Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Ο Έντε, ο Ότο και η Ούνκου

 Ο ¨Εντε και η Ούνκου

«Δεν θα μπορούσε να είναι εδώ ο πατέρας σας, είναι στην δουλειά. Παρασκευή έχουμε σήμερα !», είπε η κυρία Sparrow, πιο πολύ για να το ακούσει η ίδια, παρά να απαντήσει στην ερώτηση των παιδιών. Αφού γύρισε τις πατάτες στο ταψί, σκούπισε τα σκασμένα χέρια της με το χαρτί της κουζίνας και κάθισε στενάζοντας ελαφριά στο τραπέζι, περιμένοντας να ολοκληρωθεί το ψήσιμο.

Έτσι αρχίζει το κλασικό παιδικό μυθιστόρημα “Ede und Unku”, της Alex Wedding.

Όταν ο μεταλλωρύχος κύριος Sparrow, γυρίζει επιτέλους στο σπίτι εκείνο το βράδυ, είναι σε εξαιρετικά κακή διάθεση. Τα νέα δεν είναι ευχάριστα και αφορούν ολόκληρη την οικογένεια και τη γαλήνη της. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του ωραρίου του, πληροφορήθηκε την απόλυσή του.

«Δεν μπορώ να καταλάβω αυτόν τον κόσμο», λέει. «Ανέκαθεν υπηρετούσα τα συμφέροντα της εταιρείας, ακόμα και στην μεγάλη απεργία, εγώ δούλεψα κανονικά».

Αν οι γονείς είναι απελπισμένοι, τα παιδιά πρέπει να δώσουν την λύση. Ο δωδεκάχρονος Ede Sparrow, έχει μερικές καλές ιδέες για το πώς μπορεί να βοηθήσει την οικογένειά του. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να βοηθήσει δουλεύοντας ως διανομέας φυλλαδίων (paperboy). Αλλά, αυτό θα γίνει μόνο με την υποστήριξη των φίλων του. Ο Ede έχει φίλους κομμουνιστές, αλλά ακόμα και τσιγγάνους, γεγονός που θα τον κάνει να εισπράξει αρκετές φάπες από τον πατέρα του – κάτι όμως που δεν θα τον πτοήσει. Οι τσιγγάνοι θα του δώσουν το ποδήλατο που χρειάζεται, προκειμένου να κάνει αυτήν την δουλειά.

Εικόνα Εικόνα

Η ιστορία συνεχίζεται. Τα παιδιά σταδιακά χειραφετούνται από την αυστηρή πατριαρχική οικογένεια και τον εργάτη πατέρα που όμως έχει μικροαστική συνείδηση. Ο Ede, στην πορεία θα αναπτύξει μια υπέροχη σχέση φιλίας με την συνομήλική του τσιγγανοπούλα Unku, ενώ από τους κομμουνιστές θα διδαχθεί πώς λειτουργεί η καπιταλιστική εκμετάλλευση και ότι για την απόλυση του πατέρα του δεν φταίνε τα μηχανήματα, αλλά το ίδιο το σύστημα που θέλει την ύπαρξη ανέργων για εφεδρικό εργατικό δυναμικό.

Η ιστορία είναι πραγματικά πολύ σοβαρή, αλλά μέσα από την εξέλιξή της, μεταδίδεται στον αναγνώστη η αισιοδοξία. Το χιούμορ, οι έξυπνοι, πνευματώδεις διάλογοι, η ζεστασιά και η ανθρωπιά είναι βασικά στοιχεία του έργου, ενώ η πλοκή δεν παύει να είναι εξαιρετικά συναρπαστική.

Θα περίμενε κανείς, ότι είναι γραμμένη από κάποιον έμπειρο συγγραφέα. Και όμως, το παιδικό μυθιστόρημα “Ede und Unku”, ήταν το λογοτεχνικό ντεμπούτο, της Grete Weiskopf (ψευδώνυμο, Alex Wedding) και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, από τον κομμουνιστικό εκδοτικό οίκο “Malik Verlag”, στο Βερολίνο το 1931.

Εικόνα
Grete Weiskopf

Η εβραϊκής καταγωγής Grete Weiskopf (όνομα γέννησης Margarete Bernheim), πριν γίνει συγγραφέας, εργάστηκε ως στενογράφος, υπάλληλος βιβλιοπωλείου και σε εμπορικά καταστήματα. Ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και της Ένωσης Προλετάριων Επαναστατών Συγγραφέων, μιας από τις οργανώσεις που ίδρυσε ο Μπρεχτ στην περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Θα παντρευτεί, τον επίσης κομμουνιστή συγγραφέα, Franz Carl Weiskopf.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου φαίνονται τόσο αληθινοί, επειδή βασίζονται σε αληθινά πρόσωπα. Οι Weiskopf ζούσαν στο βόρειο τμήμα του Βερολίνου , στην περιοχή Reinickendorf  και η Grete έγινε φίλη με την δεκάχρονη τότε τσιγγανοπούλα Unku και την οικογένειά της. (Unku , στην πραγματικότητα Erna Lauenburg).

O μικρός Ede, ο φίλος του Klabundes, καθώς και ο κομμουνιστής (ήρωας και μάρτυρας της αντιφασιστικής αντίστασης) Τσέχος δημοσιογράφος Julius Fucik ήταν επίσης μέρη αυτού του πολύχρωμου κύκλου των φίλων της Grete.

To 1933 το ζεύγος Weiskopf έφυγε από τη ναζιστική πια Γερμανία και εν τέλει, κατέληξε στις ΗΠΑ, όπου έζησε μέχρι το τέρμα του πολέμου.

Όταν η Grete γύρισε από την εξορία, προσπάθησε να καταλάβει τι είχε συμβεί στους μικρούς της φίλους. Η τύχη της Unku, όπως και της οικογένειάς της παρέμεινε άγνωστη για πολλά χρόνια, μέχρι που η έρευνα αποκάλυψε την τρομερή αλήθεια.

Μόνο ένα από τα έντεκα Σίντι παιδιά που αναφέρονταν ονομαστικά στο βιβλίο της επέζησε. Η Erna Lauenburg χαρακτηρίστηκε ως «γύφτισσα», απελάθηκε τον Μάρτιο του 1943 στο Άουσβιτς όπου και δολοφονήθηκε.

Το βιβλίο της Grete, ήταν το πιο δημοφιλές παιδικό μυθιστόρημα στην πρώην Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. (Σε μια επίδειξη αυταρχικού αντιφασισμού και αντιρατσισμού, το SED - το κυβερνών κόμμα της ΓΛΔ - όρισε το βιβλίο ως υποχρεωτικό ανάγνωσμα των δημοτικών σχολείων). Γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις, ενώ αποτέλεσε τη βάση σεναρίου για ταινία της DEFA του 1981, με τίτλο: Als Unku Edes Freundin war (1981).

Zoom in (real dimensions: 800 x 549)Εικόνα
Στιγμή από την ταινία


Zoom in (real dimensions: 441 x 800)Εικόνα Εικόνα
Εξώφυλλα από τις διάφορες επανεκδόσεις στην πρώην ΓΛΔ.

Η Grete, έγραψε αργότερα πολλά βιβλία για τη νεολαία και αναδείχθηκε πρωτοπόρος της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας. Πέθανε το 1966 σε ηλικία 61 ετών και σήμερα, βρίσκεται θαμμένη στο «σοσιαλιστικό νεκροταφείο» στο Βερολίνο.


  
Ο Ότο και η Ούνκου.

 Από το: Οι Σίντι και Ρομά υπό το ναζιστικό καθεστως: Από τη "φυλετική έρευνα" στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1998. (Συλλογή INTERFACE).

Ο Ότο Σμίτ ήταν ένας από τους Σίντι καί Ρομά που το καλοκαίρι του 1938 εκτοπίστηκαν στο Μπούχενβαλντ. Ο εικοσάχρονος ζούσε με την οικογένεια του και τη δεκαοχτάχρονη έγκυο γυναίκα του, Ούνκου, στο στρατόπεδο Τσιγγάνων του Μάγκντεμπουργκ. Εκεί τον συνέλαβαν στις 13 Ιουνίου ως φυγόπονο, δεδομένου ότι οι εθνικοσοσιαλιστές δε θεωρούσαν σταθερή εργασία την εξάσκηση ενός πλανόδιου επαγγέλματος ειδικά όσον αφορούσε στους Σίντι και Ρομά. Η τυπική αιτιολόγηση για την εισαγωγή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης είχε στην περίπτωσή του, όπως άλλωστε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ως εξής:

 

«Ο Σμιτ δεν είχε σταθερή εργασία, αφότου τελείωσε το σχολείο. Ούτε προσπάθησε ποτέ πραγματικά να βρει δουλειά. Περιφερόταν πάντα σαν Τσιγγάνος στη χώρα. Ο Σμιτ πρέπει επομένως να χαρακτηριστεί φυγόπονος».

Η μάνα του προσπάθησε επανειλημμένος να τον βγάλει από το στρατόπεδο. Έτσι, σε μία απ’ τις προσπάθειές της έγραψε το Σεπτέμβριο του 1942 στο διοικητή του στρατοπέδου του Μπούχενβαλντ:

«Θέλω να σας παρακαλέσω, αν σας είναι εύκολο, ν’ αφήσετε ελεύθερο τον γιο μου Ότο Σμιτ, διότι ο μεγαλύτερος γιος μου Βίλχελμ Λάουμπινγκερ πέθανε εκεί και μαζί μου έχω μόνο έναν ακόμη γιο, ο οποίος έχει, δυστυχώς ένα σακατεμένο χέρι και έτσι δεν μπορεί να με φροντίσει. Δεν έχω υποστήριξη από πουθενά και δε θέλω να γίνομαι βάρος στο κράτος. Η ίδια δεν είμαι, ικανή να δουλέψω λόγω της αρρώστιας μου. Θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι κι ο άντρας μου και ένας άλλος γιος μου βρίσκονται κι αυτοί σε ένα στρατόπεδο, στο Νάτσβαϊλερ»

Ωστόσο, μόνο λίγοι εκτοπισμένοι φυλακισμένοι με μαύρο τρίγωνο αποφυλακίστηκαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ιδιαίτερα μετά την διάταξη του Ιουνίου του 1940 δεν υπήρχε καμία πιθανότητα για τον Όττο Σμιτ να αποφυλακιστεί. Με περιπαικτική και αδιάφορη υπηρεσιακά γλώσσα απορρίπτεται, το αίτημα της Αουγκούστε Λάουμπινγκερ:

«Σας έχουμε ήδη ανακοινώσει ρητώς ότι θα πρέπει να πάρετε απόσταση από περαιτέρω αιτήσεις, δεδομένου ότι το ζήτημα της αποφυλάκισης θα εξεταστεί εν ευθέτω χρόνω από την υπηρεσία. Σας απευθύνω και πάλι επείγουσα έκκληση όπως παραιτηθείτε από άλλες αιτήσεις, δεδομένου ότι στο μέλλον δε θα είναι δυνατόν να σταλεί απάντηση σε αυτές».

Λίγες εβδομάδες αργότερα, το Νοέμβριο του 1942, η μητέρα του Ότο λαμβάνει από το Μπούχενβαλντ την είδηση του θανάτου του. Την πληροφορούν ότι ο γιος της πέθανε από πνευμονία. Με τέτοιου είδους αναληθείς δηλώσεις σχετικά με τα αίτια θανάτου τα Ες Ες κάλυπταν τα εγκλήματά τους εις βάρος των φυλακισμένων. Με ποιον τρόπο αφαιρέθηκε η ζωή του Ότο Σμιτ στο Μπούχενβαλντ, μάλλον δε θα σταθεί ποτέ δυνατόν να εξακριβωθεί.

