Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

ΠΑΣΟΚ και τροτσκιστές


Αξίζει - όχι μόνο για ιστορικούς λόγους - να συζητηθεί το ζήτημα των σχέσεων του ΠΑΣΟΚ με κάποιες τροτσκιστικές ομάδες στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Σχέσεις οργανωτικές, με πολλές ρήξεις και αντιθέσεις, που σταμάτησαν από τις αρχές της δεκαετίας του 80, όταν το ΠΑΣΟΚ πήρε την εξουσία.

Αξίζει επίσης γίνει μια μικρή αναφορά στην τακτική του εισοδισμού, τακτική που κυριάρχησε σε πολλές από τις οργανώσεις που προέρχονταν από τον αρχικό πυρήνα της 4ης Διεθνούς από τον ίδιο τον Τρότσκι, στη Γαλλία το 1940.

Σύμφωνα λοιπόν  με τους υποστηρικτές του εισοδισμού, η οργανωτική ένταξη των τροτσκιστών στα παραδοσιακά εργατικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης ήταν μία πολιτική που χαράχθηκε από τον ίδιο τον Τρότσκι.

Οι λόγοι προφανείς: Η χαλαρή οργανωτική δομή των κομμάτων της Σοσιαλδημοκρατίας επέτρεπε στο μέτρο του δυνατού την δημιουργία και λειτουργία φραξιών, σε αντίθεση με την συγκεντρωτική δομή των "σταλινικών κομμάτων". Στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δρούσαν πολλοί άνθρωποι, εργάτες, διανοούμενοι, που ήσαν ανιδιοτελείς και αγνοί αγωνιστές και ένιωθαν την ανάγκη της σοσιαλιστικής προοπτικής, σε αντίθεση με τις συμβιβασμένες με την κεφαλαιοκρατία ηγεσίες τους. Τα μέλη αυτά, έπρεπε και μπορούσαν να επηρεαστούν από τους τροτσκιστές.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τους οπαδούς του εισοδισμού, στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, οι τροτσκιστές, όφειλαν να ενταχθούν και να αγωνιστούν μέσα από τα εθνικοαπελευθερωτικά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα των λαών.

Η αρχή έγινε - όχι χωρίς αντιδράσεις, από μια μεγάλη μερίδα τροτσκιστών που πρέσβευαν την αναγκαιότητα ίδρυσης δυναμικών μπολσεβίκικων κομμάτων σε όλες τις χώρες, όσο μικρά αριθμητικά και να ήσαν αυτά - με την είσοδο πολλών τεταρτοδιεθνιστών κομμουνιστών στο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας και στο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας. Οι αντίθετοι με τον εισοδισμό, χαρακτηρίστηκαν σεχταριστές, που τους έφτανε να επιβιώνουν πολιτικά σε γκρουπούσκουλα χωρίς πολιτική επιρροή, τη στιγμή που οι μεγάλες εργατικές μάζες καθηλωμένες στη σοσιαλδημοκρατία και στο παραδοσιακό συνδικαλιστικό κίνημα, αγωνιούσαν για προοπτική.

Από το αφιέρωμα στο θέμα, που είχε κάνει το περιοδικό "Αντί στο τεύχος 241 (16.09.1983):


Με την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ μια σειρά τροτσκιστών είδαν σ’ αυτό ένα κλασικά Κεντρικό Κόμμα (ένα κόμμα που παραπαίει μεταξύ μαρξισμού και σοσιαλδημοκρατίας) που θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν μαζικός χώρος για δράση. Οι κυριότερες γνωστές ομάδες που έδρασαν στα πλαίσιά του είναι:


Η Ο.Ε. (ομάδα εργατών) με επικεφαλής τους Ρεμούνδο, Δελβιζόπουλο, Μαστρογιαννόπουλο κ.ά. που εκδίδουν μέχρι σήμερα την εφημερίδα «Ξεκίνημα» (1).

Η «Εργατική Δημοκρατία» με επικεφαλής τον Π. Δούμα που εκφραζόταν μέσα από το «Δελτίο».

Ορισμένα μεμονωμένα στελέχη που χαρακτηρίστηκαν σαν Παμπλικοί και προσχωρήσαν στο ΠΑΣΟΚ. μετά από διαβουλεύσεις με τον Α. Παπανδρέου, ανοικτά σαν τροτσκιστές. Σε αυτούς φαίνεται ότι ο Α.Π. έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση γιατί τοποθετήθηκαν οι περισσότεροι σε ηγετικά κλιμάκια του ΠΑΣΟΚ (Δ. Λιβιεράτος, συνυπεύθυνος με τη Β. Παπανδρέου για το ΚΕ.ΜΕ.ΔΙΑ., Γ. Κωστόπουλος, που του είχε ανατεθεί η εκπόνηση του περίφημου οργανογράμματος του ΠΑΣΟΚ. Δαλαβάγκας, Γκρινιάσος, μέλη της ΠΚΕ, Λαγάκος, Γεωργιάδης κ.ά.).

Σημαντικότερη όμως, σε εμβέλεια υπήρξε η δράση των δύο πρώτων ομάδων που με τη μεσολάβηση του Τεντ Γκραντ (τάση Μίλιταντ στην Αγγλία) το Σεπτέμβρη του 1975 συνενώθηκαν σε μία ομάδα.

Γύρω από τους πυρήνες αυτούς συσπειρώθηκαν το 1975 μερικά από τα πιο δυναμικά μέλη των Τοπικών Οργανώσεων του ΠΑΣΟΚ (οι κλαδικές έχουν διαλυθεί μετά τις διαγραφές γιατί στο σύνολο τους είχαν τοποθετηθεί υπέρ των διαφωνούντων). Η συσπείρωση αυτή οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι τροτσκιστές είχαν ήδη μια σχετική ιδεολογική «καθαρότητα», γνώριζαν καλά τα κλασικά κείμενα του μαρξισμού και δούλευαν εντατικά με αποτέλεσμα όπου δρούσαν να αναπτύσσονται μαζικές και δυναμικές οργανώσεις, στις οποίες γινόταν έντονη ιδεολογική ζύμωση.
Η έκδοση του «Ξεκινήματος» την Πρωτομαγιά του 1975, που αρχικά δεν αντιβαίνει την κομματική νομιμότητα, ανταποκρίνεται στις αγωνίες μιας σειράς από τα ριζοσπαστικότερα μέλη του ΠΑΣΟΚ εκείνη την εποχή.

Η Εκκαθάριση.

Το καλοκαίρι του 1975, μετά τις διαγραφές στήθηκε στα ΠΑΣΟΚ ένα γραφείο Οργανωτικού στα οποίο διορίστηκαν και τροτσκιστές, που με την ιδιότητα τους σαν μέλη του γραφείου προσπάθησαν να προωθήσουν τη συγκρότηση. «Διατοπικών» Νεολαίας, Συντονιστικών Επιτροπών Τ.Ο., υπευθύνων διαφώτισης κτλ.

Είναι η πρώτη προσπάθεια συγκρότησης εκλεγμένων οργάνων από την ίδια τη βάση.

Βέβαια μέσα από τα διατοπικά δίνεται και η δυνατότητα προσέγγισης και ζύμωσης περισσότερων μελών, πράγμα που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους τροτσκιστές. Στο τέλος του 1975 γύρω στις 20 τοπικές οργανώσεις της Αθήνας και ορισμένα μέλη στη Θεσσαλονίκη δέχονται την επίδραση τους.
Η αυξανόμενη όμως επιρροή τους δημιουργεί ανησυχίες στους κύκλους του ΠΑΣΟΚ Β' που είτε για λόγους ιδεολογικούς, είτε ελέγχου του κομματικού μηχανισμού, σε συνεργασία με ορισμένα στελέχη από το περιβάλλον του Προέδρου που θεωρούν ότι η στάση του είναι αρκετά επιφυλακτική (έμμεσα τον κατηγορούν και για φιλοτροτσκισμό), στήνουν ένα δίκτυο παρακολούθησης των τροτσκιστών που θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα (2).

Αργότερα οι μέθοδοι που εισήγαγαν στο ΠΑΣΟΚ ορισμένοι από τους παραπάνω, θα εφαρμοστούν και εναντίον τους.

Ταυτόχρονα η Σπουδάζουσα (ΠΑΣΠ) που μέσα από μια διαφορετική πορεία έχει οδηγηθεί σε αντιτροτσκιστικές θέσεις, αναλαμβάνει πρωτόβουλα την υπεράσπιση της καταδίωξης των τροτσκιστών. Πολλά από τα στελέχη της όμως διαμαρτύρονται για τον αστυνομικό τρόπο αντιμετώπισης τους και διατυπώνουν το αίτημα της ανοικτής ιδεολογικής αντιπαράθεσης, την οποία τελικά αναλαμβάνουν όταν πια η κρίση έχει εκδηλωθεί οι Στ. Τζουμάκας και Κ. Λαλιώτης.

