σύντομα και εννοείται, δεν θα μπορέσει ποτέ πια να δουλέψει ως φωτογράφος, ακόμα και σε mainstream συντηρητικά media. Θα αναγκαστεί να μετακομίσει στη Μασαχουσέτη, όπου θα ανοίξει ένα πανδοχείο. Πέθανε στις 30 Ιανουαρίου 1995 στο San Miguel de Allende του Μεξικού.


Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Βερολίνο 1918-1919 : Η Νοεμβριανή Επανάσταση και οι Σπαρτακιστές

25 φωτογραφίες από το αρχείο του Ηλία Πετρόπουλου, όπως δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό "Ιχνευτής", τον Νοέμβριο του 1988, στα πλαίσια αφιερώματός του στη ζωή και στην εποχή της Ρόζας Λούξεμπουργκ. 

Τα σχόλια είναι του Ηλία Πετρόπουλου. 

Η εξέγερση άρχισε τον Οκτώβριο του 1918 στον πολεμικό ναύσταθμο του Κιλ. Αμέσως ξεσηκώθηκαν στο Βερολίνο το προλεταριάτο και οι στρατιώτες. Η κατατρομαγμένη μπουρζουαζία έβλεπε να επαναλαμβάνεται το επάρατο σοβιετικό σενάριο. Η επανάσταση ξεκινάει στις 9 Νοεμβρίου του 1918.











Τα πρώτα θύματα της επανάστασης κηδεύονται . Οι Σπαρτακιστές είναι εξαγριωμένοι. Η μπουρζουαζία επαφίεται στο επιτελείο, μα οι στρατηγοί δεν έχουν εμπιστοσύνη στους φαντάρους της πρωτεύουσας. Θα καλέσουν τα πρωσικά τάγματα ...





















Ο λαός εξαντλείται σε ανώφελες επιδείξεις. Η σοσιαλδημοκρατία ελπίζει ότι το επιτελείο θα τσακίσει τους Σπαρτακιστές. Υποτίθεται πως υπάρχει κάποια κυβέρνηση. Οι επαναστάτες διστάζουν ν' αρπάξουν την εξουσία.














Ο Δεκέμβριος αρχίζει να κυλάει με σποραδικές οδομαχίες. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι περισσότερο διανοούμενη απ' όσο χρειάζεται. Και γι' αυτό δηλώνει: θα ήταν εγκληματικό λάθος το να πάρουμε σήμερα την εξουσία. Η μεγάλη σφαγή προετοιμάζεται μεθοδικά μέσα στις κλειστές αίθουσες του επιτελείου.




 


Ο Λίμπκνεχτ βγάζει συνεχώς λόγους. Η σοσιαλδημοκρατία τον έχει απομονώσει για τα καλά. Στις 16 Δεκεμβρίου μπαίνει στο Βερολίνο η πρωσική φρουρά. Οι κατασυγκινημένοι μπουρζουάδες ραίνουν με άνθη τους πιστούς στρατιώτες. Η ευγνωμοσύνη είναι πολύ ευάισθητο αίσθημα. 



Στις 9 Ιανουαρίου 1919 ο Λίμπκνεχτ βγάζει τον τελευταίο του λόγο. Στις 15 Ιανουαρίου πιάνουν τον Λίμπκνεχτ και την Λούξεμπουργκ και τους δολοφονούν με τον τρόπο που μόνον η κτηνώδης μπουρζουαζία ξέρει να δολοφονεί. Φυσικά, επακολούθησε μια μεγαλειώδης κηδεία για να ξεθυμάνει ο λαός.
















Ο λαός κατέχει το δρόμο,αλλά δεν κατέχει την εξουσία. Φαντάροι, ναύτες και προλετάριοι έχουν πιάσει τα κεντρικά σημεία του Βερολίνου, αλλά διστάζουν να προχωρήσουν. Αυτόν τον δισταγμό, θα τον πληρώσουν με το τομάρι τους.