Τα Ες Ες, πάντως, προσπαθούσαν να δίνουν προς τα έξω μία γραφειοκρατικά ορθή εικόνα. Οι συγγενείς δεν επιτρεπόταν, δήθεν για λόγους υγιεινής, να δουν τη σορό, αλλά είχαν δικαίωμα να αξιώσουν μία τεφροδόχο με την τέφρα του. Η μητέρα έλαβε το Δεκέμβριο του 1942 τα πράγματα του γιου της: 48,50 μάρκα του Ράιχ, ένα ζευγάρι σκαρπίνια, κάλτσες, ένα παντελόνι, ένα σώβρακο, ένα σακάκι, ένα πουκάμισο και τρία έγγραφα. Λίγους μήνες αργότερα ακολούθησε η εκτόπιση των υπολοίπων μελών της οικογένειας του Ότο Σμιτ. Την 1η Μαρτίου του 1943 ένα τρένο τους μετέφερε από το Μάγκντεμπουργκ στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβίτς-Μπίρκεναου. Η γυναίκα του Ότο Σμιτ, Ούνκου και η μικρή του κόρη, πέθαναν εκεί τους επόμενους μήνες. H Ούνκου, η μικρή του κόρη και πολλοί άλλοι συγγενείς του, πέθαναν εκεί τους επόμενους μήνες.


Εικόνα
Η Unku, φωτογραφημένη από τον Hanns Weltzel (1910-1952). Journal of the Gypsy Lore Society.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Η Λαϊκή Δικαιοσύνη στην Κατοχή


1945, ήττα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Αθήνα, Συμφωνία της Βάρκιζας και Λευκή Τρομοκρατία ενάντια στους αγωνιστές της εαμικής Εθνικής Αντίστασης 1941-1944. Παράλληλα, έναρξη μιας γιγάντιας προσπάθειας κατασυκοφάντησης της Αριστεράς και του εθνικοαντιστασιακού κινήματος.

Μέσα στην φιλολογία περί «σφαγέων ελασιτών» και στα «κονσερβοκούτια», που δέσποζαν στον τύπο της εποχής, μέσα στην περίοδο της πιο μαύρης αντίδρασης, εκδίδεται ένα νομικό βιβλίο, με τίτλο «Λαϊκή Δικαιοσύνη εις τας ελευθέρας περιοχάς της υπό κατοχήν Ελλάδος». Το βιβλίο είναι μια επιστημονική εργασία, στην οποία επιχειρείται η κριτική αποτίμηση του θεσμού της Λαϊκής Δικαιοσύνης, όπως αυτός αναδείχθηκε στις περιοχές της χώρας, που κατά την περίοδο της Κατοχής, ελέγχονταν από την εαμική εξουσία. Παράλληλα, στο έργο αυτό, έγινε μια συστηματική και αξιόλογη προσπάθεια συγκέντρωσης και ταξινόμησης του σχετιζόμενου αρχειακού υλικού. Το βιβλίο προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, αφού συγγραφέας του ήταν ένας συντηρητικός νομικός και ακαδημαϊκός που ουδέποτε είχε κάποια σχέση με το κίνημα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ή και την Αριστερά γενικότερα. Διετέλεσε γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης το 1945 και το 1950, υπουργός Εργασίας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Θεοτόκη. Ιδιαίτερη αξία είχαν τα πορίσματα της μελέτης, όπου ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι η λειτουργία του θεσμού ήταν σύμφωνη με την κλασική παράδοση περί δικαίου και έχει σημαντικές ομοιότητες με παρόμοιους θεσμούς που αναπτύχθηκαν στην εποχή της Τουρκοκρατίας. 

Παραθέτω την βιβλιοκριτική του Ηλία Τσιριμώκου στη «Σοσιαλιστική Επιθεώρηση» (φύλλο 4-5, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1945). Η «Σοσιαλιστική Επιθεώρηση», ήταν το μηνιαίο θεωρητικό όργανο της ΕΛΔ-ΣΚΕ.

Μεγάλος έπαινος ανήκει στον κ. Δ. Ζέπο. Μέσα στην ατμόσφαιρα παράφορου φανατισμού της Δεξιάς και γενικής προσπάθειας κατεξευτελισμού του Κινήματος Εθνικής Αντιστάσεως, εκείνος, μολονότι δεν υπήρξε Εαμίτης, κατέγινε σε μια επιστημονική εργασία πάνω στο ζήτημα της Λαϊκής Δικαιοσύνης. Βέβαια το έργο του δεν πιάνει το ζήτημα σ’ όλη του την έκταση και σ' όλο του το βάθος. Κυριολεχτικά περιορίζεται να δώση επιστημονικά ταχτοποιημένο το σχετικό υλικό. Να θέση το πρόβλημα. Δεν παύει πάντως η Εργασία του να είναι πολύτιμη και άξια για τον πιο μεγάλο έπαινο. Στο θέμα αν στην Ελεύθερη Ελλάδα, σ’ όλο αυτό το διάστημα υπήρξε Επανάσταση που επεκράτησε (θέμα που ανέλυσε στο 1ο φύλλο της ΣΟΣΕΠ, ο καθηγητής Σβώλος και το τοποθέτησε κατά τρόπο οριστικό), ο κ. Ζέπος προτιμάει να δώση μία λύση όσο μπορεί πιο συντηρητική ας πούμε. Δέχεται βέβαια πώς έγινε επανάσταση εναντίον των Αρχών Κατοχής και των Κουίσλιγκ, αλλά δεν νομίζει ότι ισχύει το ίδιο έναντι του επισήμου Κράτους (Κυβέρνηση Καΐρου). Και είναι βέβαια αλήθεια πως υπήρχαν ιδιόρρυθμες σχέσεις Καΐρου - Βουνού, αφού η Κυβέρνηση Καΐρου περιοριζόταν να άρχει στη Μέση Ανατολή, αφήνοντας την κυριαρχία της Ελεύθερης Ελλάδας στους αντάρτες — ενώ το αντάρτικο και αργότερα η ΠEEA περιορίζονταν να άρχουν στην Ελεύθερη Ελλάδα χωρίς να κηρύξουν έκπτωτο το Γεώργιο και την κυβέρνησή του — μα αυτή η «δυαρχία», που, άλλωστε, οι δύο εξουσίες την ασκούσαν σε διαφορετικά εδάφη, δεν αλλάζει το χαρακτήρα της Επανάστασης. Τα υπόλοιπα ανάγονται στην καθαρά πολιτική σφαίρα (χαρακτήρας του απελευθερωτικού αγώνα, ενωτικές προθέσεις του ΕΑΜ κλπ.), που η εξέτασή τους δεν έχει θέση εδώ.

Οπωσδήποτε — Επανάσταση η ιδιόρρυθμη ντε φάκτο κατάσταση — ο κ. Ζέπος δεν θεωρεί, και αυτό είναι το ουσιώδες, ότι οι θεσμοί που δημιουργήθηκαν έχουν μία απλή αξία επιστημονικής «περιέργειας». Δέχεται πως εκεί επάνω δημιουργήθηκαν κανόνες δικαίου κλπ. έγκυροι για το όσο διάστημα ίσχυσαν και που τα αποτελέσματα τους δεν μπορούν ν’ ανατραπούν παρά από νέους κανόνες δικαίου. Έτσι δεν ολισθαίνει στην «αντιποίηση αρχής» όπου έφτασαν μερικά δικαστικά συμβούλια και δικαστήρια, ατιμάζοντας και το δικό τους όνομα και το έθνος.

Βέβαια οι θεσμοί που γεννήθηκαν στην Ελεύθερη Ελλάδα είναι ατελείς. Δημιουργήθηκαν, έθεσαν το πρόβλημα (και κέρδισαν τη λύση) στη λαϊκή συνείδηση, και καθιέρωσαν οριστικά τη δημοτική γλώσσα. Υπάρχουν σήμερα νόμοι και δικαστικές αποφάσεις στη γλώσσα του λαού. Αυτό αποτελεί μεγίστη λαϊκή νίκη. Κανένας δεν αγνοεί πως η λαϊκή γλώσσα όλων των ευρωπαϊκών λαών καθιερώθηκε από τη στιγμή που οι νόμοι και οι δικαστικές αποφάσεις γραφήκαν σ' αυτή τη γλώσσα. Τούτο είναι οριστικό. Και ο λαός περιμένει την ώρα που οι Αρχές του Ψηφίσματος του Εθνικού Συμβουλίου, έτσι που είναι γραμμένες στη δημοτική, θα γίνουν άρθρα του νέου Συντάγματος της Ελλάδας. Κατά τα άλλα υπάρχει έργο για το μέλλον. Αληθινά και στα τρία ερωτήματα που μπαίνουν επ’ αφορμή της Δικαιοσύνης — α) ποιός δικάζει, β) πώς δικάζει, γ) τι νόμο εφαρμόζει — μόνο προσωρινές απαντήσεις δόθηκαν ως τώρα, και (το πιο ουσιαστικό, το αληθινά μεγαλειώδικο) η γενική κατεύθυνση.



Στο πρώτο ερώτημα δεν δόθηκε η οριστική απάντηση κυρίως γιατί δεν λειτούργησαν στην Ελεύθερη Ελλάδα όλα τα δικαστήρια σ’ όλη την κλίμακα της ιεραρχίας. Στο τρίτο ερώτημα δεν δόθηκε η οριστική απάντηση γιατί τα όρια που έθεσε στον εαυτό της η Εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση δεν της επέτρεψαν να προχωρήση σε βαθύτερο μεταρρυθμιστικό νομοθετικό έργο. Η δε πρώτη αρχή που εφαρμόστηκε (ότι όλος ο κόσμος νομίζει ορθό και δίκαιο) ούτε σαν αρχή (αρχή άγραφου δικαίου) μπορούσε να καθιερωθή ούτε και ριζοσπαστικά αποτελέσματα μπορούσε να δώση (προσκόλληση στην παράδοση). Εκεί όμως που δόθηκε η οριστικώτερη, ας πούμε, απάντηση, ήταν στο δεύτερο ερώτημα. Πραγματικά η απόδειξη δόθηκε, η κατάχτηση έγινε: άμεση απονομή της δικαιοσύνης, ουσιαστική, ζωντανή κρίση, απαλλαγή απ’ την τυπολατρία, απ’ την δικονομική στρεψοδικία κλπ.

Βεβαίως δεν είναι η θέση εδώ ν’ αναλύσουμε τις απόψεις μας για την παραπέρα εξέλιξη των θεσμών που θεμελιώθηκαν μες τη φωτιά της μάχης εναντίον του κατακτητή. Οι επιστήμονες που νιώθουν τον παλμό της λαϊκής αναδημιουργίας πρέπει να βαλθούν με ζέση στο έργο. Και, πιστεύουμε πως θα μας δοθούν εργασίες βαθειάς ανατομίας του τι έχει γίνει και εργασίες πάνω στο τι πρέπει αύριο να γίνη. Το θέμα δεν είναι απ’ τα δευτερότερα. Και κανείς κόπος δεν είναι υπερβολικός αν κάτι μπορεί να εισφέρη στην οικοδόμηση των θεσμών της Λαϊκής Δημοκρατίας. Γιατί αυτούς τους θεσμούς ποθεί, γι’ αυτούς πάσχει και αγωνίζεται σήμερα ο λαός.