Με την ομολογία κάποιου μέλους της Τ.Ο. Μπραχαμίου ότι συμμετείχε σε παρασυγκεντρώσεις, αρχίζει η εξάρθρωση των τροτσκιστικών ομάδων από το ΠΑΣΟΚ. Το Γενάρη του 1976 λίγες μόλις μέρες πριν αναγγελθεί η αναβολή των διαδικασιών για τις περιφερειακές Συνδιασκέψεις και ο διορισμός Προσωρινών Νομαρχιακών Επιτροπών διαγράφεται η Συντακτική Επιτροπή του Ξεκινήματος (Ρεμούνδος. Μαστρογιαννόπουλος, Μαράκης, Λαμπρόπουλος, Δούμας).

Μια σειρά Τ.Ο. διαμαρτύρονται για τις διαγραφές και για μια ακόμα φορά μπαίνει καθοριστικά το ζήτημα της εφαρμογής κάποιων διαδικασιών μέσα στο κόμμα με αποτέλεσμα να διαγραφούν γύρω στα 400 μέλη, να καταργηθούν 6 Συντονιστικές Επιτροπές και να διαλυθούν 3 ΤΟ. (Ανθούπολη, Κάτω Πατήσια, Αγ. Λευτέρης).

Η πρώτη αυτή εκκαθάριση που αφορά κυρίως τις Τοπικές Οργανώσεις (στην Σπουδάζουσα αγγίζει μόνο την Εμπορική) ολοκληρώνεται το καλοκαίρι του 1976. Το κριτήριο για τις διαγραφές παύει να είναι η συμμετοχή στη φραξιονιστική δράση, αλλά αυτή καθαυτή η υποστήριξη και η συμμετοχή στη διαδικασία της οριζόντιας διασύνδεσης.

Τον Οκτώβρη του 1976 αποχωρεί η τρίτη ομάδα που αναφέραμε στην αρχή, των παλαιών δηλαδή τροτσκιστών, που μαζί με άλλα 70 στελέχη με ΕΑΜική κυρίως προέλευση (Μεσσλογγίτης, Σταμούλης, Γεωργιάδης. Μητσάκης, Γ. Κωστόπουλος. Μακρής, Δαλαβάγκας, Μπαφαλούκος. Μαρής και
Μανουσαρίδης), στις 13 Οκτώβρη του 1976 αναγγέλλουν στην αίθουσα Εμποροϋπαλλήλων την ίδρυση του «Πολιτικού συνδέσμου 3ης Σεπτέμβρη».

Η εκκαθάριση των τροτσκιστικών ομάδων στην πραγματικότητα δεν έχει σταματήσει μέχρι σήμερα, τα στοιχεία όμως για τη δράση τους είναι ανεπαρκή καθώς καμία από τις δύο πλευρές δεν είναι πρόθυμη να τη φωτίσει (για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία) (3).

Επιπτώσεις.

Κοντά στους τροτσκιστές μια σειρά συναισθηματικά ενταγμένων στο ΠΑΣΟΚ μελών, ιδίως νεολαίων, έρχεται σε επαφή με τους μεγάλους θεωρητικούς του μαρξισμού και προβληματίζεται γύρω από τα ζητήματα μετάβασης στο σοσιαλισμό. Ταυτόχρονα όμως συμπαρασύρεται σε ένα σχετικό αποπροσανατολισμό παραμελώντας τα καθημερινά πολιτικά προβλήματα για χάρη της κατάκτησης μιας «κρυστάλλινης» ιδεολογίας.

Η θετικότερη πλευρά της δράσης των τροτσκιστών μέσα στο ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στην προώθηση κάποιων απόψεων για την οργάνωση Κόμματος, την εκλογή των οργάνων, την αποκεντρωμένη δόμηση. Η πλευρά αυτή όμως εξασθενεί από την αντιφατικότητα της ίδιας τους της δράσης, καθώς οργανωμένοι σε φράξια, δρουν συνωμοτικά.

Η λειτουργία της φράξιας δεν αποσκοπούσε στον γραφειοκρατικό έλεγχο του, αλλά μέσα από την προσέγγιση και τη ζύμωση των μελών στη βάση, στον ιδεολογικό έλεγχο του. Η ίδια αυτή λειτουργία ήταν μοιραίο να οδηγήσει κάποια στιγμή στη διάσπαση ή τη διαγραφή.

Έτσι παρά το γεγονός ότι οι τροτσκιστές προβλημάτισαν μια σειρά αδιαμόρφωτων συνειδήσεων ταυτόχρονα φέρουν την υπευθυνότητα για τον συμπαρασυρμό έξω από την οργάνωση του ΠΑΣΟΚ μιας σειράς ριζοσπαστικών στοιχείων με την ετικέτα του τροτσκιστή. Τέλος, δόθηκε με αυτό τον τρόπο λαβή για νομιμοποίηση των διαγραφών και διορισμών σαν αναγκαίας πρακτικής για την αντιμετώπιση των «σκοτεινών δυνάμεων που λυμαίνονταν το Κίνημα». Βέβαια, αυτή η διαπίστωση δεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί, γιατί, η δράση των τροτσκιστών δεν αποτέλεσε παρά ένα πρόσχημα, καθώς οι επιλογές στον τομέα της εσωτερικής δόμησης του ΠΑΣΟΚ έγιναν πολύ νωρίτερα από τις αρχές κιόλας του 1975 και έχουν προϊστορία από την εποχή του ΠΑΚ.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

(1).
Στα νιάτα του ο Α.Π. συμμετείχε στην έκδοση εφημερίδας με τον ίδιο τίτλο.
(2).
Παρακολουθούνται με αυτοκίνητα τα σπίτια που μαζεύονται οι τροτσκιστές. υποκλέπτονται κείμενα τους και κάποια μέλη συμμετέχουν στις διαδικασία για να περισυλλέξουν πληροφορίες.
(3).
Οι διαγραμμένοι βρίσκονται σήμερα συσπειρωμένοι είτε γύρω από το «Ξεκίνημα» είτε γύρω από μια επιτροπή που δεν παύει και έξω από τον οργανωμένο χώρο του ΠΑΣΟΚ να απευθύνει κείμενα προς την ηγεσία και τα μέλη του ΠΑΣΟΚ. Στην προσπάθεια τους να παραμείνουν μέσα στην οργάνωση οι τροτσκιστές σήμερα ώστε να έχουν τη δυνατότητα προσέγγισης μελών, ασκούν μια κριτική στην πρακτική του ΠΑΣΟΚ μάλλον νεφελώδη και αντιφατική. Τον τελευταίο καιρό όμως φαίνεται να υιοθετούν μια στάση περισσότερο ξεκάθαρη


Μερικά συμπεράσματα:

Πρώτα απ' όλα αυτό που έγραφε το "Ξεκίνημα" στην ιστοσελίδα του για το ΠΑΣΟΚ και τα υπόλοιπα κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας:

Τα ταξικά, αγνά και ανιδιοτελή στοιχεία που κάποτε πλημμύριζαν αυτά τα κόμματα, τα εγκατέλειψαν μαζικά, και τη θέση τους άρχισαν να παίρνουν καριερίστες, καιροσκόποι και μικροαστοί. Οι αγώνες της εργατικής τάξης αναπτυσσόντουσαν πια ενάντια στις κυβερνήσεις των σοσιαλδημοκρατών.

Συμπληρωματικά θα πρσοθέταμε, ότι σε αυτά τα κόμματα, πραγματοποιήθηκαν παράλληλα, αλλά όχι ανεξάρτητα, δύο διαδικασίες, πολλές φορές μη διακριτές: Μία διαδικασία αντικατάστασης των ανιδιοτελών και και αγωνιστικών στοιχείων από καριερίστες, καιροσκόπους και μικροαστούς. Αλλά και μια διαδικασία μετατροπής μέσω των μηχανισμών εξουσίας πολλών πραγματικών αγωνιστών, σε συμβιβασμένα ανθρωπάκια και σε αρουραίους των υπουργικών γραφείων.

Τέλος, η συμμετοχή των Ελλήνων τροτσκιστών στον απελευθερωτικό πόλεμο του αλγερινού λαού, πραγματικά, μπορούμε να πούμε ότι έκανε στη συνείδηση της εργατικής τάξης να ξεχαστεί για πάντα η (στην καλύτερη περίπτωση αμφισβητούμενη) ντεφαιτιστική στάση των τεταρτοδιεθνιστών κομμουνιστών στην διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής.


Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Γιάτσεκ Κουρόν: I am sorry, i fucked it ....

«Η παρουσία μας είναι εγγύηση ότι τα όποια βάρη θα κατανεμηθούν με κοινωνική δικαιοσύνη»
Αλέξης Τσίπρας, 14 Ιουλίου 2015 αναφερόμενος στο νέο μνημόνιο. 


Πολωνία, 12 Σεπτεμβρίου 1989: Μέσα σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα, ορκίζεται η πρώτη μετακομμουνιστική κυβέρνηση της χώρας και η πρώτη, από τις χώρες που αποτελούσαν άλλοτε το "Σύμφωνο της Βαρσοβίας". Πρωθυπουργός, ο βετεράνος της "Αλληλεγγύης" Ταντέους Μαζοβιέτσκι, του οποίου η κυβέρνηση θα πάρει στο νέο πολωνικό κοινοβούλιο 402 ψήφους υπέρ, έναντι μόλις 13 αποχών. Πρόκειται για κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, αφού συμμετέχουν όλα σχεδόν τα πολωνικά κόμματα, μεταξύ αυτών και το - μεταλλαγμένο σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δυτικού τύπου - πρώην κυβερνών Πολωνικό Ενοποιημένο Εργατικό Κόμμα (ΠΕΕΚ), με τέσσερις υπουργούς.

Η καλύτερη περιγραφή για το συγκεκριμένο κυβερνητικό σχήμα, δεν είναι ο όρος "κυβέρνηση εθνικής ενότητας", αλλά κυβέρνηση "εθνικής λιτότητας", μια που ο στόχος της ήταν από την αρχή ξεκάθαρος: Ταχεία μετάβαση στην οικονομία της αγοράς, γρήγορη και χωρίς καμία περιττή καθυστέρηση δυτικοποίηση του οικονομικού συστήματος. Αυτό σήμαινε δρακόντια μέτρα λιτότητας, με πλήρη απελευθέρωση των τιμών, κατάργηση όλων των προνοιακών επιδομάτων και επιδοτήσεων, συρρίκνωση όλων των δημόσιων δαπανών και άμεσες διαδικασίες ιδιωτικοποιήσεων (βλ. ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας), με την ελπίδα προσέλκυσης ξένων επενδυτών.

Δεν θα μπορούσε κανένας ιστορικός να κατηγορήσει τον Μαζοβιέτσκι για έλλειψη ειλικρίνειας ή τιμιότητας όσο αφορά τις αρχικές προθέσεις του. "Δε σας υπόσχομαι μια εύκολη ζωή" είπε απευθυνόμενος στους συμπατριώτες του και αυτό ήταν η απόλυτη αλήθεια. Οι Πολωνοί εργάτες πάντως, ήσαν σχετικά ήρεμοι και ένιωσαν κάποια ανακούφιση και ελπίδα, όταν είδαν ότι υπουργός εργασίας και κοινωνικής πολιτικής στη νέα κυβέρνηση, ήταν ένας "δικός τους" άνθρωπος: ο εκπαιδευτικός και πολιτικός στοχαστής Γιάτσεκ Κουρόν, ο ήρωας των Πολωνών αντιφρονούντων κατά την διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου, ο θεωρητικός του κινήματος της Αλληλεγγύης. Οι εργάτες, ευελπιστούσαν ότι ο Κουρόν δεν θα άφηνε τους τεχνοκράτες να κάνουν ότι θέλουν και ότι με την δράση του, θα κρατούσε την απαραίτητη κοινωνική δικαιοσύνη σε ένα καλό επίπεδο κατά την μεταρρυθμιστική διαδικασία που θα ακολουθούσε.

Ο Κουρόν ξεκίνησε ως σταλινικός στην πολωνική κομμουνιστική νεολαία. Στη συνέχεια, δεχόμενος επιρροές από τον Τρότσκι, αλλά και από το γιουγκοσλαβικό μοντέλο της αυτοδιαχείρισης θα προβεί σε μία αυστηρή κριτική του πολωνικού σοσιαλιστικού συστήματος από τα αριστερά. Το 1965, μαζί με έναν άλλο αντιφρονούντα, τον Κάρολο Μοντζελέφσκι, δημοσίευσαν την περίφημη "Ανοικτή επιστολή - Πρόγραμμα της πολωνικής αντιπολίτευσης" προς το πολωνικό κυβερνών κόμμα, όπου έφταναν παράλληλα και ανεξάρτητα σε θέσεις πολύ κοντινές με άλλους δυτικούς στοχαστές, όσο αφορά την περιγραφή του "υπαρκτού" σοσιαλιστικού μοντέλου. Έννοιες όπως κεφαλαιοκρατική συσσώρευση στον κομμουνισμό, η γραφειοκρατία ως νέα εκμεταλλευτική τάξη, η συλλογική γραφειοκρατική ιδιοκτησία, η ταξική πάλη στον σοσιαλισμό, προσέγγιζαν κατά πολύ αντίστοιχες των Καστοριάδη, Λεφόρ, αλλά και Μπετελέμ και Τζίλας.

Ο Κουρόν θα οργανώσει ανεξάρτητες ομάδες "εργατικής άμυνας" και αλληλοβοήθειας στην δεκαετία του 1970. Θα διωχθεί και θα φυλακιστεί πολλές φορές, περνώντας αρκετά χρόνια πίσω από τα σίδερα του πολωνικού κράτους. Αναγνωρίζοντας την δυναμική της Αλληλεγγύης, θα γίνει μέλος της και βασικός οργανωτής των επικών απεργιών της δεκαετίας του 1980, που κλόνισαν το οικοδόμημα του "Συμφώνου της Βαρσοβίας". Ποτέ δεν παρέλειπε να τονίζει στους εργάτες, ότι πρέπει να προσέχουν, γιατί μπορεί - αν δείξουν εφησυχασμό - η δικτατορία των καπιταλιστικών μονοπωλίων να αντικαταστήσει την κομμουνιστική και αυτό, θα είναι κάτι πολύ χειρότερο.

Εικόνα
Ο Κουρόν, την Πρωτομαγιά του 1989, μπροστά από το πανό της Αλληλεγγύης. 

Ο Κουρόν όμως, διέψευσε τις ελπίδες των εργατών. Όμηρος των νέων δυνάμεων, θα έρθει σε ρήξη με το Σωματείο που τον ανέδειξε. Από οργανωτής απεργιακών επιτροπών, ως υπουργός, θα αναδειχθεί σε ακραιφνή εχθρό κάθε απεργιακής κινητοποίησης. Είχε πλούσια πείρα στο εργατικό κίνημα, όπως και ο Βαλέσα. Θα χρησιμοποιήσει αυτήν ακριβώς την πείρα ενάντια στο ίδιο το κίνημα, με ζήλο, ιησουιτική φανατική προσήλωση και αδιαλλαξία, χαρακτηριστικά αδιανόητα για τους προγενέστερους κομμουνιστές ηγέτες: Η απάντηση του Κουρόν σε οποιαδήποτε απεργία, θα είναι άμεση και με συνοπτικές διαδικασίας απόλυση των "πρωταιτίων-υποκινητών" και εννοείται η πανηγυρική θεσμοθέτηση των λοκ άουτς και προστασία των εργοδοτών, σε κάθε δυνατό επίπεδο. Δεν συζητάμε για συλλογικές συμβάσεις, ασφάλειες, κλπ. Κάθε υπόλειμμα κοινωνικού κράτους, επί υπουργικής του θητείας, θα εξαφανιστεί. Το μόνο πια, για το οποίο θα μπορούσε να υπερηφανεύεται, είναι το αντιπολιτευτικό του παρελθόν

Η πολιτική πορεία του Κουρόν, αποτελεί απόδειξη για αυτό που ονομάζουμε γενικά "ήττα των αντιφρονούντων" μετά την κατάρρευση (ανατροπή, δεν έχει μεγάλη σημασία) του σοσιαλισμού. Ντούμπτσεκ, Κουρόν, Χάβελ, Βαλέσα και άλλοι πολλοί, άντεξαν σε ταλαιπωρίες, διωγμούς, ενίοτε και σε φυλακίσεις, αλλά δεν μπόρεσαν να αντέξουν στους πειρασμούς της εξουσίας.

