Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Ο Έντε, ο Ότο και η Ούνκου

 Ο ¨Εντε και η Ούνκου

«Δεν θα μπορούσε να είναι εδώ ο πατέρας σας, είναι στην δουλειά. Παρασκευή έχουμε σήμερα !», είπε η κυρία Sparrow, πιο πολύ για να το ακούσει η ίδια, παρά να απαντήσει στην ερώτηση των παιδιών. Αφού γύρισε τις πατάτες στο ταψί, σκούπισε τα σκασμένα χέρια της με το χαρτί της κουζίνας και κάθισε στενάζοντας ελαφριά στο τραπέζι, περιμένοντας να ολοκληρωθεί το ψήσιμο.

Έτσι αρχίζει το κλασικό παιδικό μυθιστόρημα “Ede und Unku”, της Alex Wedding.

Όταν ο μεταλλωρύχος κύριος Sparrow, γυρίζει επιτέλους στο σπίτι εκείνο το βράδυ, είναι σε εξαιρετικά κακή διάθεση. Τα νέα δεν είναι ευχάριστα και αφορούν ολόκληρη την οικογένεια και τη γαλήνη της. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του ωραρίου του, πληροφορήθηκε την απόλυσή του.

«Δεν μπορώ να καταλάβω αυτόν τον κόσμο», λέει. «Ανέκαθεν υπηρετούσα τα συμφέροντα της εταιρείας, ακόμα και στην μεγάλη απεργία, εγώ δούλεψα κανονικά».

Αν οι γονείς είναι απελπισμένοι, τα παιδιά πρέπει να δώσουν την λύση. Ο δωδεκάχρονος Ede Sparrow, έχει μερικές καλές ιδέες για το πώς μπορεί να βοηθήσει την οικογένειά του. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να βοηθήσει δουλεύοντας ως διανομέας φυλλαδίων (paperboy). Αλλά, αυτό θα γίνει μόνο με την υποστήριξη των φίλων του. Ο Ede έχει φίλους κομμουνιστές, αλλά ακόμα και τσιγγάνους, γεγονός που θα τον κάνει να εισπράξει αρκετές φάπες από τον πατέρα του – κάτι όμως που δεν θα τον πτοήσει. Οι τσιγγάνοι θα του δώσουν το ποδήλατο που χρειάζεται, προκειμένου να κάνει αυτήν την δουλειά.

Εικόνα Εικόνα

Η ιστορία συνεχίζεται. Τα παιδιά σταδιακά χειραφετούνται από την αυστηρή πατριαρχική οικογένεια και τον εργάτη πατέρα που όμως έχει μικροαστική συνείδηση. Ο Ede, στην πορεία θα αναπτύξει μια υπέροχη σχέση φιλίας με την συνομήλική του τσιγγανοπούλα Unku, ενώ από τους κομμουνιστές θα διδαχθεί πώς λειτουργεί η καπιταλιστική εκμετάλλευση και ότι για την απόλυση του πατέρα του δεν φταίνε τα μηχανήματα, αλλά το ίδιο το σύστημα που θέλει την ύπαρξη ανέργων για εφεδρικό εργατικό δυναμικό.

Η ιστορία είναι πραγματικά πολύ σοβαρή, αλλά μέσα από την εξέλιξή της, μεταδίδεται στον αναγνώστη η αισιοδοξία. Το χιούμορ, οι έξυπνοι, πνευματώδεις διάλογοι, η ζεστασιά και η ανθρωπιά είναι βασικά στοιχεία του έργου, ενώ η πλοκή δεν παύει να είναι εξαιρετικά συναρπαστική.

Θα περίμενε κανείς, ότι είναι γραμμένη από κάποιον έμπειρο συγγραφέα. Και όμως, το παιδικό μυθιστόρημα “Ede und Unku”, ήταν το λογοτεχνικό ντεμπούτο, της Grete Weiskopf (ψευδώνυμο, Alex Wedding) και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, από τον κομμουνιστικό εκδοτικό οίκο “Malik Verlag”, στο Βερολίνο το 1931.

Εικόνα
Grete Weiskopf

Η εβραϊκής καταγωγής Grete Weiskopf (όνομα γέννησης Margarete Bernheim), πριν γίνει συγγραφέας, εργάστηκε ως στενογράφος, υπάλληλος βιβλιοπωλείου και σε εμπορικά καταστήματα. Ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και της Ένωσης Προλετάριων Επαναστατών Συγγραφέων, μιας από τις οργανώσεις που ίδρυσε ο Μπρεχτ στην περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Θα παντρευτεί, τον επίσης κομμουνιστή συγγραφέα, Franz Carl Weiskopf.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου φαίνονται τόσο αληθινοί, επειδή βασίζονται σε αληθινά πρόσωπα. Οι Weiskopf ζούσαν στο βόρειο τμήμα του Βερολίνου , στην περιοχή Reinickendorf  και η Grete έγινε φίλη με την δεκάχρονη τότε τσιγγανοπούλα Unku και την οικογένειά της. (Unku , στην πραγματικότητα Erna Lauenburg).

O μικρός Ede, ο φίλος του Klabundes, καθώς και ο κομμουνιστής (ήρωας και μάρτυρας της αντιφασιστικής αντίστασης) Τσέχος δημοσιογράφος Julius Fucik ήταν επίσης μέρη αυτού του πολύχρωμου κύκλου των φίλων της Grete.