Διαβάστε τη μελέτη στο SCRIBD. Το βιβλίο έχει εκδοθεί άλλη μια φορά, το 1986, από το «Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης». Προλογίζει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ενώ υπάρχει και ένας σύντομος επίλογος των ιστορικών Ν. Παπαντωνίου και Νίκου Σβορώνου.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Η 4η Αυγούστου 1936 και η επικαιρότητα του Δημήτρη Σάρλη

Ο Ριζοσπάστης της περασμένης Κυριακής (20.10.2013), περιείχε ένα ιστορικό ένθετο με τίτλο «Πώς ο αστικός πολιτικός κόσμος ανέδειξε το 1936 το φασίστα Ι. Μεταξά στην κυβερνητική εξουσία». Στην πραγματικότητα (αν εξαιρέσουμε τη βραχεία εισαγωγή που αναφέρεται στα γεγονότα της «Χρυσής Αυγής» και των σχέσεων της νεοναζιστικής οργάνωσης με το αστικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα εξουσίας), πρόκειται για αναδημοσίευση ενός άρθρου του Μάκη Μαΐλη στην ΚΟΜΕΠ (πριν από 12 έτη, τ.4-2001), με τίτλο, «Ο αστικός πολιτικός κόσμος και η 4η Αυγούστου».

[Για την ιστορική ακρίβεια, πρέπει να πούμε ότι ο πρώτος που κατέδειξε με εκτενή ανάλυση τις τρομερές ευθύνες του αστικού πολιτικού και οικονομικού μπλοκ εξουσίας στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, ήταν ο ιστορικός και δημοσιογράφος της Αριστεράς, Σπύρος Λιναρδάτος. Το 1965 ο εκδοτικός οργανισμός της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) «Θεμέλιο» κυκλοφορεί το βιβλίο του «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου». Το συγκεκριμένο έργο θα αποτελέσει σημείο τομής στην ελληνική ιστοριογραφία. Για πρώτη φορά και με μαρξιστική μεθοδολογία αμφισβητούνται οι θέσεις των αστικών πολιτικών κομμάτων για τα αίτια της μεταξικής δικτατορίας. Ο συγγραφέας, όμως δεν αρκείται μονάχα σε αυτό, αλλά τονίζει και την μεγάλη τους ευθύνη για το βενιζελικό πραξικόπημα του 1935 που αποτέλεσε τον προθάλαμο της 4ης Αυγούστου. Για να κατανοηθεί το μέγεθος της αντίδρασης που δημιούργησε το παρόν βιβλίο, αρκεί να σημειωθεί ότι οι βιβλιοκριτικές της εποχής γράφτηκαν όχι σε ιστορικές επιθεωρήσεις, αλλά σε πολιτικά περιοδικά].

Η καινούργια ανάγνωση του ιστορικού αφιερώματος του «Ριζοσπάστη», προκαλεί μια σειρά από εκπλήξεις, ιδία όσο αφορά τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε. Μια άκρως αναθεωρητική μεθοδολογία, που σκοπό έχει, ερμηνεύοντας επιλεκτικά την πολιτική του ΚΚΕ και των αστικών κομμάτων της περιόδου εκείνης, να «ευλογήσει» το σεχταρισμό που διακρίνει την πολιτική του ΚΚΕ του σήμερα .

Θα μπορούσε κάποιος σχολαστικός αναγνώστης να «ξεσκονίσει» το κείμενο παράγραφο προς παράγραφο, λέξη προς λέξη και να γράψει σχετικά. Για παράδειγμα, αποσιωπείται τελείως η θετική σημασία που είχε για το κίνημα το «σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα», όπου προβλεπόταν η συνεργασία των φιλελευθέρων και των κομμουνιστών στη Βουλή που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του Γενάρη του 1936. Ένα τίμιο σύμφωνο, με αμοιβαία ανταλλάγματα και παραχωρήσεις. Το σύμφωνο με ευθύνη της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος των φιλελευθέρων δεν εφαρμόστηκε τελικά, αλλά το ΚΚΕ το δημοσιοποίησε, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη συνεργασία της Αριστεράς και των δημοκρατικών πολιτών που ακολουθούσαν το Κέντρο μέσα στην πραγματική Κοινωνία, μια συνεργασία που θα ολοκληρωθεί εντυπωσιακά στην περίοδο της Κατοχής και το σχηματισμό του εαμικού κοινωνικού μπλοκ.

Παρ’ όλα αυτά, θα περιοριστούμε μόνο στη στάση του ΚΚΕ απέναντι στο βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935 και την θέση του συγγραφέα του άρθρου απέναντι σε αυτήν.

Τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά: Την 1η Μαρτίου του 1935, εκδηλώθηκε βενιζελικό στρατιωτικό πραξικόπημα, με σκοπό την ανατροπή του ρεβανσιστικού κράτους της Δεξιάς, που εγκαθιδρύθηκε μετά τις εκλογές του 1933 και τη νίκη του Λαϊκού Κόμματος. Ο ίδιος ο Βενιζέλος που ηγήθηκε του κινήματος, θεωρούσε ότι η ηθική δικαίωση του πραξικοπήματος, συνίστατο στην προσπάθεια διάσωσης της αβασίλευτης δημοκρατίας και στην παρεμπόδιση της παλινόρθωσης της δυναστείας των Γλύξμπουργκ, που δρομολογείτο με την πολιτική της Δεξιάς.Το Κίνημα απέτυχε παταγωδώς. Αφενός ήταν κακώς οργανωμένο από στρατιωτικής απόψεως και αφετέρου βρήκε ελάχιστη υποστήριξη από τον λαό. Η αντιλαϊκή πολιτική που άσκησε ο Βενιζέλος στις τελευταίες  κυβερνήσεις του, στην περίοδο 1928-1933, τού στέρησαν την λαϊκή υποστήριξη που είχε στο παρελθόν.

Το ΚΚΕ αντιτάχθηκε στο Κίνημα των Βενιζέλου-Πλαστήρα, θεωρώντας το φασιστικό. Δεν έμεινε αντίθετο μόνο στα λόγια, αλλά πέρασε και στην πράξη. Στις 26 Φλεβάρη του 1935, λίγες ημέρες πριν το κίνημα εκδηλωθεί, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει μια επιστολή ενός «αντιφασίστα» ανώτερου αξιωματικού, στην οποία αναφέρονται εντυπωσιακές λεπτομέρειες για το σχεδιασμό του πραξικοπήματος, για τα σχέδια των βενιζελικών αξιωματικών, κλπ.


Tο ΚΚΕ, κάλεσε τον λαό να κατέβει στους δρόμους, να αντιδράσει ενάντια στο «βενιζελοπλαστηρικό, στρατιωτικοφασιστικό» κίνημα. Η στάση του απέναντι στο σχεδιαζόμενο πραξικόπημα δεν έμεινε χωρίς αντιδράσεις, ακόμα και μέσα στο ίδιο το κόμμα, αφού πολλά στελέχη και μέλη του, δεν πείστηκαν για τον αντιδραστικό χαρακτήρα της βενιζελικής κίνησης. Ενδεικτικά, οι οργανώσεις της Θεσσαλονίκης και Μυτιλήνης, υποστήριξαν τελικά το Κίνημα ως αντιμοναρχικό. Μια εκ των προτέρων πολιτική διαφωνία, η οποία όχι μόνο δεν συζητήθηκε εσωκομματικά, αλλά χτυπήθηκε αλύπητα από την ηγεσία.

Επρόκειτο για ένα κολοσσιαίο πολιτικό σφάλμα. Η λεγόμενη βενιζελική παράταξη, ήταν βέβαια ανομοιογενής, με πολλά δεξιά, ακόμα και φιλοφασιστικά στοιχεία στην ηγεσία της. Η πλειοψηφία όμως των κατωτέρων και μεσαίων αξιωματικών που συμμετείχαν στην κίνηση, ήσαν φιλελεύθεροι, δημοκρατικοί αξιωματικοί, συμπαθούντες την Αριστερά, που επιχείρησαν απεγνωσμένα να διασώσουν το Πολίτευμα. Δεν ήσαν φασίστες ο Σαράφης, οι αδελφοί Τσιγάντε, ο Βολάνης και τόσοι άλλοι αξιωματικοί που πρωτοστάτησαν στο κίνημα αυτό, κινούμενοι από αγνές προθέσεις, προκειμένου να ανακόψουν την πορεία προς την παλινόστηση του Γεωργίου Β' και την δικτατορία.

Το μέγεθος του λάθους, φάνηκε εκ του αποτελέσματος. Οι φιλομοναρχικοί κέρδισαν και κυνήγησαν άγρια όχι μόνο τους βενιζελικούς, αλλά και τους κομμουνιστές, παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι είχαν ταχθεί ενάντια στο πραξικόπημα. Ο «Ριζοσπάστης» έκλεισε, συνελήφθηκαν πάνω από 500 κομμουνιστές, ενώ το κόμμα πέρασε στην παρανομία. Η αποτυχία του πραξικοπήματος, θα σημαδέψει την ιστορική ζωή της χώρας. Η 1η Μάρτη του 1935, είναι μια ημερομηνία ορόσημο, όπου στην Ελλάδα θα εγκατασταθεί το φαύλο κράτος της Δεξιάς, ένα κράτος που θα ταλανίσει την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πνευματική ζωή της χώρας για περίπου πενήντα χρόνια.  
Από το καλοκαίρι του 1935 και μετά, σχεδόν σε όλα τα κομματικά ντοκουμέντα τονίζεται η ανάγκη προσεταιρισμού των αντιμοναρχικών κομμάτων και δημιουργίας μετώπου με τους δημοκρατικούς αξιωματικούς, προκειμένου να αποφευχθεί η μοναρχοφασιστική δικτατορία, κάτι που όπως είναι γνωστό δεν επιτεύχθηκε:

«Με βάση τη λαϊκή δημοκρατική πλατφόρμα του διωξίματος Κονδύλη και του μοναρχισμού, της αποκατάστασης της Δημοκρατίας, των δημοκρατικών θεσμών και ελευθεριών και της διεξαγωγής λέφτερου και ανόθευτου δημοψηφίσματος και με τη χρησιμοποίηση κοινοβουλευτικών και εξωκοινοβουλευτικών μέσων, να δημιουργεί κοινό μέτωπο όλων των κομμάτων και του λαού μαζί, οργανώσεων και των δημοκρατικών, αντιδικτατορικών δυνάμεων του στρατού». («Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τχ. 16, 21.11.1935).

Κάπως ειρωνικό, αφού δεν πέρασε ένας χρόνος και αναζητείται συμμαχία με τους δημοκρατικούς αξιωματικούς, αυτοί που τον Μάρτη, ήσαν για το ΚΚΕ βενιζελοπλαστηρικοί φασίστες. 
Τον Δεκέμβριο του 1935, στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ, θα καταδικαστεί η στάση του κόμματος, απέναντι στο βενιζελικό κίνημα και θα εγκαταλειφθεί οριστικά η «διμέτωπη πάλη» και το σύνθημα για μια «σοβιετική Ελλάδα»:

« … το Συνέδριο υπογραμμίζει τις σεχταριστικές ταλαντεύσεις που υπήρχαν μέσα στην ίδια την καθοδήγηση του Κόμματος, πράγμα που εμπόδισε την έγκαιρη και αποφασιστική πραγματοποίηση του δημοκρατικού-αντιφασιστικού συνασπισμού …».
Στις δεκαετίες που πέρασαν, η πολιτική του ΚΚΕ και η στάση του απέναντι στο βενιζελικό κίνημα του 1935, πέρασε στην κομματική ιστορία, σαν ένα σεχταριστικό λάθος, ένα λάθος αριστερού χαρακτήρα (ο Κατσούλης αποφεύγει να το ονομάσει έτσι, αλλά το αποδίδει σε επαναστατικό ρομαντισμό, κατάλοιπο των προηγούμενων ηρωικών δεκαετιών και στην σχετική πολιτική ανωριμότητα της ηγεσίας, που δεν επέτρεπαν στο Κόμμα να ασκήσει ρεαλιστική πολιτική - πάντως η ουσία είναι μία).