Ο Κουρόν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, θα περάσει πια στο αντικαπιταλιστικό κίνημα. Θα χαιρετίσει όλες τις εργατικές και νεολαιίστικες διαδηλώσεις, θα αγκαλιάσει και θα προσεταιριστεί όλα τα νέα κινήματα, ειδικά το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Θα καλέσει το εργατικό κίνημα να αγωνιστεί ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, ενάντια στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, παλεύοντας για τα αιώνια ιδανικά της ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και ελευθερίας. Αστειευόμενος θα δηλώσει ότι "διάβολε, από τότε που έπαψα να είμαι μαρξιστής, διαπιστώνω συνέχεια πόσο δίκιο είχε ο Μαρξ".

Το 2002 θα προσπαθήσει να ταξιδέψει στη Φλωρεντία για να μιλήσει στο Πρώτο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ. Ήταν πια πολύ άρρωστος και καταβεβλημένος και δεν τα κατάφερε. Το 2004, λίγο πριν πεθάνει, ρωτηθείς για την θητεία του στο υπουργείο Εργασίας, θα απαντήσει χαρακτηριστικά:

I am sorry, i fucked it ....

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Η βία του εαμικού κινήματος στους αρχειομαρξιστές


Λόγω απουσίας άμεσων πηγών (π.χ απομνημονεύματα αρχειομαρξιστών), το παρόν κείμενο έχει ως κύριο στόχο την προτροπή σε περαιτέρω έρευνα των δράσεων αυτού του ιδεολογικού ρεύματος του εργατικού κινήματος στην περίοδο της Κατοχής. Το παρόν είναι μια προσπάθεια προσέγγισης της ιστορίας της περιόδου και ανοιχτό προς κριτική.

Κατοχή

Στα λιγοστά κείμενα που έχουμε για την περίοδο σχετικά με τους αρχειομαρξιστές αναφέρεται ότι σε περιοχές της επαρχίας (Μακεδονία, Αγρίνιο, Ήπειρο, Λαμία) υπήρξαν μεμονωμένα μέλη -χωρίς να γνωρίζουμε την ακριβή σχέση τους με τη καθοδήγηση του Κ.Α.Κ.Ε (Κομμουνιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας) που βρισκόταν στην Αθήνα. Κάποιοι από αυτούς σχημάτισαν αυτόνομες οργανώσεις, άλλοι συμμετείχαν στο ΕΑΜ ενώ τέλος κάποιοι άλλοι εντάχθηκαν σε εθνικιστικές οργανώσεις[1]. 
Κεντρικά στην Αθήνα η πλειοψηφούσα στάση του ΚΑΚΕ από την αρχή της Κατοχής ήταν ακριβώς ίδια με αυτή των υπόλοιπων τροτσκιστικών οργανώσεων, δηλαδή θέση για ανατροπή της ελληνικής δοσιλογικής κυβέρνησης και συναδέλφωση με τον εχθρό στα χαρακώματα (έτος 1941) [2], υιοθετώντας το σύνθημα της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο (έτος 1942, 1943) [3]. Και μόνο αυτό το γεγονός, καθιστούσε εχθρική τη στάση τους προς το Αντιστασιακό κίνημα

Με βάση τα στοιχεία που διαθέτουμε, (κυρίως αριθμητικά), δηλαδή τους αρχειομαρξιστές που εκτελέστηκαν από τις κατοχικές δυνάμεις, εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν θεωρήθηκαν ιδιαίτερα εχθροί του καθεστώτος:
Από τους μόλις εννέα αρχειομαρξιστές που εκτελέστηκαν στην Κατοχή, πέντε εκτελέστηκαν την Πρωτομαγιά του '44 στη Καισαριανή και ένας στο Κούρνοβο το 1943. ταν ήδη φυλακισμένοι από την περίοδο 1935-1940 και εκτελέστηκαν ως κομμουνιστικά εγργατικά στελέχη).  
 Οι υπόλοιποι τρεις, φυλακίστηκαν στην διάρκεια της κατοχής [4]. Ένας από αυτούς, ήταν ο Πέτρος Ανδρώνης στέλεχος της μειοψηφίας του ΚΑΚΕ που υποστήριζε την προσέγγιση με το ΕΑΜ βάσει της λογικής του εισοδισμού[5], ο οποίος όταν άρχισε να έχει επαφές με το ΕΑΜ, συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια και εκτελέστηκε στην Καισαριανή.  
Γενικά, δεν πρέπει να είναι τελείως αστήρικτη η κατηγορία, μέσα από προφορικές και γραπτές μαρτυρίες μελών του ΚΚΕ, ότι οι κατοχικές δυνάμεις δεν καταδίωξαν όσους βρέθηκαν αριστερότερα του ΕΑΜ και κατά περιπτώσεις τους άφηναν ελεύθερους[6] είτε στα πλαίσια δημιουργίας ενδοαριστερών αντιθέσεων είτε γιατί απλά δεν τους θεωρούσαν επικίνδυνους[7].
Υπάρχουν μαρτυρίες κυρίως μεταπολεμικά από την εφημερίδα του ΚΑΚΕ την Πάλη των Τάξεων (και έχοντας δεδομένη την καταστολή στον Δεκέμβρη), για περιπτώσεις εαμικής βίας κατά αρχειομαρξιστών εκτός Αττικής: Ο σύντροφος μας πήρε το επιτελείο του και πήγε. Οι σταλινικοί τους είχαν στημένη ενέδρα και τους δολοφόνησαν[8].  

Επιπλέον αναφέρεται ότι στελέχη του ΕΛΑΣ (π.χ ο ίδιος ο Άρης Βελουχιώτης) τους προσέγγιζαν με θετική οπτική θαυμάζοντας την ιδεολογική τους ορθότητα (;). Συχνά οι περιπτώσεις αυτές, και παρά την υπερβολή τους αναπαράγονται[9] με αναλυτική περιγραφή της βίας με αποτέλεσμα να υπάρχουν και οι ανάλογες συναισθηματικές αγκυλώσεις. Εντυπωσιακό είναι, ότι η δολοφονική μανία ως συνέπεια του σταλινισμού, θεωρήθηκε επαρκής αιτία για να εξηγήσει τα γεγονότα, σε βαθμό που για δεκαετίες μετά, έγινε περιττή ακόμα και η στοιχειώδης αναζήτηση και περιγραφή των γεγονότων και των πολιτικών αιτιών αυτής της καταστολής[10][11]
 Πάνος Αναστασίου. Αρχειομαρξιστής από το Αγρίνιο, ενταγμένος στον ΕΛΑΣ. Εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ, για "στρατιωτικό παράπτωμα", παρά την αντίθετη γνώμη του Άρη Βελουχιώτη. Ο χρόνος της εκτέλεσης άγνωστος (Απρίλιος ή Νοέμβριος ή και Δεκέμβριος του 1944 κατά άλλους). 

Παραμένει ανοιχτό ζήτημα αν η άσκηση βίας σε έναν αρχειομαρξιστή που ανήκε σε αυτόνομες οργανώσεις στην Ήπειρο μπορεί να ομαδοποιηθεί με την άσκηση βίας σε έναν αρχειομαρξιστή καπετάνιο του ΕΛΑΣ στο Αγρίνιο, τουλάχιστον για την περίοδο πριν τηνΑπελευθέρωση, αφού ήταν βία η οποία επιβλήθηκε σε διαφορετικές περιόδους και περιοχές. Εντυπωσιακό είναι ότι παρότι η Κομμουνιστική Επιθεώρηση έγκαιρα είχε ειδοποιήσει για την πεμπτοφαλαγγίτικη δράση των αρχειομαρξιστών, αυτοί κατάφεραν να αναδειχθούν μέχρι και καπετάνιοι τμημάτων του ΕΛΑΣ γεγονός που αποδεικνύει ότι τουλάχιστον για ένα διάστημα δεν υπήρχε οδηγία καταστολής. Αν υπήρξε αργότερα, θα πρέπει να λογισθεί στα πολιτικά πλαίσια της περιόδου όπου ένας αρχειομαρξιστής ενταγμένος στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ όφειλε να υπακούσει σε έναν οργανωμένο πολιτικοστρατιωτικό μηχανισμό και όχι στο κόμμα που ανήκε και τις όποιες πολιτικές επιδιώξεις του.