To 1933 το ζεύγος Weiskopf έφυγε από τη ναζιστική πια Γερμανία και εν τέλει, κατέληξε στις ΗΠΑ, όπου έζησε μέχρι το τέρμα του πολέμου.

Όταν η Grete γύρισε από την εξορία, προσπάθησε να καταλάβει τι είχε συμβεί στους μικρούς της φίλους. Η τύχη της Unku, όπως και της οικογένειάς της παρέμεινε άγνωστη για πολλά χρόνια, μέχρι που η έρευνα αποκάλυψε την τρομερή αλήθεια.

Μόνο ένα από τα έντεκα Σίντι παιδιά που αναφέρονταν ονομαστικά στο βιβλίο της επέζησε. Η Erna Lauenburg χαρακτηρίστηκε ως «γύφτισσα», απελάθηκε τον Μάρτιο του 1943 στο Άουσβιτς όπου και δολοφονήθηκε.

Το βιβλίο της Grete, ήταν το πιο δημοφιλές παιδικό μυθιστόρημα στην πρώην Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. (Σε μια επίδειξη αυταρχικού αντιφασισμού και αντιρατσισμού, το SED - το κυβερνών κόμμα της ΓΛΔ - όρισε το βιβλίο ως υποχρεωτικό ανάγνωσμα των δημοτικών σχολείων). Γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις, ενώ αποτέλεσε τη βάση σεναρίου για ταινία της DEFA του 1981, με τίτλο: Als Unku Edes Freundin war (1981).

Zoom in (real dimensions: 800 x 549)Εικόνα
Στιγμή από την ταινία


Zoom in (real dimensions: 441 x 800)Εικόνα Εικόνα
Εξώφυλλα από τις διάφορες επανεκδόσεις στην πρώην ΓΛΔ.

Η Grete, έγραψε αργότερα πολλά βιβλία για τη νεολαία και αναδείχθηκε πρωτοπόρος της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας. Πέθανε το 1966 σε ηλικία 61 ετών και σήμερα, βρίσκεται θαμμένη στο «σοσιαλιστικό νεκροταφείο» στο Βερολίνο.


  
Ο Ότο και η Ούνκου.

 Από το: Οι Σίντι και Ρομά υπό το ναζιστικό καθεστως: Από τη "φυλετική έρευνα" στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1998. (Συλλογή INTERFACE).

Ο Ότο Σμίτ ήταν ένας από τους Σίντι καί Ρομά που το καλοκαίρι του 1938 εκτοπίστηκαν στο Μπούχενβαλντ. Ο εικοσάχρονος ζούσε με την οικογένεια του και τη δεκαοχτάχρονη έγκυο γυναίκα του, Ούνκου, στο στρατόπεδο Τσιγγάνων του Μάγκντεμπουργκ. Εκεί τον συνέλαβαν στις 13 Ιουνίου ως φυγόπονο, δεδομένου ότι οι εθνικοσοσιαλιστές δε θεωρούσαν σταθερή εργασία την εξάσκηση ενός πλανόδιου επαγγέλματος ειδικά όσον αφορούσε στους Σίντι και Ρομά. Η τυπική αιτιολόγηση για την εισαγωγή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης είχε στην περίπτωσή του, όπως άλλωστε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ως εξής:

 

«Ο Σμιτ δεν είχε σταθερή εργασία, αφότου τελείωσε το σχολείο. Ούτε προσπάθησε ποτέ πραγματικά να βρει δουλειά. Περιφερόταν πάντα σαν Τσιγγάνος στη χώρα. Ο Σμιτ πρέπει επομένως να χαρακτηριστεί φυγόπονος».

Η μάνα του προσπάθησε επανειλημμένος να τον βγάλει από το στρατόπεδο. Έτσι, σε μία απ’ τις προσπάθειές της έγραψε το Σεπτέμβριο του 1942 στο διοικητή του στρατοπέδου του Μπούχενβαλντ:

«Θέλω να σας παρακαλέσω, αν σας είναι εύκολο, ν’ αφήσετε ελεύθερο τον γιο μου Ότο Σμιτ, διότι ο μεγαλύτερος γιος μου Βίλχελμ Λάουμπινγκερ πέθανε εκεί και μαζί μου έχω μόνο έναν ακόμη γιο, ο οποίος έχει, δυστυχώς ένα σακατεμένο χέρι και έτσι δεν μπορεί να με φροντίσει. Δεν έχω υποστήριξη από πουθενά και δε θέλω να γίνομαι βάρος στο κράτος. Η ίδια δεν είμαι, ικανή να δουλέψω λόγω της αρρώστιας μου. Θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι κι ο άντρας μου και ένας άλλος γιος μου βρίσκονται κι αυτοί σε ένα στρατόπεδο, στο Νάτσβαϊλερ»

Ωστόσο, μόνο λίγοι εκτοπισμένοι φυλακισμένοι με μαύρο τρίγωνο αποφυλακίστηκαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ιδιαίτερα μετά την διάταξη του Ιουνίου του 1940 δεν υπήρχε καμία πιθανότητα για τον Όττο Σμιτ να αποφυλακιστεί. Με περιπαικτική και αδιάφορη υπηρεσιακά γλώσσα απορρίπτεται, το αίτημα της Αουγκούστε Λάουμπινγκερ:

«Σας έχουμε ήδη ανακοινώσει ρητώς ότι θα πρέπει να πάρετε απόσταση από περαιτέρω αιτήσεις, δεδομένου ότι το ζήτημα της αποφυλάκισης θα εξεταστεί εν ευθέτω χρόνω από την υπηρεσία. Σας απευθύνω και πάλι επείγουσα έκκληση όπως παραιτηθείτε από άλλες αιτήσεις, δεδομένου ότι στο μέλλον δε θα είναι δυνατόν να σταλεί απάντηση σε αυτές».