Και όμως, το 2001, ο Μάκης Μαϊλης, στο άρθρο του στην ΚΟΜΕΠ, υπερασπίζεται την πολιτική του ΚΚΕ τον Μάρτιο του 1935, χαρακτηρίζοντάς την σωστή, κάτι που εννοείται δεν άλλαξε στην επανατύπωση του άρθρου στο ιστορικό ένθετο του «Ριζοσπάστη» της περασμένης Κυριακής:

«Το ΚΚΕ έκανε πολύ σωστά που κατήγγειλε κάθε απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος, απ' όποια πλευρά κι αν προερχόταν. Αυτή τη στάση κράτησε και στο αποτυχημένο κίνημα της 1ης Μάρτη 1935. Και επικρίθηκε στη συνέχεια, από διάφορες πλευρές, επειδή ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε πληροφορίες για το πραξικόπημα, προτού αυτό εκδηλωθεί! Έπρεπε, σύμφωνα με τους επικριτές, να το υποστηρίξει επειδή προερχόταν από το «κέντρο» και στρεφόταν κατά της «δεξιάς»!
Στρεφόταν κατά του λαού! Κατά της «δεξιάς» στρεφόταν μόνο στη βάση του ποιος θα διαχειρίζεται την εξουσία. Και, βεβαίως, ο καυγάς για τη διαχείριση της εξουσίας ουδέποτε απετέλεσε αντικειμενικό κριτήριο για τις προθέσεις και το φιλολαϊκό χαρακτήρα της πολιτικής κάθε κόμματος.
Επιβεβαιώνεται αυτό από την πολιτική των «κεντρώων» κυβερνήσεων, που συναγωνίστηκαν και πολλές φορές ξεπέρασαν τις «δεξιές» στην επίδειξη αγριότητας κατά του εργατικού και λαϊκού κινήματος και του ΚΚΕ. «Και δεν είναι τυχαίο ότι το σύνθημα για τη φυσική εξόντωση των κομμουνιστών το έδωσε ο μεγαλύτερος ηγέτης του ελληνικού αστισμού, ο Βενιζέλος (...)»,


για να συνεχιστεί το αφιέρωμα με τις γνωστές αναφορές στον «Πειθαρχικό Ουλαμό Καλπακίου», που δημιούργησε η βενιζελική παράταξη, στον οποίο ως γνωστό δεινοπάθησαν δεκάδες αριστεροί και δημοκρατικοί φαντάροι.

Το ΚΚΕ, αναθεωρεί και γράφει ξανά την κομματική ιστορία, με βάση τη σημερινή πολιτική του, την πολιτική της «συμμαχίας» μόνο με τον εαυτό του και την άρνηση συνεργασίας με οποιαδήποτε άλλη οργάνωση της Αριστεράς.

Είναι άκρως ενδεικτική, αλλά και διδακτική η βιβλιογραφία που παραθέτει ο συγγραφέας του άρθρου: Δαφνής, Λιναρδάτος, Πυρομάγλου, Βεντήρης, κλπ. Ακόμα και ο Ελεφάντης αναφέρεται, προκειμένου να υποστεί κριτική. Στην βιβλιογραφική αναφορά, είναι εντυπωσιακή η απουσία ενός μεγάλου ιστορικού έργο για τη συγκεκριμένη περίοδο. Ενός έργου, που ο συγγραφέας του ήταν μαρξιστής και στέλεχος του ΚΚΕ. Μιλάμε για το περίφημο βιβλίο του Δημήτρη Σάρλη, «Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού», τελευταία έκδοση από τη Σύγχρονη Εποχή, το 1987.

Ας αφήσουμε τον αξέχαστο «καπετάν Αχιλλέα», τον Δημήτρη Σάρλη δηλαδή, να απαντήσει στον Μάκη Μαΐλη:

«Απ’ όλα όσα ειπώθηκαν πιο πάνω για τα γεγονότα της 1ης του Μάρτη 1935, βγαίνει το συμπέρασμα ότι τα γεγονότα αυτά αποτελούσαν ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στο αστικό δημοκρατικό πολίτευμα και τη μοναρχία και, σε τελευταία ανάλυση, ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό. Παρά τις επιδιώξεις του Βενιζέλου και του Πλαστήρα, το κίνημα του 1935 είχε βασικά δημοκρατικό και αντιμοναρχικό χαραχτήρα. Η νίκη του κινήματος αυτού θα αποτελούσε ένα σοβαρό χτύπημα κατά του μοναρχοφασισμού, θα έκανε αδύνατη την παλινόρθωση της μοναρχίας, αυτής της εστίας της πιο μαύρης Αντίδρασης, και με τον τρόπο αυτό αντικειμενικά θα δημιουργούσε καλύτερες συνθήκες για την ανάπτυξη της πάλης της εργατικής τάξης και όλων των προοδευτικών δυνάμεων». (σελίδα 239).

Και παρακάτω:

«Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι κομμουνιστές πάντα ωθούνταν από τα καλύτερα αντιμοναρχικά και αντιφασιστικά, δημοκρατικά ελατήρια, στη δοσμένη περίπτωση με την πολιτική τους ζημίωσαν αντικειμενικά τα συμφέροντα της πάλης για τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό.
Τόσο η αποκάλυψη της προετοιμασίας του κινήματος και του σχεδίου δράσης των ηγετών του από το «Ριζοσπάστη», όσο και η ταχτική της πάλης στα δύο μέτωπα με κατεύθυνση του κυρίου χτυπήματος ενάντια στο κίνημα, αντικειμενικά έπαιζαν το παιγνίδι των μοναρχικών και φασιστικών δυνάμεων».

Και επειδή στα τελευταία δέκα χρόνια, σχεδόν σε όλα τα ιστορικά αφιερώματα των κομματικών εντύπων στην περίοδο 1928-1936, επαναλαμβάνεται με τρόπο μονότονο και κουραστικό, ο περίφημος διάλογος Πλαστήρα-Βενιζέλου, πριν το πλαστηρικό κίνημα του 1933, όπου οι ηγέτες του Κέντρου, εκφράζονται ευμενώς για τον Μουσολίνι:

Πλαστήρας: «Χάνουμε τας Αθήνας! Θα γίνουν ταραχές, συλλήψεις βενιζελικών, δολοφονίες και Κύριος οίδε τι άλλο! Γι' αυτό εγώ σκέπτομαι να πάω στους συνοικισμούς, να εξεγείρω τους πρόσφυγας και να τους φέρω εις την πόλιν για να ζητήσουν την εγκαθίδρυσιν δικτατορίας. Θα κάμουμε ότι και στην Ιταλία, που, χάρις στο φασισμό, προοδεύει».

κλπ, κλπ,

αξίζει να δώσουμε πάλι τον λόγο στον Δημήτρη Σάρλη:

«Οι κομμουνιστές δεν μπορούν και δεν πρέπει να καθορίζουν τη θέση τους απέναντι σε τούτο ή εκείνο το πολιτικό κόμμα ή μπλοκ κομμάτων, ξεκινώντας αποκλειστικά και μόνο από τις απόψεις και επιδιώξεις ξεχωριστών ηγετών αυτού του κόμματος ή αυτού του μπλοκ κομμάτων, γιατί σε τέτοια περίπτωση η πολιτική του δοσμένου κομμουνιστικού κόμματος σε τελευταία ανάλυση θα καθοριζόταν από τους αντιδραστικούς αυτούς ηγέτες».

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

"Κομμουνιστική" 25η Μαρτίου στη Λάρισα του 1952




Η πιο cult ίσως εφημερίδα της μισαλλόδοξης και ρεβανσιστικής δεξιάς της δεκαετίας του 1950, ήταν ο περίφημος «Εθνικός Κήρυξ» των Αθηνών (δεν σχετίζεται με τη γνωστή, μεγάλη ομογενειακή εφημερίδα της Αμερικής). Μέσα στις σελίδες της, έβγαινε ένας απίστευτος κιτρινισμός, που κάνει την «Αυριανή» του 1989, υπόδειγμα αντικειμενικής, σοβαρής και έγκυρης εφημερίδας!

Διαβάζουμε για την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα και τους φιλελεύθερους του Σοφοκλή Βενιζέλου που τα έχουν κάνει «πλακάκια» με τους συμμορίτες και προωθούν τα μέτρα ειρήνευσης, για δήθεν και μόνο κατά το όνομα «εθνικόφρονες» εφημερίδες, που προκειμένου να αυξήσουν τις κυκλοφορίες τους συκοφαντούν την Χωροφυλακή, για τους Κρητικούς που κατάντησαν από τον Βενιζέλο (τον Σοφοκλή), να τρώνε τζιτζίκια, για την ευεξία και την ευφορία που νιώθουν οι εθνικόφρονες μετά την εκτέλεση του «σφαγέως», «βιαστού», «εμπρηστού» Μπελογιάννη και πολλά άλλα ωραία.


Μεταξύ όλων των άλλων και για κάποιον εκπρόσωπο των καθηγητών, που με τον πανηγυρικό λόγο της ημέρας που εκφώνησε - έχοντας βέβαια και την ανοχή της ΕΠΕΚ και του κρυπτοκομμουνιστή Παπανούτσου - ανάγκασε τους Λαρισαίους να εορτάσουν «κομμουνιστικήν 25η Μαρτίου» !!!



Μας καταγγέλλουν από την Λάρισαν, ότι ο επεκιτζής δήμαρχος Λαρίσης ανέθεσε την εκφώνησιν του πανηγυρικού της 25ης Μαρτίου εις ένα καθηγητήν ονόματι Ν. Ταξιλάρην. Ο Ταξιλάρης, λοιπόν, παρενέβαλε «με τρόπον» εις τον λόγον του διαφόρους υπαινιγμούς, καθ’ ους οι «κοτζαμπάσηδες», οι «προεστοί» και οι συν αυτοίς αντέδρων εις την λαϊκήν Επανάστασιν του Εικοσιένα και μόνον άμα είδαν ότι επεκράτει, ερρίχθησαν δια να την εκμεταλλευθούν. Έβαλε κατά του Εθνομάρτυρος Πατριάρχου Γρηγορίου ως αφορίσαντος την Επανάστασιν, επίσης δε κατά του «συντηρητικού» Κοραή και κατά του «αριστοκράτου» Καποδίστρια, ως διστακτικών και απροθύμων. Παραλείπωμεν άλλα και άλλα: Και – δεν θα το πιστεύσετε – κατέληξε με τα συνθήματα που μεταδίδει η Μόσχα, η Κομινφόρμ και ο σταθμός των συμμοριτών:
» Οι ψυχές που σήμερα τις γιορτάζουμε, ψηλά από τον ουρανό αφήνουν να φτάνει στ΄ αυτιά μας το αχολογητό αυτό:
» - Ομόνοια, αδέλφια!
»- Όχι άλλο αίμα ! ».
Κομμουνιστικήν 25ην Μαρτίου εώρτασαν οι κάτοικοι της Λαρίσης, δια του στόματος ενός ανθρώπου του Παπανούτσου, αυτού του περιφήμου καθηγητού του Γυμνασίου των, Ταξιλάρη.
Καθώς βλέπετε, αδίστακτα, από τας επισήμους εκπαιδευτικάς έδρας που τους έταξεν η Πατρίς, αυτοί προπαγανδίζουν τα κομμουνιστικά συνθήματα.


Ωραίος ο καθηγητής, όπως και να το κάνουμε. Ωραίος και θαρραλέος, που τόλμησε στην ελληνική ύπαιθρο του 1952, να διατυπώσει τέτοιες απόψεις στον πανηγυρικό του λόγο για την εθνική επέτειο του 21, ανάμεσα σε παρακρατικούς, ΤΕΑ και ανθρώπους της Χωροφυλακής.

Τέλος, ένα ακόμα δείγμα «δημοσιογραφίας» από την εφημερίδα της «λαϊκής δεξιάς» της δεκαετίας του 1950. Η λεζάντα κάτω από τη φωτογραφία του Παπάγου, γράφει:

«Από το παράθυρον της αυτοκινητοαμάξης, ο Στρατάρχης Παπάγος, κοιτάζει προς την Ελληνικήν ύπαιθρον, τον αγρότη που δουλεύει στα χωράφια του. Έχει τόσα πράγματα να σκεφθεί γι' αυτόν...».