Απελευθέρωση και Δεκεμβριανά

Στην προδεκεμβριανή Πάλη των Τάξεων αναφέρονται αρκετές συλλήψεις αρχειομαρξιστών (οι περισσότερες θα καταλήξουν σε εκτελέσεις τον Δεκέμβριο), για τις οποίες αρκούσε μια μικρή διαμαρτυρία στην εφημερίδα, χωρίς συνοδό καταγγελτικό λόγο προς το ΕΑΜ.  
Εκείνη την περίοδο οι αρχειομαρξιστές προσπαθούσαν να οργανώσουν ανεξάρτητες πορείες, με αιτήματα που προσέγγιζαν τα πιο ριζοσπαστικά μέρη του εαμικού μπλοκ, ζητώντας την παραδειγματική τιμωρία των δοσίλογων και την κατάληψη της εξουσίας από το ΕΑΜ. Εντυπωσιακά, τον Σεπτέμβρη του 1944 το αρχειομαρξιστικό κόμμα θα φθάσει στο σημείο να ζητήσει προσχώρηση στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ κάτι το οποίο δεν θα γίνει αποδεκτό[12]. Μια ενδιαφέρουσα επίσης παράμετρος, είναι η αντίθεση των αρχειομαρξιστών στην πολιτική σκληρής λιτότητας της  κυβέρνησης Παπανδρέου και στη ΓΣΕΕ (που ελεγχόταν απόλυτα από το ΚΚΕ), όταν καλούσε ανοικτά την εργατική τάξη να αναδείξει  στελέχη που δεν είχαν σχέση με την κυβέρνηση, στην οποία ως γνωστό συμμετείχε το ΕΑΜ με έξι υπουργούς. 

Πάλη των Τάξεων. Ενάντια στην πολιτκή λιτότητας της κυβέρνησης της Απελευθέρωσης. Σημειωτέον, ότι το ΕΑΜ κρατούσε τα οικονομικά υπουργεία και φυσικά, το Υπουργείο Εργασίας (Μιλτιάδης Πορφυρογένης). Η συγκεκριμένη αντεργατική πολιτική, αποτελεί και ιστορικό παράδειγμα για το σημερινό ΚΚΕ, προκειμένου να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους ένα εργατικό, κομμουνιστικό κόμμα δεν πρέπει ποτέ να συμμετέχει σε αστικές κυβερνήσεις.

 Η εαμική λοιπόν βία ενάντια στους αρχειομαρξιστές στην Κατοχή και η έναρξη αμέσως μετά την Απελευθέρωση, συλλήψεων αρχειομαρξιστών στην Αττική, δεν θεωρήθηκαν θέματα κεντρικής πολιτικής ανάδειξης από την ηγεσία του κόμματός τους, μπροστά στα τρέχοντα και φλέγοντα πολιτικά ζητήματα. Σε αντιδιαστολή, τα λιγοστά μέλη της οργάνωσης που εκτελέστηκαν από τις κατοχικές δυνάμεις είχαν συνεχή προβολή, σε κάθε σχεδόν φύλλο της εφημερίδας, σε μια εμφανή προσπάθεια εγγραφής του κινήματος - έστω και καθυστερημένα - στις πολιτικές δυνάμεις της Αντίστασης.
Αντίθετα με ορισμένες ομάδες τροτσκιστών που στα γεγονότα του Δεκέμβρη είδαν επιχειρούμενο σταλινικό πραξικόπημα από τη μεριά του ΚΚΕ, οι αρχειομαρξιστές είδαν σωστά την ιμπεριαλιστική επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα και ζήτησαν άμεση κατάληψη της εξουσίας από τον ΕΛΑΣ με στόχο την προλεταριακή επανάσταση. Η λογική της βίας του ΚΚΕ εναντίον τους δε μπορεί να ειδωθεί μόνο υπό το πρίσμα των μεσοπολεμικών αντιθέσεων τους η οποία πυροδοτήθηκε σε συνθήκες χάους, αλλά κυρίως με βάση την πολιτική πρόταση τους η οποία στη πράξη σήμαινε ενδεχόμενη προσπάθεια των αρχειομαρξιστών να δράσουν αυτόνομα, επηρρεάζοντας - σε συνθήκες πολέμου - τις ουσιαστικά ανεξέλεγκτες ένοπλες διαδηλώσεις του ΕΛΑΣ Αθηνών, και επιπλέον  προσπάθεια για όξυνση της σύγκρουσης, μια εξέλιξη, την οποία - όπως είναι σήμερα γνωστό το ΚΚΕ - δε θα επέτρεπε στη λογική του συμμαχικού πολέμου ενάντια στον Άξονα. (Ας μην ξεχνάμε ότι ο γενικά μετριοπαθής  γραμματέας του ΚΚΕ Γ. Σιάντος είχε για τους ίδιους λόγους αποκλείσει το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ από το πεδίο των μαχών της Αθήνας, αφού τα μέλη του είχαν θεωρηθεί οπαδοί της σύγκρουσης, ενώ παράλληλα είχε πραξικοπηματικά ανασυστήσει την Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ με επιτελείο από εξωκομματικά στρατιωτικά στελέχη κεντρώας προέλευσης, στην προσπάθεια η σύγκρουση να μη γενικευθεί και να κρατηθεί σε μια χαμηλής έντασης μάχη εντός της Αττικής). 
Οι ενέργειες των αρχειομαρξιστών την περίοδο της Απελευθέρωσης και του Δεκέμβρη και το κατά πόσον δρούσαν προβοκατόρικα[13] στις ένοπλες διαδηλώσεις και στις συγκρούσεις, είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να διερευνηθεί από τους σύγχρονους Ιστορικούς. Να σημειωθεί ότι τον Σεπτέμβριο του 1944 μετά τα δραματικά γεγονότα της Μεσσηνίας, ο ίδιος ο Άρης Βελουχιώτης σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο διέσωσαν  τους ταγματασφαλίτες της Πελοποννήσου και στην Αθήνα ο ΕΛΑΣ περιφρουρούσε τις συνοικίες ώστε να μην υπάρξουν μαζικές αντεκδικήσεις [14], σε αντίθεση με τους αρχειομαρξιστές που καλούσαν ανοικτά το λαό σε αυτοδικία[15].

Μετά τη Βάρκιζα

Το 1945, μετά τη συνθήκη της Βάρκιζας, άρχισε από τους αρχειομαρξιστές πιο σκληρή κριτική στα πεπραγμένα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για τη Κατοχή[16] και ταυτόχρονα οι αναφορές για τα θύματά τους από τον ΕΛΑΣ, έγιναν συχνότερες και καταγγελτικές. Από αυτή την περίοδο και τις ομιλίες του αρχειομαρξιστή Ποντίκη τον Νοέμβριο του 1946, στο θέατρο Αλίκη[17] προέρχονται κυρίως τα σημερινά στοιχεία για τους αρχειομαρξιστές θύματα του ΕΛΑΣ υπό την οπτική της ολοκληρωτικής σύγκρουσης με το ΚΚΕ. 
Τέλος, στον εμφύλιο πόλεμο το αρχειομαρξιστικό κόμμα (πλέον Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας/ΑΚΕ) στήριξε την κυβερνητική πλευρά, αλλά σε καμία περίπτωση, το κόμμα του 1949 δεν ήταν ίδιο με αυτό του 1944. Η σοσιαλδημοκρατική και αντικομμουνιστική τροπή του ιστορικού αυτού ρεύματος της εργατικής τάξης είχε πια ολοκληρωθεί. Ταυτόχρονα όμως, ολοκληρώθηκε η παρακμή και η εξαφάνιση.