Λίγες εβδομάδες αργότερα, το Νοέμβριο του 1942, η μητέρα του Ότο λαμβάνει από το Μπούχενβαλντ την είδηση του θανάτου του. Την πληροφορούν ότι ο γιος της πέθανε από πνευμονία. Με τέτοιου είδους αναληθείς δηλώσεις σχετικά με τα αίτια θανάτου τα Ες Ες κάλυπταν τα εγκλήματά τους εις βάρος των φυλακισμένων. Με ποιον τρόπο αφαιρέθηκε η ζωή του Ότο Σμιτ στο Μπούχενβαλντ, μάλλον δε θα σταθεί ποτέ δυνατόν να εξακριβωθεί.

Τα Ες Ες, πάντως, προσπαθούσαν να δίνουν προς τα έξω μία γραφειοκρατικά ορθή εικόνα. Οι συγγενείς δεν επιτρεπόταν, δήθεν για λόγους υγιεινής, να δουν τη σορό, αλλά είχαν δικαίωμα να αξιώσουν μία τεφροδόχο με την τέφρα του. Η μητέρα έλαβε το Δεκέμβριο του 1942 τα πράγματα του γιου της: 48,50 μάρκα του Ράιχ, ένα ζευγάρι σκαρπίνια, κάλτσες, ένα παντελόνι, ένα σώβρακο, ένα σακάκι, ένα πουκάμισο και τρία έγγραφα. Λίγους μήνες αργότερα ακολούθησε η εκτόπιση των υπολοίπων μελών της οικογένειας του Ότο Σμιτ. Την 1η Μαρτίου του 1943 ένα τρένο τους μετέφερε από το Μάγκντεμπουργκ στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβίτς-Μπίρκεναου. Η γυναίκα του Ότο Σμιτ, Ούνκου και η μικρή του κόρη, πέθαναν εκεί τους επόμενους μήνες. H Ούνκου, η μικρή του κόρη και πολλοί άλλοι συγγενείς του, πέθαναν εκεί τους επόμενους μήνες.


Εικόνα
Η Unku, φωτογραφημένη από τον Hanns Weltzel (1910-1952). Journal of the Gypsy Lore Society.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Η Λαϊκή Δικαιοσύνη στην Κατοχή


1945, ήττα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Αθήνα, Συμφωνία της Βάρκιζας και Λευκή Τρομοκρατία ενάντια στους αγωνιστές της εαμικής Εθνικής Αντίστασης 1941-1944. Παράλληλα, έναρξη μιας γιγάντιας προσπάθειας κατασυκοφάντησης της Αριστεράς και του εθνικοαντιστασιακού κινήματος.

Μέσα στην φιλολογία περί «σφαγέων ελασιτών» και στα «κονσερβοκούτια», που δέσποζαν στον τύπο της εποχής, μέσα στην περίοδο της πιο μαύρης αντίδρασης, εκδίδεται ένα νομικό βιβλίο, με τίτλο «Λαϊκή Δικαιοσύνη εις τας ελευθέρας περιοχάς της υπό κατοχήν Ελλάδος». Το βιβλίο είναι μια επιστημονική εργασία, στην οποία επιχειρείται η κριτική αποτίμηση του θεσμού της Λαϊκής Δικαιοσύνης, όπως αυτός αναδείχθηκε στις περιοχές της χώρας, που κατά την περίοδο της Κατοχής, ελέγχονταν από την εαμική εξουσία. Παράλληλα, στο έργο αυτό, έγινε μια συστηματική και αξιόλογη προσπάθεια συγκέντρωσης και ταξινόμησης του σχετιζόμενου αρχειακού υλικού. Το βιβλίο προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, αφού συγγραφέας του ήταν ένας συντηρητικός νομικός και ακαδημαϊκός που ουδέποτε είχε κάποια σχέση με το κίνημα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ή και την Αριστερά γενικότερα. Διετέλεσε γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης το 1945 και το 1950, υπουργός Εργασίας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Θεοτόκη. Ιδιαίτερη αξία είχαν τα πορίσματα της μελέτης, όπου ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι η λειτουργία του θεσμού ήταν σύμφωνη με την κλασική παράδοση περί δικαίου και έχει σημαντικές ομοιότητες με παρόμοιους θεσμούς που αναπτύχθηκαν στην εποχή της Τουρκοκρατίας. 

Παραθέτω την βιβλιοκριτική του Ηλία Τσιριμώκου στη «Σοσιαλιστική Επιθεώρηση» (φύλλο 4-5, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1945). Η «Σοσιαλιστική Επιθεώρηση», ήταν το μηνιαίο θεωρητικό όργανο της ΕΛΔ-ΣΚΕ.