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Η "Λεσβιακή Άνοιξη", ο Πόλεμος και ο Κλέανδρος Καρθαίος

 Ο όρος "Λεσβιακή Άνοιξη", χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Στρατή Μυριβήλη και τον λογοτέχνη και ζωγράφο Αντώνη Πρωτοπάτση, προκειμένου να περιγράψει την πρωτόγνωρη πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση που σημειώθηκε στη Μυτιλήνη την δεκαετία του 1920, μέχρι την κήρυξη της βασιλομεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936. Εμβληματικές μορφές αυτής της κίνησης, πέρα από τους προαναφερθέντες, ο Θείελπης Λεφκίας, ο Ηλίας Βενέζης και φυσικά, ο μεγάλος δάσκαλος Κλεάνθης Παλαιολόγος.

Το πρώτο δεκαήμερο του Ιούνη του 1924, διοργανώθηκε στη Μυτιλήνη, το δεύτερο παλλεσβιακό εφεδρικό συνέδριο, στο οποίο συμμετείχαν οι παλιοί πολεμιστές της περιόδου 1912-1922, που συμμετείχαν στην κίνηση. Το συνέδριο είχε εντελώς ανεπίσημο χαρακτήρα, αλλά παρ' όλα αυτά, κρατήθηκαν πρακτικά από τον Ηλία Βενέζη. Τα πρακτικά δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό "Αιολικά Γράμματα" του 1975, με σχόλια του εκδότη Γιώργου Βαλέτα

Αξίζει να διαβαστούν κάποια αποσπάσματα, αποσπάσματα χαρακτηριστικά του ιδεολογικού και πολιτικού κλίματος της εποχής εκείνης.

Ο Λεφκίας με το Μυριβήλη, στα γραφεία της εφημερίδας τους.

Στη σύντομη εισαγωγή του ο Βενέζης αναφέρει:

«Ύστερα έγινε μια πρόταση. Την έκανε ο συν. Μυριβήλης. Ακολούθησε μια πλατιά συζήτηση (...). Μ’ όλο που αυτή η συζήτηση δεν ήταν παρά μια ανεπίσημη κουβέντα, φρόντισα να κρατήσω πιστές σημειώσεις για όλα που ειπώθηκαν. Κι επειδή θέλω να δείξω σε πόσο αψηλό σημείο στάθηκε το συνέδριο απ’ -την πρώτη στιγμή αφού συζητήθηκαν με ενθουσιασμό τέτοια θέματα, νομίζω πως πρέπει να βάλω εδώ όλη τη θαυμαστή κουβέντα με τις πιo μικρές λεπτομέρειες».

Η πρόταση του Μυριβήλη ήταν να αποφασίσει το συνέδριο, οι εργασίες του να καθαγιαστούν με ένα σεμνό και κατανυκτικό μνημόσυνο για τους σκοτωμένους των τελευταίων πολέμων:

«Λέγοντας, εξηγεί ο Μυριβήλης, «σκοτωμένους των πολέμων», δεν εννοώ μονάχα τους δυστυχισμένους συναδέλφους μας του Ελληνικού Στρατού. Εννοώ όλα τα θύματα της παράφρονος μανίας των στρατοκρατών και - των χρηματιστών και των μεγαλοβιομηχάνων, που έριξαν τον κόσμο μέσα στην κόλαση της πιo τρομερής ανθρωποσφαγής που είδε ίσαμε σήμερα η υφήλιος. Εννοώ όλους τους σκοτωμένους ανθρώπους που σκοτώθηκαν από συναδέλφους των, γιατί η ηθική και η σωματική βία, που επεβλήθη επάνω στους εκούσιους φονιάδες τους έκανε τέτοιους δίχως να έχουν συναίσθηση της φρίκης της ανθρωποκτονίας. Προτείνω κύριοι συνάδελφοι, το μνημόσυνό μας να μην είναι μνημόσυνο μίσους και εκδικήσεως, δηλαδή σύμβολον συνεχίσεως της σφαγής, αλλά μνημόσυνο απλώς όλων των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στους πολέμους.
Θα ήθελα το μνημόσυνο ως μία χειρονομία ανωτέρου ανθρωπισμού. Οι άνθρωποι που μας σκότωσαν και οι άνθρωποι που σκοτώσαμε, βιασμένοι κάτω από τη βία μιας σκληρής πιέσεως, είναι εξίσου «θύματα» θύματα αθώα κατά βάθος, γιατί η ιδέα του σκοτωμού δεν ήταν δική τους. Τους επεβλήθη και τους εκαλλιεργήθη από άλλους. Τόσο οι φονιάδες, όσο και τα θύματα δεν είχανε αναμεταξύ τους κανένα πραγματικό, αληθινό μίσος. Ήτανε όλοι τους άγνωστοι και όλοι τους δυστυχισμένοι εξίσου».


Ένας από τους συνέδρους διαφωνεί:

«Εγώ που έκανα αιχμάλωτος, εγώ που υπέφερα, ουδέποτε θα συγχωρήσω τα τέρατα αυτά...».

Ο Μυριβήλης:

«Επιτρέψατέ μου κ. συνάδελφε. Όλοι μας υποφέραμε αυτά τα μαρτύρια επί δέκα ολάκαιρα χρόνια, ακόμα κι όσοι δεν είχαμε την κακοτυχία να γίνουμε αιχμάλωτοι, αλλά ψοφούσαμε μες στο χαράκωμα, ή λιώναμε με ελώδης δίχως καμία ιατρική περίθαλψη στη Νιγρίτα, ή κάναμε εκατοστές χιλιόμετρα μες στη λάσπη και μες στους πάγους δίχως άρβυλα. Όσο για τα τέρατα αυτά που λέτε πως σκότωσαν αθώους ανθρώπους, να μου επιτρέψετε να σας πω πως κι εμείς είμαστε στην ίδια θέση μ' αυτούς. Προσωπικώς σας λέγω με βδελυγμό για το κατάντημά μου, και εγώ ο ίδιος έλαβα μέρος το 1912 μες στην Ε' Μεραρχία στο κάψιμο ένα πλήθος ευτυχισμένων τούρκικων χωριών, τα Καΐλάρια, εγώ ο ίδιος ντουφέκισα μαζί με τους συναδέλφους μου όλους τους Τούρκους πολίτας, που είχανε απομείνει μες στα σπίτια τους από 18 χρόνων κι απάνω, εγώ ο ίδιος είδα χανούμισες λυσίκομες και ζεφρενιασμένες απ’ τη φρίκη να χύνονται κοπάδια μέσα στους φλεγόμενους δρόμους των χωριών, για ν’ αναγνωρίσουνε τους σκοτωμένους των ανθρώπους. Λοιπόν, κι εμείς οι φονιάδες είμασταν κατά βάθος αθώα κτήνη σπρωγμένα απ’ τους ανώτερους μας κι αυτοί ήταν ολότελα αθώοι όπως κι όλοι οι Τούρκοι στρατιώτες που σκοτώθηκαν από μας. Το μόνο σφάλμα τους, που υπερασπιζότανε την πατρίδα τους και την οικογένειά τους που πήγαμε να καταχτήσουμε».

Στην παρέμβασή του ο Λεφκίας είπε χαραχτηριστικά σε κείνους που διαφωνούσαν:

«Το μνημόσυνο θα γίνει για τους ανθρώπους, αποκλειστικά για τους ανθρώπους. Τα θύματα μιας άθλιας πολιτικής περιοτάσεως που τους εστέρησε τη ζωή. Όταν λέμε ανθρώπους δεν εννοούμε Τούρκους, Βουλγάρους, αλλ’ απλώς τα όντα εκείνα που περικλείουν την ανθρώπινη ζωή και που κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τους την αφαιρέσει. Οι σκοτωμένοι των πολέμων είναι για μας σύμβολα. Είναι σύμβολα της φρικτής ιδέας των πολεμικών ανθρωποκτονιών που είναι εκδήλωσις ελεεινής βαρβαρότητας. Μην παρασύρεστε από τον εύκολο πατριωτισμό, τον πατριωτισμό κάθε ώρας και κάθε στιγμής, αλλά θελήσετε να ανεβάσετε λίγο την σκέψη σας και τα αισθήματά σας σε μια σφαίρα ανθρωπιστικότερη, ευγενικότερη και πιό πολιτισμένη. Εμείς οι έφεδροι που είμαστε τα ζωντανά θύματα πρέπει να το συναισθανθούμε αυτό και να αγαπήσουμε τα νεκρά θύματα όποιο όνομα κι αν είχαν και σε όποια θρησκεία κι αν επίστευαν».

Ο αντιπρόσωπος του Παλαιόκηπου, Εμμανουήλ, συμφώνησε απόλυτα με τη γνώμη των ξεχωριστών συναδέλφων Μυριβήλη και Λεφκία:

«Ας καταλάβουμε μια για πάντα πως οι στρατιώτες Τούρκοι, Έλληνες και Βούλγαροι αλληλοσκοτώνονται μόνο επειδή άλλοι τους διατάζουνε ν’ αλληλοσκοτωθούν. Εμείς δεν ήρθαμε εδώ να ακονίσουμε τα σπαθιά μας και τη δυστυχία μας, που είναι αποτέλεσμα των βάρβαρων πολέμων».

 

Ένα σημείο που πρέπει σχολιαστεί, είναι ότι δεν πρέπει να γίνεται ταύτιση της αντιπολεμικής στάσης με τη σοσιαλιστική ιδεολογία και εννοείται με τον μπολσεβικισμό. Υπάρχουν μεγάλοι αντιπολεμικοί λογοτέχνες, που αν και έγραφαν ενάντια στην απληστία του μεγάλου κεφαλαίου και άφηναν μέσα από το έργο τους να εννοηθούν σοσιαλιστικές ιδέες (άλλοτε καθαρά, άλλοτε όχι), δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν τη σοσιαλιστική ιδέα που αποτελεί ανώτερο στάδιο κοινωνικής συνείδησης. Παρέμειναν στα πλαίσια του αστικού ουμανισμού, στα πλαίσια του πολιτισμένου ανθρώπου που αποτροπιάζεται από τον πόλεμο και τα εγκλήματα που τον συνοδεύουν. Κάποιες φορές, μέσα από αυτήν την διαδρομή, έφταναν πολλές φορές στον διεθνισμό και στην καταδίκη της εθνικιστικής πατρίδας. Πρόχειρα παραδείγματα από την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, πέρα από τον Στρατή Μυριβήλη, ο Αριστοτέλης Σίδερης, ο Κώστας Χατζόπουλος, ο Ντίνος Θεοτόκης, ο Ρήγας Γκόλφης, ο Τάκης Ταγκόπουλος και φυσικά ο Κλέανδρος Καρθαίος κλπ. Κανένας (ή σχεδόν κανένας), δεν έφτασε στο επίπεδο του επαναστατικού ντεφαιτισμού του Λένιν, αλλά το πολύ στον ουτοπικό σοσιαλισμό και τον πασιφισμό του αδικοσκοτωμένου Ζωρές.

 Με τον κίνδυνο να ξεφύγουμε από τα αυστηρά πλαίσια του κειμένου, είναι ενδιαφέρον να γίνει μια αναφορά στον ποιητή Κλέανδρο Καρθαίο:

Μια καλή παρουσίαση για τον ίδιο και το έργο του, μπορεί να βρει κανείς εδώ. Αυτό που δεν γράφει ο μπλόγκερ - πιθανά δεν το γνώριζε - είναι ότι ο Καρθαίος ήταν στρατιωτικός καριέρας, άριστος επιτελικός αξιωματικός και μέλος του Γενικού Επιτελείου στους Βαλκανικούς Πολέμους. Ο Καρθαίος, αποτελεί λαμπρό παράδειγμα για αυτό που αναφέρθηκε πιο πάνω:

Μπροστά στη βιαιότητα και στη φρίκη του πολέμου, πολλοί άνθρωποι, αυθόρμητα ή συνειδητά, παίρνουν στάση εναντίον του.