Μια προσπάθεια κριτικής της στάσης των αρχειομαρξιστών στην Κατοχή

Η στάση του αρχειομαρξιστικού κόμματος δεν μπορεί να διαχωριστεί από γενικότερη την στάση των τροτσκιστικών κομμάτων επί της Κατοχής, παρότι υπήρξε από τη μεριά του πρώτου, μία παρουσία στο κίνημα Αντίστασης. Η κύρια διαφοροποίηση με τους τροτσκιστές, είναι ότι στην παραμονή της Απελευθέρωσης ο αρχειομαρξισμός κινήθηκε στοχευμένα σε ταύτιση με το μέρος του ΕΑΜ  ζητώντας ένοπλη κατάληψη της εξουσίας. Πιθανόν με τα πεπραγμένα του προσπαθούσε να δημιουργήσει ντε φάκτο καταστάσεις με αντεκδικήσεις σε δοσίλογους/δεξιούς, σε μια περίοδο που το ΕΑΜ κρατούσε απολογητική στάση για τις όποιες υπερβασίες του και προσπαθούσε να αποτρέψει μαζικές αντεκδικήσεις. Πολιτικά οι αρχειομαρξιστές δεν έπαιξαν κάποιο ουσιαστικό ρόλο αφού είναι φανερό ότι η αργοπορία της στήριξης του γιγάντιου ΕΑΜ (στα τέλη 1944) ήταν κομβικής σημασίας. 
Η καταστολή τους από το ΚΚΕ έγινε κυρίως λίγο πριν και κατά την περίοδο του Δεκέμβρη, σε μια προσπάθεια ελέγχου του εαμικού κόσμου από "αριστερά" λάθη και εκτροχιασμό των συγκρούσεων σε συνθήκες χάους. Στην περίοδο πολύ πριν την Απελευθέρωση μπορεί να θεωρηθεί ανοικτό το ζήτημα το εάν η ιδιότητα του αρχειομαρξιστή λειτούργησε ως κάτι παραπάνω από ένα απλό επιβαρυντικό στοιχείο.  
Η κύρια καταστολή που υπέστησαν ήταν στην Απελευθέρωση όπου ο ΕΛΑΣ έπρεπε να κρατήσει σε σιδερένια πειθαρχία τα μέλη του και το λαό που διψούσε για αντεκδικήσεις τις οποίες μια ιμπεριαλιστική αυτοκρατορία εκμεταλλεύονταν και έβρισκε αφορμή αλλά και δικαιολογία ώστε να μεταστρέψει την διεθνή κοινή γνώμη ώστε να συγκρουστεί με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Οι αρχειομαρξιστές απείχαν από το μεγαλειώδες κίνημα της Αντίστασης και αποπειράθηκαν να το καθοδηγήσουν εκ των υστέρων, με μια "επαναστατική" όπως συνήθιζαν άλλωστε άποψη, ενώ οι δομές του κινήματος τους είχαν εκ των προτέρων απομονώσει. 
Ο λαός δεν στάθηκε δίπλα τους και η κατοπινή πολιτική εξαφάνισή τους πρέπει να ερμηνευθεί βάση της πολιτικής τους και όχι της βίας του ΕΑΜ-ΚΚΕ.

Βιβλιογραφία

  1. Χάγκεν Φλάισερ Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Αθήνα 2009, Το Βήμα βιβλιοθήκη, τ. Β΄, σ. 120
  2. Θεόδωρος Μπενάκης: Δημήτρης Γιωτόπουλος: Μια πορεία από τον επαναστατικό στο φιλελεύθερο Σοσιαλισμό, Εκδόσεις Κούριερ Εκδοτική 2003 σελ 144-5
  3. Κομμουνιστική Επιθεώρηση της εποχής της Φασιστικής Κατοχής, εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑ, Αθήνα 1976 σελ 319
  4. Αιρετικές Διαδρομές, ο Ελληνικός Τροτσκισμός και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος,Μάριος Εμμανουηλίδηςεκδόσεις φιλίστωρ, σ. 164-5
  5. Ιστορία του Μπολσεβικισμού Τροτσκισμού στην Ελλάδα,Κώστα Καστρίτη (Λουκάς Καρλιάφτης), εκδόσεις Εργατικής Πρωτοπορίας, τόμος 2, σελ 130
  6. Ταμτάκος, Γιάννης, Αναμνήσεις μιας ζωής στο επαναστατικό κίνημα, Κύκλοι Αντιεξουσίας, Θεσσαλονίκη 2003 σελ 138
  7. Ομιλία του αρχειομαρξιστή Γ. Ποντίκη, Συζήτηση που έγινε ανάμεσα στο ΚΚΕ και στο ΚΑΚΕ στις 15 Δεκέμβρη του 1946, στο Θέατρο «Αλίκη»
  8. Η λογική της ενδοαριστερής βίας: κομματικοί εναντίον τροτσκιστών/αρχειομαρξιστών Κώστας Παλούκης, ανακοίνωση στο Δεκεμβριανά 1944 Το παρελθόν και οι χρήσεις του Αθήνα, 12-13 Δεκεμβρίου 2014
  9. Δεκέμβρης του '44 φιλίστωρ, δεύτερη έκδοση 2000 επιμέλεια Γ. Φαράκος. Δεκέμβρης και αριστερή διαφωνία, Γαβρίλης Λαμπάτος σελ 129-131
  10. Πάλη των Τάξεων 13/2/45
  11. Λευτέρης Αποστόλου, Κομμουνιστική Επιθεώρηση, 31-32 (1944) 108-109 : Ο Αρχειομαρξισμός και η "Πάλη των Τάξεων" εκμεταλλεύονται τη δίκαιη αγανάχτηση του κόσμου για τις τέτοιες ενέργειες της αντίδρασης, και προσπαθούν να σπρώξουν τους εργαζόμενους σε ενέργειες που να στηρίζουν το παιχνίδι της αντίδρασης.

  12. Πάλη των Τάξεων, 26 Μάη του1945.
    17.  Ιδεολογική πάλη του ΚΚΕ και στις παραφυάδες του ελληνικού τροτσκισμού. (... ανατυπώθηκε από την "Κομμουνιστική Επιθεώρηση" του 1947, και επανεκδόθηκε στη Μεταπολίτευση απ' τις "Εκδόσεις του Λαού", εκδοτικός οργανισμός του ΕΚΚΕ.

    Αφορά 5 κοινές εκδηλώσεις - συζητήσεις μεταξύ του ΚΚΕ και των τροτσκιστικών οργανώσεων Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Διεθνής Επαναστατική Πρωτοπορεία και Κομμουνιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας, ύστερα από πρόταση του ΚΚΕ.)

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Συζήτηση στην Πάντειο για την δημοκρατία

Οι ιδρυτές της Παντείου Σχολής (του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, όπως είναι η σημερινή του ονομασία), ήταν ο κυπριακής καταγωγής Γεώργιος Φραγκούδης (1869-1939), ένας από τους πλέον σημαντικούς δημόσιους διανοούμενους της Ελλάδας στην περίοδο του Μεσοπολέμου και ο Αλέξανδρος Πάντος, ο οποίος με την γενναία επιχορήγηση που έδωσε, επέτρεψε την οικονομική επιβίωση του ιδρύματος.

Ο στόχος της Παντείου Σχολής, ήταν η πολιτική επιμόρφωση της ιθύνουσας τάξεως και η παραγωγή πολιτικών στελεχών που θα υπηρετούσαν το πρόγραμμά της. Τον στόχο αυτό, ενστερνίστηκε και ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, που φιλοδόξησε να είναι και ένας από τους πρώτους διδάσκοντες της σχολής. Τα μαθήματα της Σχολής ξεκίνησαν επίσημα τον Νοέμβρη του 1931, ενώ, σημαντικό σταθμό στη νηπιακή της ιστορία, αποτέλεσαν οι δημόσιες συζητήσεις που οργανώθηκαν.

Στις 15, 17, 19 και 22 Μαΐου 1932, στην Πάντειο, διεξήχθησαν οι περίφημες και ιστορικές συζητήσεις για την δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό. Στις συζητήσεις εκείνες έλαβαν μέρος διακεκριμένοι κοι­νοβουλευτικοί, όπως ο Γ. Παπανδρέου, υπουργός της Εθνικής Παιδείας, ο Α. Σβώλος, ο Γ. Σγουρίτσας, ο Θ. Τσάτσος, ο Π. Κανελλόπου­λος, κ.α.

Ακολουθεί κείμενο του ιστορικού Σπύρου Μαρκέτου, για το περιεχόμενο και τις κυριότερες τοποθετήσεις των πολιτικών ανδρών, που συμμετείχαν σε αυτές τις συζητήσεις (το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πολίτης και ήταν προδημοσίευση από το βιβλίο του ιστορικού, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006):

 Τις ίδιες ημέρες οργανώθηκε στην Πάντειο, δημιούργημα των Φιλελευθέρων και οχυρό τους, μια σημαντική συζήτηση με θέμα την «κρίση του κοινοβουλευτισμού», που διάρκεσε μια εβδομάδα «εν τω μέσω συρροής καθηγητών, σπουδαστών, πολιτευόμενων, κυριών, αξιωματικών κλπ.».

[...]
Οι Φιλελεύθεροι που πήραν το λόγο ουσιαστικά σηματοδοτούσαν την προθυμία τους να υποστηρίξουν μια αυταρχική ή και δικτατορική εκτροπή. Ο Παπανδρέου, ξεχνώντας πως ήταν υπουργός μιας τυπικά δημοκρατικής κυβέρνησης, το έθεσε ωμά: «συμβαίνουν ενίοτε ιστορικαί καταστάσεις, αι οποίαι καθιστούν την δικτατορίαν και αναγκαίαν και χρήσιμον», με τον απαραίτητο όρο, βέβαια, ότι θα ήταν απλώς προσωρινή. Για τον Θεμιστοκλή Τσάτσο, ο οποίος είχε αναπτύξει μια φιλόδοξη μορφή συντηρητικού εγελιανισμού, ο κοινοβουλευτισμός ήταν το μέσο που έπρεπε να εξυπηρετεί το σκοπό της δημοκρατίας, κι επομένως η αξία του ήταν σχετική. Ο Τσάτσος υπερασπίστηκε καταρχήν την κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά επικρότησε την πρόταση περιορισμού της που κατέθεσαν την ίδια εβδομάδα οι βενιζελικοί στη βουλή.