Μεγάλος έπαινος ανήκει στον κ. Δ. Ζέπο. Μέσα στην ατμόσφαιρα παράφορου φανατισμού της Δεξιάς και γενικής προσπάθειας κατεξευτελισμού του Κινήματος Εθνικής Αντιστάσεως, εκείνος, μολονότι δεν υπήρξε Εαμίτης, κατέγινε σε μια επιστημονική εργασία πάνω στο ζήτημα της Λαϊκής Δικαιοσύνης. Βέβαια το έργο του δεν πιάνει το ζήτημα σ’ όλη του την έκταση και σ' όλο του το βάθος. Κυριολεχτικά περιορίζεται να δώση επιστημονικά ταχτοποιημένο το σχετικό υλικό. Να θέση το πρόβλημα. Δεν παύει πάντως η Εργασία του να είναι πολύτιμη και άξια για τον πιο μεγάλο έπαινο. Στο θέμα αν στην Ελεύθερη Ελλάδα, σ’ όλο αυτό το διάστημα υπήρξε Επανάσταση που επεκράτησε (θέμα που ανέλυσε στο 1ο φύλλο της ΣΟΣΕΠ, ο καθηγητής Σβώλος και το τοποθέτησε κατά τρόπο οριστικό), ο κ. Ζέπος προτιμάει να δώση μία λύση όσο μπορεί πιο συντηρητική ας πούμε. Δέχεται βέβαια πώς έγινε επανάσταση εναντίον των Αρχών Κατοχής και των Κουίσλιγκ, αλλά δεν νομίζει ότι ισχύει το ίδιο έναντι του επισήμου Κράτους (Κυβέρνηση Καΐρου). Και είναι βέβαια αλήθεια πως υπήρχαν ιδιόρρυθμες σχέσεις Καΐρου - Βουνού, αφού η Κυβέρνηση Καΐρου περιοριζόταν να άρχει στη Μέση Ανατολή, αφήνοντας την κυριαρχία της Ελεύθερης Ελλάδας στους αντάρτες — ενώ το αντάρτικο και αργότερα η ΠEEA περιορίζονταν να άρχουν στην Ελεύθερη Ελλάδα χωρίς να κηρύξουν έκπτωτο το Γεώργιο και την κυβέρνησή του — μα αυτή η «δυαρχία», που, άλλωστε, οι δύο εξουσίες την ασκούσαν σε διαφορετικά εδάφη, δεν αλλάζει το χαρακτήρα της Επανάστασης. Τα υπόλοιπα ανάγονται στην καθαρά πολιτική σφαίρα (χαρακτήρας του απελευθερωτικού αγώνα, ενωτικές προθέσεις του ΕΑΜ κλπ.), που η εξέτασή τους δεν έχει θέση εδώ.

Οπωσδήποτε — Επανάσταση η ιδιόρρυθμη ντε φάκτο κατάσταση — ο κ. Ζέπος δεν θεωρεί, και αυτό είναι το ουσιώδες, ότι οι θεσμοί που δημιουργήθηκαν έχουν μία απλή αξία επιστημονικής «περιέργειας». Δέχεται πως εκεί επάνω δημιουργήθηκαν κανόνες δικαίου κλπ. έγκυροι για το όσο διάστημα ίσχυσαν και που τα αποτελέσματα τους δεν μπορούν ν’ ανατραπούν παρά από νέους κανόνες δικαίου. Έτσι δεν ολισθαίνει στην «αντιποίηση αρχής» όπου έφτασαν μερικά δικαστικά συμβούλια και δικαστήρια, ατιμάζοντας και το δικό τους όνομα και το έθνος.

Βέβαια οι θεσμοί που γεννήθηκαν στην Ελεύθερη Ελλάδα είναι ατελείς. Δημιουργήθηκαν, έθεσαν το πρόβλημα (και κέρδισαν τη λύση) στη λαϊκή συνείδηση, και καθιέρωσαν οριστικά τη δημοτική γλώσσα. Υπάρχουν σήμερα νόμοι και δικαστικές αποφάσεις στη γλώσσα του λαού. Αυτό αποτελεί μεγίστη λαϊκή νίκη. Κανένας δεν αγνοεί πως η λαϊκή γλώσσα όλων των ευρωπαϊκών λαών καθιερώθηκε από τη στιγμή που οι νόμοι και οι δικαστικές αποφάσεις γραφήκαν σ' αυτή τη γλώσσα. Τούτο είναι οριστικό. Και ο λαός περιμένει την ώρα που οι Αρχές του Ψηφίσματος του Εθνικού Συμβουλίου, έτσι που είναι γραμμένες στη δημοτική, θα γίνουν άρθρα του νέου Συντάγματος της Ελλάδας. Κατά τα άλλα υπάρχει έργο για το μέλλον. Αληθινά και στα τρία ερωτήματα που μπαίνουν επ’ αφορμή της Δικαιοσύνης — α) ποιός δικάζει, β) πώς δικάζει, γ) τι νόμο εφαρμόζει — μόνο προσωρινές απαντήσεις δόθηκαν ως τώρα, και (το πιο ουσιαστικό, το αληθινά μεγαλειώδικο) η γενική κατεύθυνση.