Ο στρατός προβαίνει σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Αρχίζοντας από το κέντρο, καταλαμβάνει μία-μία όλες τις εργατικές συνοικίες, χρησιμοποιώντας πολυβόλα, κανόνια, τεθωρακισμένα και, προπάντων φλογοβόλα.











Οι επαναστάτες δεν έχουν παρά να τραγουδήσουν το Επέσατε θύματα. Όπως απεδείχθη, οι Σπαρτακιστές δεν ήσανε προετοιμασμένοι για ν' αντιμετωπίσουν μια στρατιωτική επέμβαση είτε των πρωσικών ταγμάτων, είτε της Λαϊκής Φρουράς που είχε οργανώσει ο καγκελάριος Έμπερτ.










Οι Σπαρτακιστές δεν ξέρανε ότι τα στρατευμένα παιδιά του λαού μπορούν κάλλιστα, να σκοτώνουν τα επαναστατημένα παιδιά του λαού. Σήμερα πια το ξέρουμε, αφού όλοι οι δικτάτορες δεν βασίζονται στην αστυνομία, αλλά στον στρατό.


















Το τέλος υπήρξε μακάβριο. Οι στρατιώτες ετουφέκιζαν επί τόπου, όποιον επαναστάτη έπιαναν. Στην συνοικία του Λίχτενμπεργκ έγινε το μεγάλο μακελειό. Τον Μάρτιο του 1919 όλα είχαν τελειώσει. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ξεπήδησε μέσα από το αίμα των Σπαρτακιστών.












Ωστόσο, η επανάσταση έπιανε να κατηφορίζει προς την Βαβαρία. Στις 13 Απρίλίου του 1919 ξεσηκώθηκαν οι Σπαρτακιστές του Μονάχου. Ο λαός είχε εξαγριωθεί από την δολοφονία του Κουρτ Άϊσνερ. Την ίδια στιγμή οι μπουρζουάδες της Λειψίας απαιτούσαν να σταματήσει το χάος και η αναρχία. Σε λίγο θα ξεσπάσει η επανάσταση του Μπέλα Κουν.



















Σημείωση Μ.Ι.: Δεν ήταν μόνο η επανάσταση του Νοεμβρίου και η αιματηρή καταστολή της, από τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Σε όλη την διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι διώξεις ενάντια στους αντιπάλους της, θα συνεχιστούν αμείωτες. Τα έκτροπα των παρακρατικών σωμάτων και συμμοριών στην αιματηρή κατάπνιξη της απεργίας στην κοιλάδα του Ρουρ, η δολοφονική επίθεση ενάντια στους διαδηλωτές του Αμβούργου, οι απροκάλυπτα βίαιες επιθέσεις ενάντια στις αριστερές κυβερνήσεις της Βαβαρίας, Θουριγγίας και της Σαξονίας, θα αποτελέσουν μερικές από τις πλέον μελανές σελίδες στην ιστορία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, σελίδες που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από ανάλογες των Ναζί.

Από τα παρακρατικά σώματα που δημιούργησαν οι Έμπερτ, Νόσκε, θα ξεπηδήσουν τα "Τάγματα Εφόδου" και ο ναζισμός. Η σφαγή των Σπαρτακιστών θα ανοίξει τον δρόμο στον Χίτλερ, όσο και να προσπαθούν οι λειτουργικοί διανοούμενοι της μπουρζουαζίας να μας πείσουν, ότι "για την άνοδο του ναζισμού", έφταιγαν τάχα οι κομμουνιστές, "γιατί δεν υποστήριξαν την σοσιαλδημοκρατία στο μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα και στα ... δημοκρατικά της σχέδια". Μιλάμε για μια αήθη, αλλά και γελοία προσπάθεια πλαστογράφησης της ιστορίας και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, προκειμένου το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να βγει αθώο και ανέγγιχτο από όλη αυτήν τη βρώμικη ιστορία.