Ήταν φανατικός αντιβενιζελικός, οπαδός του Κωνσταντίνου του Α', οπότε θα πει κανείς ότι αυτό σήμαινε αυτόματα τοποθέτηση ενάντια στον Α' Παγκόσμιο. Παρ' όλα αυτά, είναι  λάθος να αποδοθεί η όλη στάση του αποκλειστικά σε πολιτικές συγκυρίες και σε τόσο περιστασιακά κίνητρα. Ξεκινώντας από τον κωνσταντινισμό, έφτασε πιο πέρα από την άρνηση της παγκόσμιας ανθρωποσφαγής. Έφτασε στην πλήρη άρνηση της πατρίδας και της ιδεολογίας του εθνικισμού, αγκαλιάζοντας το όραμα της οικουμενικής συναδέλφωσης και το ιδανικό της Μιας και Μοναδικής Πατρίδας όλων των ανθρώπων.

Ένα ενδεικτικό ποίημα από τον Νουμά:


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

Στον κάμπο όπου βροντούσε το κανόνι,
Μια πράσινη γαλήνη τώρα απλώνει
Με μύρια ολόχαρα άνθια κεντημένη.
Εκεί που πολεμούσαν σα λιοντάρια
Του οχτρού και τα δικά μας παλικάρια,
Τίποτα πια απ’ την έχθρητα δε μένει :
Αδερφωμένοι
Κοιμούνται οι μαχητές οι τιμημένοι,
Για μια πατρίδα !
Για μια πατρίδα ! Νιώθω να πλακώνει
Το στήθος μου μια μπόρα που ζυγώνει,
Που θάρθει κι ό,τι βρει θά το σαρώσει.
Για άκου, μακριά ! κάπου βροντολογάει,
Μια φωνη στον αγέρα τριγυρνάει,
Τους λαούς στο ποδάρι να σηκώσει :
Αδερφωμένοι
Στ' άρματα οι μαχητές οι τιμημένοι,
Για την Πατρίδα !
Για την Πατρίδα, κι όχι για μια Πατρίδα
Τσακίστε τη χρυσή την αλυσίδα !
Σαν ένας σηκωθείτε, σκλαβωμένοι !!
Τ' άρματα ακόμα μια φορά ας ζωστούμε,
Και πάλι, αδέρφια, στη φωτιά ας λουστούμε !
Σαλπίστε να τραντάξει η Οικουμένη :
Αδερφωμένοι
Κινούν οι μαχητές οι τιμημένοι
Για ΜΙΑ Πατρίδα !


Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

Τέλος, ας θυμηθούμε και έναν άλλο αρνητή της εθνικιστικής πατρίδας, τον Παλαμά, που έγραφε και αυτός:


Κι αν έχουμε πατρίδα, φτάνει αυτή ως εκεί
που φτάνει και του ήλιου το βασίλειο


Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Φυλή, έθνος, τάξη: οι διφορούμενες ταυτότητες

Το συγκεκριμένο βιβλίο, κυκλοφόρησε στη χώρα μας το 1991 από τις εκδόσεις «Ο Πολίτης», σε μετάφραση του Άγγελου Ελεφάντη και της Ελένης Καλαφάτη. Αποτελείται από δεκατρία άρθρα. Συγραφείς, δύο σημαντικοί εκπρόσωποι του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού», ο Ε. Μπαλιμπάρ και ο I. Βαλλερστάιν
 
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες:
 
-  Διαφορικός ή «οικουμενικός ρατσισμός»
«Ιστορικό έθνος»,
«Τάξεις: πόλωση και υπερκαθορισμός» 
-  «Μετατόπιση της κοινωνικής σύγκρουσης;», μια ερώτηση που προσπαθεί να εξαγάγει απαντήσεις «πρακτικά συμπεράσματα», όσο αφορά, την πολιτική και κοινωνική διάσταση των παραπάνω προσδιορισμών. 
 
Το σύνολο των εργασιών στηρίζεται σε σεμινάρια που οργανώθηκαν στο Παρίσι, στο Ίδρυμα των Επιστημών του Ανθρώπου, ανάμεσα στα 1985 και 1987. Οι εκεί παρεμβάσεις δέχτηκαν περαιτέρω επεξεργασία και αρθρώθηκαν στον τόμο αυτό, με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδεικνύονται τα σημεία αντιπαράθεσης και σύγκλισης ανάμεσα στις απόψεις των δύο μαρξιστών διανοουμένων. 
 
Το βιβλίο είναι εξαντλημένο από τα βιβλιοπωλεία και μπορεί κανείς να το διαβάσει στο SCRIBD.

Εικόνα

Ακολουθεί η βιβλιοπαρουσίαση, από τον καθηγητή Ιστορίας Γιώργο Μαργαρίτη, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Πολίτης» (τεύχος 116, Δεκέμβριος 1991):

Εικόνα

Φυλή, έθνος και τάξεις λοιπόν. Θέματα επίκαιρα;

Μάς αφορούν; Ένα βιβλίο που θέλει να ανοίξει ζητήματα βαφτίζεται αναγκαστικά στα ερωτηματικά αυτά. Και θα έλεγε κανείς ότι ή συζήτηση - οι διαστάσεις και η ουσία της - ξεκινούν ακριβώς από εδώ. Από τους λόγους που προκάλεσαν τη δημιουργία, την έκδοση και τελικά τη μετάφραση και στη γλώσσα μας του βιβλίου αυτού. Είναι λίγο πολύ γνωστές οι ραγδαίες εξελίξεις που ανέδειξαν εκρηκτικό στο τέλος της δεκαετίας του 1980, πολύμορφους και πολύπτυχους εθνικισμούς που τόσο άσχημα έκρυβαν ως τότε σχήματα αυτοοριζόμενα ως υπερεθνικά. Είναι γνωστή η σε εξέλιξη απόπειρα μετατροπής επιμέρους ευρωπαϊκών εθνικισμών σε έναν ενιαίο, εκείνο της διευρυμένης και ενοποιημένης «κοινότητας». Στη χώρα μας ιδιαίτερα, όπου δημόσια ομολογείται μόνο κάποια μικρή έμφαση προς τον εθνικισμό (περίπου θεμιτή αν της συνυπολογιστούν τρεις χιλιετηρίδες «ιδιαίτερης ιστορίας»), εντυπωσιάζει η περιγραφή των επαπειλούντων την εθνική μας υπόσταση ως «λιγότερο Ευρωπαίων» (ήτοι λιγότερο πολιτισμένων, άρα με λιγότερα δικαιώματα, άρα με λιγότερα «δίκια»). Περίπτωση ανομολόγητου ρατσισμού κωμικοτραγικού προς το παρόν τύπου (σημείωση: όχι τόσο κωμικού για τους Αλβανούς, Αφγανούς, Πακιστανούς, κ.λπ. που ζουν ανάμεσα μας).

Βιβλίο επίκαιρο λοιπόν, γιατί ζούμε μέσα στα όσα οι λέξεις τού τίτλου του σημαίνουν, γιατί μας προσκαλεί να σκεφτούμε πάνω στις έννοιες που ομαδοποιούν τους ανθρώπους, που τους οδηγούν στις κοινωνικές επιλογές τους, που τους χωρίζουν σε στρατόπεδα, που τους κάνουν να φιλιώνουν ή να συγκρούονται, που τους εντάσσουν, σε τελευταία ανάλυση, σε όλα όσα ονομάζουμε πολιτική. Βιβλίο ιστορικό ταυτόχρονα, γιατί «ρατσισμός, σεξισμός, σοβινισμός» δεν είναι «αιώνια κακά, έμφυτα στους ανθρώπους» αλλά «κακά που βγαίνουν από δομές δεδομένες ιστορικά, άρα δομές μετασχηματίσιμες». Άρα πρέπει να τα απλώσουμε στο χρόνο για να τα εξετάσουμε, για να καταλάβουμε τους κανόνες και τους μηχανισμούς που τα δημιούργησαν και που τα συντηρούν. Και φυσικά να τα προβάλουμε στο μέλλον και να τα συσχετίσουμε με τις προθέσεις μας.

Βιβλίο δύσκολο, επιπλέον. Δύσκολο επειδή δεν έχουμε συνηθίσει έναν τόσο σφαιρικό τρόπο σκέψης. Επειδή δεν πρόκειται για «αισιόδοξο» βιβλίο, δεν έχει έτοιμες διεξόδους να προτείνει. «...Μιλάμε για ενδογενή διφορούμενα των ίδιων των εννοιών όπως φυλή, έθνος και τάξη, διφορούμενα που είναι δύσκολο να διαλευκανθούν και να ξεπερασθούν...». Η πηγή, η βάση της αντίφασης; Η ανάλυση, η αποδόμηση του οικουμενισμού μας δείχνει την ουσία τους. Από τον καιρό που τα κοινωνικά και οικονομικά συστήματα που σήμερα κυριαρχούν - ο καπιταλισμός αν προτιμάτε - έφεραν ως καίριο συστατικό τους αυτήν την τάση στον κόσμο (για λόγους ιστορικούς ή οικονομικής λειτουργίας), δημιούργησαν ταυτόχρονα και την ανάγκη της άλλης όψης, εκείνης που θα διασφάλιζε την ιεραρχική ταξινόμηση του συστήματος και θα συντηρούσε τη δυνατότητα «εκδίωξης» του μη επιθυμητού. Ο οικουμενισμός του καπιταλισμού δεν θα μπορούσε να κρατήσει τις εσωτερικές του ισορροπίες και λειτουργίες παρά διαμέσου μιας εσωτερικής άρνησης του εαυτού του, μέσα από μια κατοχύρωση της μερικότητας, άρα του δικαιώματος περιορισμού των όσων πρέπει να του αποδώσουν χωρίς ανάλογα να ανταμειφτούν. Εθνικισμός, ρατσισμός και σεξισμός συνόδεψαν και συνοδεύουν ως βασικά συστατικά την κυρίαρχη τάση υπέρβασης των ορίων, ενοποίησης και γενικευμένης τάξης.

Η διαπίστωση αυτή ανοίγει ακριβώς τον δρόμο για συγκρίσεις, για προσδιορισμό των διαφορών που τα σημερινά συστήματα αποκλεισμού έχουν σε σχέση με τα προ-καπιταλιστικά, για την εξέλιξη των μηχανισμών αυτών μέσα στους αιώνες του καπιταλισμού, τον εικοστό όπου και ζούμε ιδιαίτερα. Ακόμα για τις σχέσεις που συνδέουν και που χωρίζουν τον εθνικισμό και τον ρατσισμό αλλά και για τούς όρους τους οποίους δημιουργούν ή στους όποιους μετέχουν: τη φυλή, το έθνος και την τάξη. Οι συσπειρώσεις μέσα σε ιεραρχίες οικονομικές, κοινωνικές, αλλά και νοητικές, δημιουργημένες από συστήματα ιδεών, θεωρίες και αντιλήψεις.