Στο πρώτο ερώτημα δεν δόθηκε η οριστική απάντηση κυρίως γιατί δεν λειτούργησαν στην Ελεύθερη Ελλάδα όλα τα δικαστήρια σ’ όλη την κλίμακα της ιεραρχίας. Στο τρίτο ερώτημα δεν δόθηκε η οριστική απάντηση γιατί τα όρια που έθεσε στον εαυτό της η Εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση δεν της επέτρεψαν να προχωρήση σε βαθύτερο μεταρρυθμιστικό νομοθετικό έργο. Η δε πρώτη αρχή που εφαρμόστηκε (ότι όλος ο κόσμος νομίζει ορθό και δίκαιο) ούτε σαν αρχή (αρχή άγραφου δικαίου) μπορούσε να καθιερωθή ούτε και ριζοσπαστικά αποτελέσματα μπορούσε να δώση (προσκόλληση στην παράδοση). Εκεί όμως που δόθηκε η οριστικώτερη, ας πούμε, απάντηση, ήταν στο δεύτερο ερώτημα. Πραγματικά η απόδειξη δόθηκε, η κατάχτηση έγινε: άμεση απονομή της δικαιοσύνης, ουσιαστική, ζωντανή κρίση, απαλλαγή απ’ την τυπολατρία, απ’ την δικονομική στρεψοδικία κλπ.

Βεβαίως δεν είναι η θέση εδώ ν’ αναλύσουμε τις απόψεις μας για την παραπέρα εξέλιξη των θεσμών που θεμελιώθηκαν μες τη φωτιά της μάχης εναντίον του κατακτητή. Οι επιστήμονες που νιώθουν τον παλμό της λαϊκής αναδημιουργίας πρέπει να βαλθούν με ζέση στο έργο. Και, πιστεύουμε πως θα μας δοθούν εργασίες βαθειάς ανατομίας του τι έχει γίνει και εργασίες πάνω στο τι πρέπει αύριο να γίνη. Το θέμα δεν είναι απ’ τα δευτερότερα. Και κανείς κόπος δεν είναι υπερβολικός αν κάτι μπορεί να εισφέρη στην οικοδόμηση των θεσμών της Λαϊκής Δημοκρατίας. Γιατί αυτούς τους θεσμούς ποθεί, γι’ αυτούς πάσχει και αγωνίζεται σήμερα ο λαός.


Διαβάστε τη μελέτη στο SCRIBD. Το βιβλίο έχει εκδοθεί άλλη μια φορά, το 1986, από το «Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης». Προλογίζει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ενώ υπάρχει και ένας σύντομος επίλογος των ιστορικών Ν. Παπαντωνίου και Νίκου Σβορώνου.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Η 4η Αυγούστου 1936 και η επικαιρότητα του Δημήτρη Σάρλη

Ο Ριζοσπάστης της περασμένης Κυριακής (20.10.2013), περιείχε ένα ιστορικό ένθετο με τίτλο «Πώς ο αστικός πολιτικός κόσμος ανέδειξε το 1936 το φασίστα Ι. Μεταξά στην κυβερνητική εξουσία». Στην πραγματικότητα (αν εξαιρέσουμε τη βραχεία εισαγωγή που αναφέρεται στα γεγονότα της «Χρυσής Αυγής» και των σχέσεων της νεοναζιστικής οργάνωσης με το αστικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα εξουσίας), πρόκειται για αναδημοσίευση ενός άρθρου του Μάκη Μαΐλη στην ΚΟΜΕΠ (πριν από 12 έτη, τ.4-2001), με τίτλο, «Ο αστικός πολιτικός κόσμος και η 4η Αυγούστου».

[Για την ιστορική ακρίβεια, πρέπει να πούμε ότι ο πρώτος που κατέδειξε με εκτενή ανάλυση τις τρομερές ευθύνες του αστικού πολιτικού και οικονομικού μπλοκ εξουσίας στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, ήταν ο ιστορικός και δημοσιογράφος της Αριστεράς, Σπύρος Λιναρδάτος. Το 1965 ο εκδοτικός οργανισμός της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) «Θεμέλιο» κυκλοφορεί το βιβλίο του «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου». Το συγκεκριμένο έργο θα αποτελέσει σημείο τομής στην ελληνική ιστοριογραφία. Για πρώτη φορά και με μαρξιστική μεθοδολογία αμφισβητούνται οι θέσεις των αστικών πολιτικών κομμάτων για τα αίτια της μεταξικής δικτατορίας. Ο συγγραφέας, όμως δεν αρκείται μονάχα σε αυτό, αλλά τονίζει και την μεγάλη τους ευθύνη για το βενιζελικό πραξικόπημα του 1935 που αποτέλεσε τον προθάλαμο της 4ης Αυγούστου. Για να κατανοηθεί το μέγεθος της αντίδρασης που δημιούργησε το παρόν βιβλίο, αρκεί να σημειωθεί ότι οι βιβλιοκριτικές της εποχής γράφτηκαν όχι σε ιστορικές επιθεωρήσεις, αλλά σε πολιτικά περιοδικά].

Η καινούργια ανάγνωση του ιστορικού αφιερώματος του «Ριζοσπάστη», προκαλεί μια σειρά από εκπλήξεις, ιδία όσο αφορά τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε. Μια άκρως αναθεωρητική μεθοδολογία, που σκοπό έχει, ερμηνεύοντας επιλεκτικά την πολιτική του ΚΚΕ και των αστικών κομμάτων της περιόδου εκείνης, να «ευλογήσει» το σεχταρισμό που διακρίνει την πολιτική του ΚΚΕ του σήμερα .