[...]

Ο μόνος απ’ όλους τους συζητητές που χρησιμοποίησε επιχειρήματα διανοητικής εκλέπτυνσης και συγκρότησης ήταν ο Κανελλόπουλος. Αντιδιέστελλε τον φασισμό και τον «μπολσεβικισμό», που αποτελούσαν «συστήματα ξένα τελείως προς την ιδέαν της νεωτέρας πολιτείας», από την ιδέα της δικτατορίας, η οποία ήταν αδύνατο να μελετηθεί επιστημονικά επειδή δεν αποτελούσε σύστημα και ούτε καν μπορούσε να αναχθεί σε αφηρημένες αρχές, αλλά ήταν απλώς μια κατάσταση που διαδεχόταν το χάος και συνδεόταν μόνο με την ύπαρξη ισχυρών προσώπων. Κατά τον Κανελλόπουλο, ο κοινοβουλευτισμός στην πραγματικότητα κινδύνευε από τρεις παράγοντες, οι δύο από τους οποίους συνδέονταν με την κινητοποίηση των κατώτερων τάξεων. Πρώτον, από την εμφάνιση των ταξικών κομμάτων, τα οποία κατέλυαν την ενότητα του κοινοβουλίου και του κράτους - αυτό το πλήγμα δεν το είχε δεχθεί ακόμη στην Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε να αποδειχτεί μοιραίο: «κοινοβούλιον και ταξικός αγών είναι κατά βάθος τελείως ασυμβίβαστα». Έπειτα, τον κοινοβουλευτισμό έπληττε η «εξάπλωσις των δημοκρατικών αρχών», η οποία εξασθενούσε τις κυβερνήσεις. Ο Κανελλόπουλος δήλωσε ότι δεν θα δημοσιοποιούσε τη γνώμη του για τους τρόπους καταπολέμησης αυτών των κινδύνων γνώμη, η οποία βεβαίως δεν μπορούσε να είναι συμβατή με οποιεσδήποτε δημοκρατικές αρχές. Ωστόσο, έκανε την εύγλωττη πρόταση να υποχωρήσει ο κοινοβουλευτισμός μπροστά στον τρίτο κίνδυνο που αντιμετώπιζε - τη δημιουργία μιας πολιτικής ολιγαρχίας, η οποία κυβερνούσε ουσιαστικά στις δυτικές χώρες, έστω και αν δεν είχε τυπικά προνόμια. Ακριβώς η ανάπτυξη μίας τέτοιας άρχουσας τάξης θα περιόριζε τις θλιβερές επιδράσεις του ταξικού αγώνα και των δημοκρατικών αρχών:

«Δια της υπάρξεως αυτής της αριστοκρατίας η Δημοκρατία των ηγετών ως λέγεται, αν και προσβάλλεται εν μέρει το κύρος και η δύναμις του κοινοβουλίου, δημιουργείται μια αρχή, η οποία είναι δυνατόν να οδηγήση εις την οργανικήν συμφιλίωσιν της ιδέας της ελευθερίας και της λαοκρατίας προς την ιδέαν της αριστοκρατίας της πνευματικής. Από αυτής της απόψεως νομίζω ότι η συνύπαρξις των δύο αρχών, έστω και επί θυσία του κύρους και της δυνάμεως του κοινοβουλίου, η συνύπαρξις της ιδέας της αριστοκρατίας της πνευματικής και η επί τη βάσει ωρισμένων κριτηρίων επιλογής σχηματιζόμενη τάξις ηγετών, η συνύπαρξις των δύο αυτών ιδεών είναι εκείνη, προς την οποίαν νομίζω σήμερον, ότι πρέπει να προχωρήση η πολιτική εξέλιξις της ανθρωπότητος».

Στον εκτενή λόγο του συντηρητικού αυτού διανοούμενου, που είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος της αντιβενιζελικής παράταξης στη συζήτηση της Παντείου, δεν συναντούμε κανένα επιχείρημα υπέρ του κοινοβουλευτισμού ή γενικότερα υπέρ της αντιπροσωπευτικής πολιτικής. Αντίθετα, επαινούνται ο περιορισμός της δημοκρατίας και η συμβολή της «πολιτικής αριστοκρατίας» στην ευτυχία χωρών όπως η Γαλλία. Επίσης, αποφεύγεται να καταδικαστεί ή δικτατορία, η ευθύνη για την οποία ρίχνεται στο «χάος» που προηγείται, ενώ το πρόβλημα του φασισμού στην ουσία παρακάμπτεται.

Η άρνηση του Κανελλόπουλου να καταθέσει δημόσια τις απόψεις του για την αντιμετώπιση της ταξικής πάλης και της εξάπλωσης των «δημοκρατικών αρχών» αποτυπώνει εύγλωττα την πίστη του στην «ιδέαν της αριστοκρατίας της πνευματικής» κι εν τέλει απηχεί την εχθρότητά του απέναντι στην αρχή της ανοιχτής κι έλλογης συζήτησης των πολιτικών ζητημάτων, η οποία είναι αλληλένδετη με τη δημοκρατία.

Εν τέλει όμως η άρνηση αυτή αναδεικνύει την πολύ συγκεκριμένη ανεπάρκεια των συντηρητικών του Μεσοπολέμου, να αντιμετωπίσουν πολιτικά, ή και απλώς διανοητικά, την πρόκληση του σοσιαλισμού στην εποχή της μαζικής κινητοποίησης. Ακριβώς αυτή τους η αδυναμία, η αφωνία τους, τους έκανε σύντομα να συμφιλιωθούν με τον φασισμό και να τον προωθήσουν ως τον μόνο τρόπο για να νικηθεί η αριστερά. Ίσως ο χειρότερος οιωνός απ’ όλους να ήταν ότι στη συζήτηση της Παντείου δεν ακούστηκε καμιά ανεπιφύλακτη φωνή, ούτε από τη βενιζελική ούτε από την αντιβενιζελική παράταξη, υπέρ της δημοκρατίας. Είχαν πάψει να την υπερασπίζονται διανοητικά, μολονότι, την ιδία εποχή εξακολουθούσαν να στηρίζουν στη βουλή τις ελπίδες της πολιτικής τους επικράτησης.

Το κείμενο του ιστορικού Σπύρου Μαρκέτου, είναι αρκετά κατατοπιστικό: Στις συζητήσεις τέθηκαν από τους αστούς διανοούμενους, με αρκετή σαφήνεια ομολογουμένως, τα παρακάτω ερωτήματα:

1. Είναι η κοινοβουλευτισμός το καλύτερο των πολιτευμάτων για την σημερινή κοινωνία;
2. Είναι ο κοινοβουλευτισμός, το πλέον κατάλληλο πολίτευμα για τον ελληνικό λαό;
3. Υπάρχουν περιστάσεις, κατά τις οποίες ενδεικύεται η απομάκρυνση από την κοινοβουλευτική δημοκρατία;
4. Είναι οι σημερινές δικτατορίες ικανές να αντικαταστήσουν τον κοινοβουλευτισμό;

Τα συμπεράσματα είναι εύκολα:

Οι αστοί πολιτικοί, προτιμούν την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Πάντα όμως, όταν δεν κινδυνεύει το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα, δηλαδή ο καπιταλισμός. Σε περίπτωση κρίσεως, π.χ. σε μια οικονομική κρίση, όλοι τους, βλέπουν συγκαταβατικά ή φλερτάρουν ανοιχτά με δικτατορικές εκτροπές, προκειμένου να διασωθεί το σύστημα από την αυξανόμενη δύναμη και επιρροή του μαζικού εργατικού κινήματος. Ενίοτε, φλερτάρουν και με την πιο σίγουρη μορφή δικτατορίας, που είναι η φασιστική. Είναι σίγουρη, γιατί έχει πληβειακά χαρακτηριστικά, χρησιμοποιεί μεθόδους και πρόγραμμα με πολλά δανεικά στοιχεία από τα αντίστοιχα των εργατικών κομμάτων και σχεδόν πάντα προσφέρει 100% επιτυχία στην καταστολή των κοινωνικών αγώνων.