«Ο ρατσισμός τάσσεται από την μεριά του οικουμενικού», γράφει ο Μπαλιμπάρ, «και συνάμα από την μια μεριά τού μερικού. Η υπερβολή που αντιπροσωπεύει σε σχέση με τον εθνικισμό, και επομένως το συμπλήρωμα που του προσφέρει, τείνει στο να τον καθιστά οικουμενικό, να του αναπληρώνει δηλαδή την έλλειψη οικουμενικότητας και συνάμα να τον καθιστά μερικά, δηλαδή να αναπληρώνει την έλλειψη ιδιαιτερότητας. Με άλλα λόγια, ο ρατσισμός δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να προσθέτει διφορούμενα στον εθνικισμό, πράγμα πού σημαίνει ότι διαμέσου του ρατσισμού ο εθνικισμός επιστρατεύεται σε μια φυγή προς τα πρόσω, μεταμορφώνοντας τις υλικές του αντιφάσεις σε ιδανικές» (σ. 88). Συγγνώμη για την βλασφημία, αλλά στο παραπάνω απόσπασμα συναντώ άφθονη τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα ή καλύτερα αφετηρίες για να σκεφτούμε τα του δικού μας εθνικισμού και ρατσισμού. Ο σύγχρονος ελληνικός εθνικισμός αρθρώνεται απέναντι στους εχθρούς του (όλους τους ...γύρω) με φιλοδοξίες οικουμενικές ή έστω υπέρβασης της πραγματικής εθνικής ταυτότητας. Οι... γύρω είναι κατώτεροι λόγω μειωμένης επαφής με την ιστορία, τον πολιτισμό, τις πανανθρώπινες (καπιταλιστικές) αξίες, άργησαν να εμπεδώσουν την κοινοβουλευτική δημοκρατία, τον καταναλωτισμό και τους κανόνες της αγοράς κ.λπ., δεν είναι Ευρωπαίοι, προέρχονται από τις παρυφές του πολιτισμού και του κόσμου, από τα βάθη της Ασίας κάποιοι από αυτούς. Η χώρα επικαλείται την πρόσβασή της στο πανανθρώπινο, στο ιδανικό σε σχέση με τους κατώτερους ...γύρω. Κατώτερους ως κρατικά συστήματα, ως κοινωνίες και ως φυλές, ως ανθρώπινες υποστάσεις τελικά. Ο εθνικισμός προσφεύγει στον υπερβάλλοντα ρατσισμό για να αναδειχτεί.

Ταυτόχρονα όμως ο ίδιος ρατσισμός αποκόπτει. Καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την συνεννόηση με τους «Σκοπιανούς» που προσβάλλουν την φυλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθιστά εντός της κοινωνίας ιδιαίτερα δύσκολη την κατανόηση και την επαφή με τους Αλβανούς πρόσφυγες, είδος διαφορετικό ή ωμά κατώτερο. Όπως και με τους Γύφτους. Προσδίδει στον ελληνικό εθνικισμό μια ιδιαιτερότητα που τον καθιστά απόλυτο, που καταστρέφει τις γέφυρες, συχνά ακόμα και εκείνες που ο εθνικιστικός διπλωματικός και οικονομικός ρασιοναλισμός θα ήθελε να υπάρχουν. Χαράζει κενά ανάμεσα στους ανθρώπους και στα έθνη, κενά πού κινούνται στον χώρο των σκέψεων και των αντιλήψεων, των συμπεριφορών, και που, κατά συνέπεια, είναι αδύνατο να γεφυρωθούν. Διαφοροποιεί, σε τελευταία ανάλυση, και ως προς τον υπόλοιπο «πολιτισμένο» ή «ευρωπαϊκό» κόσμο μέσα στην έξαρση της «ιδιαιτερότητας» της φυλής και, αναλογικά, του έθνους. Λειτουργεί ιδανικά με άλλα λόγια, και στην πράξη μάλλον καταστροφικά, καθώς ο εθνικισμός γίνεται ένα πολύ μοναχικό επικίνδυνο παιχνίδι.

Στα ζητήματα αυτά, που τόσο άμεσα μας αφορούν, είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα προκύψουν συζητήσεις, προβληματισμοί, αντιδράσεις. Η έκδοση του βιβλίου των Μπαλιμπάρ και Βαλλερστάιν μας προτρέπει να σκεφτούμε, να υποψιαστούμε και να καταλάβουμε πριν τα γεγονότα μάς το επιβάλουν. Είναι πολύ πιθανό ότι όλα αυτά είναι ιδιαίτερα χρήσιμες ιδιότητες σε εποχές «ιστορικές», δηλαδή σε καιρούς γρήγορων μεταβολών, που συμπαρασύρουν συνήθειες, τρόπους ζωής και επιλογές. Όπως οι δικές μας και των ...γύρω μας.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Ο γερο-τυφλοπόντικας του ρεβιζιονισμού

Παρίσι 1965. Μια ετερόκλητη ομάδα ακτιβιστών της αριστεράς (αντισταλινικοί κομμουνιστές, καταστασιακοί, αναρχικοί, κλπ), ιδρύουν έναν εκδοτικό οίκο και παράλληλα ένα βιβλιοπωλείο με το όνομα «Ο γερο-τυφλοπόντικας» (La Vieille Taupe). Το όνομα δεν είναι τυχαίο: Προέρχεται από το περίφημο απόσπασμα του Καρόλου Μαρξ, στο μεγάλο ιστορικό έργο, «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»:

«Αλλά η επανάσταση είναι συστηματική. Ακόμα, ταξιδεύει μέσα στο καθαρτήριο. Κάνει τη δουλειά της μεθοδικά... Και όταν έχει ολοκληρώσει το δεύτερο μισό της προκαταρκτικής της εργασίας, η Ευρώπη θα αναπηδήσει απ' το κάθισμά της και θα φωνάξει: έσκαψες καλά, γερο- τυφλοπόντικα!», όπου με τη ζωική αλληγορία (κάποιοι την αποκαλούν «ζωοπολιτική»), αναφέρεται στις ταξικές συγκρούσεις που διαδραματίζονται στην υποδομή του συστήματος, συγκρούσεις που θα φέρουν στην επιφάνεια με τον πλέον θεαματικό τρόπο την επανάσταση.

«Ψυχή» του βιβλιοπωλείου, «ιδιοκτήτης» του ονόματος και υπεύθυνος για τον νόμο, ο Pierre Guillaume. Μαζί, ο Francois Cerutti, ο Bernard Ferry και ο Americo Nunes da Silva. Στόχος, η δημοσίευση και διάδοση κειμένων της άκρας αριστεράς. Συμβουλιακοί κομμουνιστές, καταστασιακοί της ομάδας του Debord, μπορντιγκιστές του Le Parti communiste international, λουξεμπουργκιστές και φυσικά η παρέα του «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» των Καστοριάδη, Claude Lefort, θα βρουν έναν φιλόξενο εκδοτικό οίκο για την κυκλοφορία των έργων τους.

Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό, οι αντιθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ των ιδρυτών του βιβλιοπωλείου δεν θα αργήσουν να οδηγήσουν στην πρώτη διάσπαση, ένα μόνο χρόνο μετά την ίδρυσή του. Το 1966, οι καταστασιακοί, αποσύρονται και μαζί αποσύρουν και τα δημοσιευμένα έργα τους.

Ο Μάης του 1968, αποτελεί σταθμό στην πορεία του βιβλιοπωλείου. Σταθμό, γιατί στα πλαίσια της λογικής της ισοπέδωσης, που έβλεπε τον καπιταλισμό ως μοναδική αιτία όλων των δεινών και της προσπάθειας να αποδοθούν αποκλειστικά οικονομικά κίνητρα για όλες τις ενέργειες των ανθρώπων και όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, άρχισαν να εκδίδονται έργα – προερχόμενα κυρίως από τους μπορντιγκιστές – που χαρακτηρίζονταν από ακραίο οικονομισμό και καταστροφισμό, στοιχεία που θα συνοψιστούν αργότερα στην γενική ονομασία «χυδαίος μαρξισμός». Προεκτάσεις, αλλά και διαστρεβλώσεις του πνεύματος του Μάη, που χαρακτηριζόταν από υπερεπαναστατικό ενθουσιασμό, με το τέλος του καπιταλισμού να βρίσκεται χρονικά πολύ κοντά.

1970. Ο «γερο-τυφλοπόντικας», εκδίδει μια ανώνυμη μπροσούρα γραμμένη πριν από δέκα χρόνια, από κάποιον μπορντιγκιστή, με τίτλο: «Άουσβιτς, ή το μεγάλο άλλοθι» (Auschwitz ou le grand alibi). Η πρώτη δημοσίευση, ήταν στο περιοδικό “Programme Communiste” που ήταν η γαλλική μπορντιγκιστική επιθεώρηση, κάπου στα μέσα του 1960 και είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητη.

Το περιεχόμενο της μπροσούρας, ακραίο (εξοργιστικά ακραίο) και υπεραπλουστευτικό. Αποθέωση του χυδαίου μαρξισμού, τυπικό αρνητικό παράδειγμα εργαλειακής χρήσης της μαρξικής θεωρίας:

«Δεν υπάρχουν άνθρωποι, προσωπικότητες, παρά μόνο φορείς ταξικών συμφερόντων και σχέσεων».

«Η εξόντωση των Εβραίων αποτελεί το μεγάλο άλλοθι του αντιφασιστικού στρατοπέδου για την δικαιολόγηση των εγκλημάτων του σε βάρος του γερμανικού λαού. Μόνο με τη Γενοκτονία, το αντιφασιστικό στρατόπεδο μπορεί να δικαιωθεί, χωρίς αυτή, μιλάμε για μια απίστευτη ομοιότητα μεταξύ των δύο μεγάλων ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων».

«Οι Εβραίοι θα εξοντωθούν ως μικροαστοί, ως μη έχοντες θέση στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Θα θυσιαστούν από τους Γερμανούς μικροαστούς, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν την θέση τους στο σύστημα». Η φυσική εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων, θα αποκαλεστεί απλά, ως «έξοδος από την παραγωγή». «Οι Ναζί θα προσπαθήσουν να διαπραγματευθούν τις ζωές των Εβραίων με οικονομικά ανταλλάγματα, αλλά οι αντιφασιστικές χώρες θα αδιαφορήσουν. Οι προλετάριοι, δεν πρέπει να νοιάζονται ιδιαίτερα για την τύχη των μικροαστών Εβραίων. Οι εργάτες, ζούσαν και ζουν, πριν και μετά τον πόλεμο, ένα συνεχές Άουσβιτς, μια πραγματική κόλαση, όπως ακριβώς είναι η ζωή τους στον καπιταλισμό. Η καθημερινή ζωή ενός προλετάριου στον καπιταλισμό, δεν διαφέρει από την ζωή ενός έγκλειστου στο Άουσβιτς, στο παραμικρό».

Από επιστημονική άποψη, το κείμενο ήταν εξαρχής προβληματικό. Στο Άουσβιτς, δεν εξοντώθηκαν μονάχα μικροαστοί Εβραίοι, αλλά και προλετάριοι, όπως και κάποιοι μεγαλοαστοί. Στην πραγματικότητα, δεν εξοντώθηκαν μόνο Εβραίοι από τον παροξυσμό του ναζιστικού φυλετικού μίσους, αλλά και άλλοι «υπάνθρωποι» που ανήκαν σε «κατώτερες φυλές», Σλάβοι, Ρομά, Σίντι, κλπ. Η διαπραγμάτευση που έγινε μεταξύ ναζί αξιωματούχων και των συμμάχων για τη σωτηρία ενός εκατομμυρίου Εβραίων, είναι αμφίβολη ιστορικά (βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην περίφημη ιστορία του Ουγγροεβραίου Joel Brand και στις υποτιθέμενες συνομιλίες που είχε με τον Άιχμαν). Και πολλά άλλα.

Παρά τα προβλήματα, η μπροσούρα στην επανέκδοσή της το 1970, προκάλεσε και προκαλεί αίσθηση, θεωρούμενη δίκαια ως το πρώτο ρεβιζιονιστικό έργο στη Γαλλία. Από την αμφισβήτηση των αιτιών και της μοναδικής φύσης (ιστορικά ανεπανάληπτο), του Ολοκαυτώματος, το πέρασμα στην ίδια την ολοκληρωτική άρνησή του δεν είναι παρά ένα φυσικό επακόλουθο.