Θα μπορούσε κάποιος σχολαστικός αναγνώστης να «ξεσκονίσει» το κείμενο παράγραφο προς παράγραφο, λέξη προς λέξη και να γράψει σχετικά. Για παράδειγμα, αποσιωπείται τελείως η θετική σημασία που είχε για το κίνημα το «σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα», όπου προβλεπόταν η συνεργασία των φιλελευθέρων και των κομμουνιστών στη Βουλή που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του Γενάρη του 1936. Ένα τίμιο σύμφωνο, με αμοιβαία ανταλλάγματα και παραχωρήσεις. Το σύμφωνο με ευθύνη της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος των φιλελευθέρων δεν εφαρμόστηκε τελικά, αλλά το ΚΚΕ το δημοσιοποίησε, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη συνεργασία της Αριστεράς και των δημοκρατικών πολιτών που ακολουθούσαν το Κέντρο μέσα στην πραγματική Κοινωνία, μια συνεργασία που θα ολοκληρωθεί εντυπωσιακά στην περίοδο της Κατοχής και το σχηματισμό του εαμικού κοινωνικού μπλοκ.

Παρ’ όλα αυτά, θα περιοριστούμε μόνο στη στάση του ΚΚΕ απέναντι στο βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935 και την θέση του συγγραφέα του άρθρου απέναντι σε αυτήν.

Τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά: Την 1η Μαρτίου του 1935, εκδηλώθηκε βενιζελικό στρατιωτικό πραξικόπημα, με σκοπό την ανατροπή του ρεβανσιστικού κράτους της Δεξιάς, που εγκαθιδρύθηκε μετά τις εκλογές του 1933 και τη νίκη του Λαϊκού Κόμματος. Ο ίδιος ο Βενιζέλος που ηγήθηκε του κινήματος, θεωρούσε ότι η ηθική δικαίωση του πραξικοπήματος, συνίστατο στην προσπάθεια διάσωσης της αβασίλευτης δημοκρατίας και στην παρεμπόδιση της παλινόρθωσης της δυναστείας των Γλύξμπουργκ, που δρομολογείτο με την πολιτική της Δεξιάς.Το Κίνημα απέτυχε παταγωδώς. Αφενός ήταν κακώς οργανωμένο από στρατιωτικής απόψεως και αφετέρου βρήκε ελάχιστη υποστήριξη από τον λαό. Η αντιλαϊκή πολιτική που άσκησε ο Βενιζέλος στις τελευταίες  κυβερνήσεις του, στην περίοδο 1928-1933, τού στέρησαν την λαϊκή υποστήριξη που είχε στο παρελθόν.

Το ΚΚΕ αντιτάχθηκε στο Κίνημα των Βενιζέλου-Πλαστήρα, θεωρώντας το φασιστικό. Δεν έμεινε αντίθετο μόνο στα λόγια, αλλά πέρασε και στην πράξη. Στις 26 Φλεβάρη του 1935, λίγες ημέρες πριν το κίνημα εκδηλωθεί, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει μια επιστολή ενός «αντιφασίστα» ανώτερου αξιωματικού, στην οποία αναφέρονται εντυπωσιακές λεπτομέρειες για το σχεδιασμό του πραξικοπήματος, για τα σχέδια των βενιζελικών αξιωματικών, κλπ.


Tο ΚΚΕ, κάλεσε τον λαό να κατέβει στους δρόμους, να αντιδράσει ενάντια στο «βενιζελοπλαστηρικό, στρατιωτικοφασιστικό» κίνημα. Η στάση του απέναντι στο σχεδιαζόμενο πραξικόπημα δεν έμεινε χωρίς αντιδράσεις, ακόμα και μέσα στο ίδιο το κόμμα, αφού πολλά στελέχη και μέλη του, δεν πείστηκαν για τον αντιδραστικό χαρακτήρα της βενιζελικής κίνησης. Ενδεικτικά, οι οργανώσεις της Θεσσαλονίκης και Μυτιλήνης, υποστήριξαν τελικά το Κίνημα ως αντιμοναρχικό. Μια εκ των προτέρων πολιτική διαφωνία, η οποία όχι μόνο δεν συζητήθηκε εσωκομματικά, αλλά χτυπήθηκε αλύπητα από την ηγεσία.

Επρόκειτο για ένα κολοσσιαίο πολιτικό σφάλμα. Η λεγόμενη βενιζελική παράταξη, ήταν βέβαια ανομοιογενής, με πολλά δεξιά, ακόμα και φιλοφασιστικά στοιχεία στην ηγεσία της. Η πλειοψηφία όμως των κατωτέρων και μεσαίων αξιωματικών που συμμετείχαν στην κίνηση, ήσαν φιλελεύθεροι, δημοκρατικοί αξιωματικοί, συμπαθούντες την Αριστερά, που επιχείρησαν απεγνωσμένα να διασώσουν το Πολίτευμα. Δεν ήσαν φασίστες ο Σαράφης, οι αδελφοί Τσιγάντε, ο Βολάνης και τόσοι άλλοι αξιωματικοί που πρωτοστάτησαν στο κίνημα αυτό, κινούμενοι από αγνές προθέσεις, προκειμένου να ανακόψουν την πορεία προς την παλινόστηση του Γεωργίου Β' και την δικτατορία.