Εντυπωσιακό παράδειγμα, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος: Δεν καταδικάζει απερίφραστα την δικτατορία, αντίθετα, έμμεσα αφήνει να φανεί ότι είναι αναγκαία, προκειμένου να διακοπεί με τεχνητό και βίαιο τρόπο η άνοδος της Αριστεράς.

Θα ξαναδούμε τον Κανελλόπουλο - ακροατή αυτήν τη φορά - το 1966. Πάλι σε κάποιες δημόσιες διαλέξεις του Σάββα Κωνσταντόπουλου, (του γνωστού, "δυναμικού" άνδρα της ριζοσπαστικής Δεξιάς), στο ξενοδοχείο Χίλτον. Θα απευθύνει μάλιστα και χαιρετιστήρια επιστολή στον Κωνσταντόπουλο, η οποία θα δημοσιευτεί (σε περίοπτη θέση) στο βιβλίο του τελευταίου, "Ο Φόβος της Δικτατορίας". Μια επιστολή, που αρχίζει κάπως έτσι,

«Φίλε κύριε Κωνσταντόπουλε,

Εχάρηκα πολύ που έγινα —ατυχώς, μόνον τέσσαρες βραδυές— ο πιστός ακροατής του προ τριάντα πέντε ετών ακροατού μου. Ότι αισθανθήκατε την ανάγκην να δώσετε δημοσιότητα εις το περιστατικό τούτο, τό πολύ προσωπικό γιά τούς δυό μας, με συνεκίνησε ιδιαίτερα ...», 


αφήνοντάς μας να καταλάβουμε, ότι στις συζητήσεις της Παντείου για τη Δημοκρατία το 1932, συμμετείχε και ο νεαρός, αρχειομαρξιστής τότε, Σάββας.


Για τον Κανελλόπουλο του 1966, ακόμα και με την ήδη υπάρχουσα εμπειρία της 4ης Αυγούστου (ο ίδιος δεινοπάθησε, όταν επισκέφτηκε τους γνωστούς "παραθεριστικούς" προορισμούς, που επιφύλαττε το βασιλομεταξικό καθεστώς για τους αντιπάλους του), ήταν προτιμότερη και εθνικώς αναγκαία μια νέα δικτατορία, προκειμένου να διασωθεί το κοινωνικό καθεστώς.


Περισσότερα:

- Ο Φόβος της Δικτατορίας: Τέσσερις Διαλέξεις. Αθήνα 1966. Ο συγγραφέας (και μετέπειτα ακραιφνής χουντικός εκδότης του Ελεύθερου Κόσμου) Σάββας Κωνσταντόπουλος, είναι σαφής για την περίπτωση που ένα «ολοκληρωτικό» (διάβαζε, κομμουνιστικό) κόμμα κερδίσει τις εκλογές κατέχοντας έτσι την κοινοβουλευτική πλειοψηφία:

Η ολοκληρωτική πλειοψηφία είναι θέλησι για την καταστροφή της Δημοκρατίας. Βγαίνει λοιπόν από τα πλαίσια της πολιτικής νομιμότητας. Για την ουσιαστική λογική, για την πολιτική διαλεκτική, η θέλησι της πλειοψηφίας υπέρ του ολοκληρωτικού κόμματος είναι ήδη μία πραξις, ένα θετικό βήμα προς τον εκμηδενισμό της Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία στην περίπτωσι αυτή έχει το καθήκον να θεωρήση την ψήφο της πλειοψηφίας, που στρέφεται κατά του δημοκρατικού καθεστώτος, σαν παράνομη και απαράδεκτη, γιατί είναι έξω από τα πλαίσιά της και γιατί μ’ αυτήν τοποθετείται εκτός της Δημοκρατίας και η πλειοψηφία.

Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974: Όψεις της ελληνικής εμπειρίας (εκδόσεις Θεμέλιο, 1983). Έργο αναφοράς, του συνταγματολόγου καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου, για την πάντα εύθραυστη ελληνική δημοκρατία. Από το βιβλίο, διαβάζουμε την θέση του Κων/νου Τσάτσου το έτος 1964 για το ζήτημα, θέση, τραγικά παρόμοια με αυτήν του Κωνσταντόπουλου δύο χρόνια μετά:

Δημοκρατία δεν σημαίνει απλή παντοδυναμία της λαϊκής θελήσεως της πλειοψηφίας. Διότι η πλειοψηφία είναι ένα στιγμιαίον γεγονός και η βούλησις η δημιουργούσα τα πολιτεύματα είναι βούλησις συνεχείας εν τη Ιστορία, η οποία δεν δύναται να ανατραπή δια στιγμιαίων περιστατικών και μόνον.

(Με μια απλή μαρξιστική ανάγνωση, δεν μιλάμε παρά για τη βούληση της κυρίαρχης τάξης και τις αρχές που καθορίζονται από αυτήν).


- Καρλ Σμιτ, Η έννοια του Πολιτικού, εκδόσεις Κριτική, 2009. Απροκάλυπτο και εντυπωσιακά σκληρό. Ο Καρλ Σμιτ, δεν κρύβεται πίσω από το δάκτυλό του, σαν τους περισσότερους αστούς διανοούμενους (μεταξύ αυτών και οι προαναφερθέντες δικοί μας). Καλεί την ιθύνουσα αστική τάξη να στρατευθεί στον ταξικό αγώνα και θεωρεί ότι οι θεσμοί της αστικής δημοκρατίας είναι δυνητικά επικίνδυνοι για τα οικονομικά της συμφέροντα, αφού παρά τις όποιες δικλείδες ασφαλείας, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν απόλυτα την πολιτική της κυριαρχία!


  - Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι : Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού / Σπύρος Μαρκέτος. Αθήνα : Βιβλιόραμα, 2006. Σημαντικό έργο, που διαλύει τις αυταπάτες για όσους νομίζουν ότι ο φασισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου ήταν ένα περιθωριακό κίνημα, χωρίς απήχηση στους πολιτικούς των μεγάλων αστικών κομμάτων της περιόδου.

- Ιστορικός Συμβιβασμός, του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, από το Θεμέλιο, Αθήνα 1977. Τέσσερα χρόνια μετά από την τραγική χιλιανή εμπειρία, το συμπέρασμα του γενικού γραμματέα του Ιταλικού Κ.Κ., είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις σοσιαλισμό με το 51% της κοινωνίας, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό αυτό, θα σου δώσει μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία (πόσο μάλλον με το 36% του προέδρου Αλλιέντε).

- The German Federal Constitutional Court and the Communist Party Decision, του Edward McWinney (University of Toronto), στο Indiana Law Journal (1957), όπου περιέχει στην αγγλική, αποσπάσματα της δικαστικής απόφασης, με την οποία το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία), απαγόρευσε τη λειτουργία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Μια απόφαση, όχι εξαιτίας κάποιων έκνομων, (ποινικών ή ανατρεπτικών) ενεργειών μελών του κόμματος που υπονόμευαν το πολίτευμα της χώρας (δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα και κανένας δεν μπήκε στην διαδικασία να παρουσιάσει σχετικές αποδείξεις), αλλά επειδή η επίσημη ιδεολογία του ΚΚΓ, ο μαρξισμός-λενινισμός, δεν συμβιβαζόταν με την δημοκρατική, φιλελεύθερη, συνταγματική τάξη της ΟΔΓ. Πρωτοφανής απόφαση για αστική δημοκρατία δυτικού τύπου, που θεωρητικά, κανένας δεν διώκεται για τις ιδέες του ή για τη σκέψη του, παρά μόνο για τις πράξεις του. (Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το πρόβλημα, αξίζει να αναφερθεί, ότι  ακόμα και στην Ελλάδα του 1948 - μέσα στην δίνη του Εμφυλίου - υποτίθεται κανένας δεν μπορούσε να διωχθεί, αν δήλωνε ότι θεωρητικά υποστηρίζει τον μαρξισμό, λενινισμό).

- Η κρίση του κοινοβουλευτισμού στον μεσοπόλεμο και το τέλος της Β' ελληνικής δημοκρατίας το 1935: Οι θεσμικές όψεις μιας οικονομικής κρίσεις, του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (και ειδικού στο συνταγματικό Δίκαιο, Σπύρου Βλαχόπουλου), από τις εκδόσεις Ευρασία, 2012. Ένα ιστορικό του σύντομου βίου της δεύτερης ελληνικής δημοκρατίας και του άδοξου τέλους της. Οι συγκρίσεις και οι αναλογίες με τη σημερινή πολιτική και οικονομική κρίση και τη σύγχρονη συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα, είναι αναπόφευκτες και οι αναλογίες δεν μπορούν να αγνοηθούν.