Το μέγεθος του λάθους, φάνηκε εκ του αποτελέσματος. Οι φιλομοναρχικοί κέρδισαν και κυνήγησαν άγρια όχι μόνο τους βενιζελικούς, αλλά και τους κομμουνιστές, παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι είχαν ταχθεί ενάντια στο πραξικόπημα. Ο «Ριζοσπάστης» έκλεισε, συνελήφθηκαν πάνω από 500 κομμουνιστές, ενώ το κόμμα πέρασε στην παρανομία. Η αποτυχία του πραξικοπήματος, θα σημαδέψει την ιστορική ζωή της χώρας. Η 1η Μάρτη του 1935, είναι μια ημερομηνία ορόσημο, όπου στην Ελλάδα θα εγκατασταθεί το φαύλο κράτος της Δεξιάς, ένα κράτος που θα ταλανίσει την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πνευματική ζωή της χώρας για περίπου πενήντα χρόνια.  
Από το καλοκαίρι του 1935 και μετά, σχεδόν σε όλα τα κομματικά ντοκουμέντα τονίζεται η ανάγκη προσεταιρισμού των αντιμοναρχικών κομμάτων και δημιουργίας μετώπου με τους δημοκρατικούς αξιωματικούς, προκειμένου να αποφευχθεί η μοναρχοφασιστική δικτατορία, κάτι που όπως είναι γνωστό δεν επιτεύχθηκε:

«Με βάση τη λαϊκή δημοκρατική πλατφόρμα του διωξίματος Κονδύλη και του μοναρχισμού, της αποκατάστασης της Δημοκρατίας, των δημοκρατικών θεσμών και ελευθεριών και της διεξαγωγής λέφτερου και ανόθευτου δημοψηφίσματος και με τη χρησιμοποίηση κοινοβουλευτικών και εξωκοινοβουλευτικών μέσων, να δημιουργεί κοινό μέτωπο όλων των κομμάτων και του λαού μαζί, οργανώσεων και των δημοκρατικών, αντιδικτατορικών δυνάμεων του στρατού». («Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τχ. 16, 21.11.1935).

Κάπως ειρωνικό, αφού δεν πέρασε ένας χρόνος και αναζητείται συμμαχία με τους δημοκρατικούς αξιωματικούς, αυτοί που τον Μάρτη, ήσαν για το ΚΚΕ βενιζελοπλαστηρικοί φασίστες. 
Τον Δεκέμβριο του 1935, στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ, θα καταδικαστεί η στάση του κόμματος, απέναντι στο βενιζελικό κίνημα και θα εγκαταλειφθεί οριστικά η «διμέτωπη πάλη» και το σύνθημα για μια «σοβιετική Ελλάδα»:

« … το Συνέδριο υπογραμμίζει τις σεχταριστικές ταλαντεύσεις που υπήρχαν μέσα στην ίδια την καθοδήγηση του Κόμματος, πράγμα που εμπόδισε την έγκαιρη και αποφασιστική πραγματοποίηση του δημοκρατικού-αντιφασιστικού συνασπισμού …».
Στις δεκαετίες που πέρασαν, η πολιτική του ΚΚΕ και η στάση του απέναντι στο βενιζελικό κίνημα του 1935, πέρασε στην κομματική ιστορία, σαν ένα σεχταριστικό λάθος, ένα λάθος αριστερού χαρακτήρα (ο Κατσούλης αποφεύγει να το ονομάσει έτσι, αλλά το αποδίδει σε επαναστατικό ρομαντισμό, κατάλοιπο των προηγούμενων ηρωικών δεκαετιών και στην σχετική πολιτική ανωριμότητα της ηγεσίας, που δεν επέτρεπαν στο Κόμμα να ασκήσει ρεαλιστική πολιτική - πάντως η ουσία είναι μία).

Και όμως, το 2001, ο Μάκης Μαϊλης, στο άρθρο του στην ΚΟΜΕΠ, υπερασπίζεται την πολιτική του ΚΚΕ τον Μάρτιο του 1935, χαρακτηρίζοντάς την σωστή, κάτι που εννοείται δεν άλλαξε στην επανατύπωση του άρθρου στο ιστορικό ένθετο του «Ριζοσπάστη» της περασμένης Κυριακής:

«Το ΚΚΕ έκανε πολύ σωστά που κατήγγειλε κάθε απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος, απ' όποια πλευρά κι αν προερχόταν. Αυτή τη στάση κράτησε και στο αποτυχημένο κίνημα της 1ης Μάρτη 1935. Και επικρίθηκε στη συνέχεια, από διάφορες πλευρές, επειδή ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε πληροφορίες για το πραξικόπημα, προτού αυτό εκδηλωθεί! Έπρεπε, σύμφωνα με τους επικριτές, να το υποστηρίξει επειδή προερχόταν από το «κέντρο» και στρεφόταν κατά της «δεξιάς»!
Στρεφόταν κατά του λαού! Κατά της «δεξιάς» στρεφόταν μόνο στη βάση του ποιος θα διαχειρίζεται την εξουσία. Και, βεβαίως, ο καυγάς για τη διαχείριση της εξουσίας ουδέποτε απετέλεσε αντικειμενικό κριτήριο για τις προθέσεις και το φιλολαϊκό χαρακτήρα της πολιτικής κάθε κόμματος.
Επιβεβαιώνεται αυτό από την πολιτική των «κεντρώων» κυβερνήσεων, που συναγωνίστηκαν και πολλές φορές ξεπέρασαν τις «δεξιές» στην επίδειξη αγριότητας κατά του εργατικού και λαϊκού κινήματος και του ΚΚΕ. «Και δεν είναι τυχαίο ότι το σύνθημα για τη φυσική εξόντωση των κομμουνιστών το έδωσε ο μεγαλύτερος ηγέτης του ελληνικού αστισμού, ο Βενιζέλος (...)»,


για να συνεχιστεί το αφιέρωμα με τις γνωστές αναφορές στον «Πειθαρχικό Ουλαμό Καλπακίου», που δημιούργησε η βενιζελική παράταξη, στον οποίο ως γνωστό δεινοπάθησαν δεκάδες αριστεροί και δημοκρατικοί φαντάροι.

Το ΚΚΕ, αναθεωρεί και γράφει ξανά την κομματική ιστορία, με βάση τη σημερινή πολιτική του, την πολιτική της «συμμαχίας» μόνο με τον εαυτό του και την άρνηση συνεργασίας με οποιαδήποτε άλλη οργάνωση της Αριστεράς.

Είναι άκρως ενδεικτική, αλλά και διδακτική η βιβλιογραφία που παραθέτει ο συγγραφέας του άρθρου: Δαφνής, Λιναρδάτος, Πυρομάγλου, Βεντήρης, κλπ. Ακόμα και ο Ελεφάντης αναφέρεται, προκειμένου να υποστεί κριτική. Στην βιβλιογραφική αναφορά, είναι εντυπωσιακή η απουσία ενός μεγάλου ιστορικού έργο για τη συγκεκριμένη περίοδο. Ενός έργου, που ο συγγραφέας του ήταν μαρξιστής και στέλεχος του ΚΚΕ. Μιλάμε για το περίφημο βιβλίο του Δημήτρη Σάρλη, «Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού», τελευταία έκδοση από τη Σύγχρονη Εποχή, το 1987.

Ας αφήσουμε τον αξέχαστο «καπετάν Αχιλλέα», τον Δημήτρη Σάρλη δηλαδή, να απαντήσει στον Μάκη Μαΐλη:

«Απ’ όλα όσα ειπώθηκαν πιο πάνω για τα γεγονότα της 1ης του Μάρτη 1935, βγαίνει το συμπέρασμα ότι τα γεγονότα αυτά αποτελούσαν ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στο αστικό δημοκρατικό πολίτευμα και τη μοναρχία και, σε τελευταία ανάλυση, ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό. Παρά τις επιδιώξεις του Βενιζέλου και του Πλαστήρα, το κίνημα του 1935 είχε βασικά δημοκρατικό και αντιμοναρχικό χαραχτήρα. Η νίκη του κινήματος αυτού θα αποτελούσε ένα σοβαρό χτύπημα κατά του μοναρχοφασισμού, θα έκανε αδύνατη την παλινόρθωση της μοναρχίας, αυτής της εστίας της πιο μαύρης Αντίδρασης, και με τον τρόπο αυτό αντικειμενικά θα δημιουργούσε καλύτερες συνθήκες για την ανάπτυξη της πάλης της εργατικής τάξης και όλων των προοδευτικών δυνάμεων». (σελίδα 239).

Και παρακάτω:

«Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι κομμουνιστές πάντα ωθούνταν από τα καλύτερα αντιμοναρχικά και αντιφασιστικά, δημοκρατικά ελατήρια, στη δοσμένη περίπτωση με την πολιτική τους ζημίωσαν αντικειμενικά τα συμφέροντα της πάλης για τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό.
Τόσο η αποκάλυψη της προετοιμασίας του κινήματος και του σχεδίου δράσης των ηγετών του από το «Ριζοσπάστη», όσο και η ταχτική της πάλης στα δύο μέτωπα με κατεύθυνση του κυρίου χτυπήματος ενάντια στο κίνημα, αντικειμενικά έπαιζαν το παιγνίδι των μοναρχικών και φασιστικών δυνάμεων».

Και επειδή στα τελευταία δέκα χρόνια, σχεδόν σε όλα τα ιστορικά αφιερώματα των κομματικών εντύπων στην περίοδο 1928-1936, επαναλαμβάνεται με τρόπο μονότονο και κουραστικό, ο περίφημος διάλογος Πλαστήρα-Βενιζέλου, πριν το πλαστηρικό κίνημα του 1933, όπου οι ηγέτες του Κέντρου, εκφράζονται ευμενώς για τον Μουσολίνι:

Πλαστήρας: «Χάνουμε τας Αθήνας! Θα γίνουν ταραχές, συλλήψεις βενιζελικών, δολοφονίες και Κύριος οίδε τι άλλο! Γι' αυτό εγώ σκέπτομαι να πάω στους συνοικισμούς, να εξεγείρω τους πρόσφυγας και να τους φέρω εις την πόλιν για να ζητήσουν την εγκαθίδρυσιν δικτατορίας. Θα κάμουμε ότι και στην Ιταλία, που, χάρις στο φασισμό, προοδεύει».

κλπ, κλπ,

αξίζει να δώσουμε πάλι τον λόγο στον Δημήτρη Σάρλη:

«Οι κομμουνιστές δεν μπορούν και δεν πρέπει να καθορίζουν τη θέση τους απέναντι σε τούτο ή εκείνο το πολιτικό κόμμα ή μπλοκ κομμάτων, ξεκινώντας αποκλειστικά και μόνο από τις απόψεις και επιδιώξεις ξεχωριστών ηγετών αυτού του κόμματος ή αυτού του μπλοκ κομμάτων, γιατί σε τέτοια περίπτωση η πολιτική του δοσμένου κομμουνιστικού κόμματος σε τελευταία ανάλυση θα καθοριζόταν από τους αντιδραστικούς αυτούς ηγέτες».