Ο συγγραφέας του κειμένου είναι άγνωστος (πιθανά ο Γάλλος ακτιβιστής Martin Axelrad), αφού οι μπορντιγκιστές επέμεναν στη λεγόμενη συλλογική γραφή και στην επίσης συλλογική ευθύνη του περιεχομένου των βιβλίων που κυκλοφορούσαν από την ομάδα τους.
Λέχθηκε, ότι ο συντάκτης ήταν ο ίδιος ο Αμαντέο Μπορντίγκα, κάτι που δεν αποδείχθηκε ποτέ.

O Amadeo Bordiga.. Ηταν αντίθτος μέχρι το τέλος της ζωής του σε οποιαδήποτε υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας και στον αντιφασισμό, ως ξένη πολιτική διδασκαλία στην ταξική πάλη του προλεταριάτου.

Ο λενινιστής Μπορντίγκα, ιδρυτής και πρώτος γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κράτησε μια ντεφαιτιστική στάση, που δύσκολα θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς, επαναστατική. Στην ουσία σιώπησε – ο Μουσολίνι δεν τον ενόχλησε ποτέ – ενώ φαίνεται, να διατηρούσε σχέσεις τουλάχιστον μέχρι το 1943, με τον άλλοτε δεύτερο γραμματέα του Ιταλικού ΚΚ και μετέπειτα φασιστή ηγέτη και σύμβουλο του Μουσολίνι, Νικόλα Μποτάτσι και να αρθρογραφούσε στο νόμιμο «σοσιαλιστικό» περιοδικό του.

Όπως και να είναι, ο Μπορντίγκα δεν μίλησε στα επόμενα δέκα χρόνια (από το 1960, μέχρι τον θάνατό του, το 1970), για το κείμενο αυτό, αλλά ούτε και το καταδίκασε. Φαίνεται να συμφωνούσε. Στην τελική, το άρθρο, αποτελούσε και μια μορφή απολογητικής για την συνολική στάση που πήρε ο ίδιος και η ομάδα του στον αντιφασιστικό αγώνα του ιταλικού λαού και στην αντίστασή του ενάντια των Γερμανών κατακτητών. Όχι άδικα λοιπόν, το «Αρχείο Μαρξιστών στο Ίντερνετ», το περιλαμβάνει στην εργογραφία του.

Το φυλλάδιο, συνάντησε πολλές αντιδράσεις από την Αριστερά, ακόμα και από πολλούς συντρόφους του Pierre Guillaume. Κάποιοι όμως κύκλοι της άκρας αριστεράς, ειδικά στη Γαλλία, συνέχισαν και συνεχίζουν να το υιοθετούν, αρνούμενοι τον χαρακτηρισμό του «ρεβιζιονιστικού έργου». Το PCI, το Διεθνές Κομμουνιστικό Κόμμα (μπορντιγκιστικής κατεύθυνσης), θεωρεί, ότι η άρνηση της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος, δεν σε καθιστά αυτόματα και αρνητή του:
«αρνούμαστε ότι τα ναζιστικά εγκλήματα είναι μοναδικά στην ιστορία [...] απλά, αναλογιστείτε τις σφαγές των Τούτσι στη Ρουάντα, και θυμηθείτε την εγκληματική συνενοχή της γαλλικού ιμπεριαλισμού στην προετοιμασία των δολοφονιών [...] Η ρίζα αυτών των εγκλημάτων είναι στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα»,

υποστηρίζουν ακόμα και σήμερα, οι εναπομείναντες μπορντιγκιστές.

Μετά το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε από τις συνεχείς ιδεολογικές και πολιτικές ρήξεις, ο «Γερο-τυφλοπόντικας», το 1972 θα κλείσει. Η μικρή ομάδα που θα ακολουθήσει τον Pierre Guillaume θα ονομαστεί «Κομμουνιστικό Κίνημα» και θα συνεχίσει να εκδίδει ένα ενημερωτικό φυλλάδιο, με τον ίδιο τίτλο.
Το 1979 , ο Pierre Guillaume θα αναδημοσιεύσει «Το ψέμα του Οδυσσέα» του πατέρα του ρεβιζιονισμού Paul Rassinier, εγκαινιάζοντας έτσι και την δεύτερη ιστορική περίοδο του βιβλιοπωλείου-εκδοτικού οίκου.
 Ο Πολ Ροσινιέ, ο πατριάρχης του ρεβιζιονισμού. Πρώην κομμουνιστής και πρώην κρατούμενος του ναζισμού. Ξεκινώντας από την απομυθοποίηση της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατουμένων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, θα φτάσει στην άρνηση του ίδιου του Ολοκαυτώματος.

 Το μόνο όμως κοινό, μεταξύ της πρώτης και δεύτερης περιόδου του βιβλιοπωλείου, θα είναι το όνομα. Ο εκδοτικός οίκος, θα αφιερωθεί σχεδόν αποκλειστικά, στην κυκλοφορία βιβλίων που αρνούνται με «επιστημονικά επιχειρήματα» το Ολοκαύτωμα και θα μετατραπεί στην ναυαρχίδα του ευρωπαϊκού ρεβιζιονισμού. Τον Rassinier, θα ακολουθήσει Robert Faurisson . Θα καταστεί σε όλους σαφές, ότι η La Vieille Taupe λειτουργεί πια ως μια μικρή ομάδα, αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στην άρνηση του Ολοκαυτώματος, με βασικούς πρωταγωνιστές εκτός από τον Pierre Guillaume, τους Serge Thion, Jacob Assous, Jean-Gabriel Cohn-Bendit και άλλα πρωτοπαλίκαρα του ρεβιζιονισμού.




Το εξώφυλλο του βιβλίου του (γενικά μετριοπαθούς) ρεβιζιονιστή  Serge Thion, με τίτλο «Ιστορική αλήθεια ή πολιτική αλήθεια;», εκδόσεις La Vieille Taupe, Παρίσι 1980. Χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Βεβαίως υπήρξαν τεχνητές θανατώσεις με αέριο, αλλά το ερώτημα των βιομηχανικών μεθόδων δεν έχει εξεταστεί, ώστε να λύνει όλες τις απορίες που δικαιούμαστε να έχουμε για τη λειτουργία κάθε άλλης βιομηχανικής επιχείρησης σε άλλο περιβάλλον».

Οι πρώην σύντροφοι του Guillaume, θα κρατήσουν αρχικά αποστάσεις από το νέο προσανατολισμό του «γερο-τυφλοπόντικα». Στη συνέχεια, θα περάσουν στην επίθεση εναντίον του, αποκαλώντας το βιβλιοπωλείο και τον ιδιοκτήτη του «γάγγραινα στον χώρο της αριστεράς» (κείμενο των πρώην μελών της ομάδας, στην Liberation στις 26.10.1980). Ο ισχυρισμός του Guillaume, ότι ο Debord ήταν και αυτός (μυστικά) αρνητής του Ολοκαυτώματος, μόνο οργή θα προκαλέσει στη γαλλική άκρα αριστερά.

Ο Guillaume, θα συνεχίσει να δουλεύει τον «γερο-τυφλοπόντικα», με πολλά όμως οικονομικά αλλά και νομικά προβλήματα, ειδικά με την ψήφιση το 1990, του Gayssot, (του νόμου που ποινικοποιεί τον αντισημιτισμό και την άρνηση του Ολοκαυτώματος) από τη γαλλική βουλή.
Το 1995, το βιβλιοπωλείο θα ανακουφιστεί κάπως οικονομικά, εκδίδοντας το περίφημο βιβλίο του Γκαρωντύ «Οι θεμελιώδεις μύθοι της ισραηλινής πολιτικής», βιβλίο ρεβιζιονιστικής κατεύθυνσης, που γνώρισε όμως αναπάντεχη επιτυχία, κυρίως λόγω του μεγάλου ονόματος του συγγραφέα.


Η εκδοτική όμως παραγωγή και κυκλοφορία, δεν θα γλιτώσει τελικά από την φθίνουσα πορεία που είχε πάρει, με μοναδικούς πια πελάτες, τα μέλη ακροδεξιών, φασιστικών και νεοναζιστικών οργανώσεων.

Ο «γερο-τυφλοπόντικας» πήρε λάθος δρόμο, απ’ ότι τελικά φάνηκε.

Σημειώσεις: 

1. _ Όσοι ενδιαφέρονται για την μπορντιγκιστική ανάλυση του φασιστικού φαινομένου, αξίζει να διαβάσουν το βιβλίο του Γάλλου θεωρητικού Jean Barrot (Gilles Dauvé):

Φασισμός - Αντιφασισμός (Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος), από τις εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σε μετάφραση του Νίκου Αλεξίου (Αθήνα, 2002). Ένα άκρως ενδιαφέρον κείμενο, με πολύ εύστοχες παρατηρήσεις, που όμως συνυπάρχουν με τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της μπορντιγκιστικής λενινιστικής παράδοσης. Τα αποκαλώ αδιέξοδα, επειδή το Άουσβιτς και το Ολοκαύτωμα γενικότερα, δεν μπορεί να ερμηνευτεί αποκλειστικά με μαρξιστικά εργαλεία (πώς πετάει ο καπιταλισμός τόση εργατική δύναμη στα σκουπίδια), κάτι που είναι αδιανόητο για έναν συνεπή μπορντιγκιστή. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, που κινείται ακριβώς στη λογική του «Άουσβιτς, ή το μεγάλο άλλοθι», που αναφέρθηκε στην αρχική δημοσίευση:

Η κοινή γνώμη δεν καταδικάζει τόσο πολύ τον ναζισμό για τις φρικαλεότητές του, διότι έκτοτε άλλα κράτη - στην πραγματικότητα η καπιταλιστική οργάνωση της παγκόσμιας οικονομίας- έχουν αποδειχθεί εξίσου καταστροφικά για την ανθρώπινη ζωή με τους ναζί, μέσω πολέμων και τεχνητών λιμών. Μάλλον ο ναζισμός καταδικάζεται επειδή ενήργησε εσκεμμένα, επειδή ήταν συνειδητά διεφθαρμένος, επειδή αποφάσισε να εξοντώσει τους Εβραίους. Κανείς δεν ευθύνεται για τους λιμούς που αποδεκατίζουν λαούς ολόκληρους, εκτός από τους ναζί - αυτοί ήθελαν να εξοντώνουν.Για να εκριζώσει κανείς αυτήν την παράλογη ηθικολογία, θα πρέπει να έχει μια υλιστική αντίληψη για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Αυτά δεν υπήρξαν προϊόν ενός κόσμου που παραφρόνησε. Αντιθέτως, ακολουθούσαν την συνήθη καπιταλιστική λογική που εφαρμόζεται σε ειδικές περιστάσεις. Τόσο όσον αφορά την δημιουργία, όσο και την λειτουργία τους, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως ανήκαν στον καπιταλιστικό κόσμο...

Το βιβλίο υπάρχει στο SCRIBD.

_ Για τις ευθύνες του Bordiga στην μη αναπόφευκτη νίκη του φασισμού στην Ιταλία και τις γενικότερες αντιλήψεις του (Κόμμα, αστική δημοκρατία, ταξική πάλη, φασισμός, αντιφασισμός), μια πολύ καλή δουλειά από το «Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο»: 

2.  Μια από τις πλέον εμπεριστατωμένες αναλύσεις ενάντια στον ρεβιζιονισμό, από την ιστορικό Nadine Fresco: 

The Denial of the DeadOn the Faurisson Affair

3. Το «Ολοκαύτωμα της αριστερής σκέψης», από την δημοσιογραφική ομάδα του Ιού (24.11.1996). Αφιέρωμα στους αντίστοιχους Έλληνες «γερο-τυφλοπόντικες».


4. Για την εσφαλμένη χρήση του όρου «ρεβιζιονισμός», στην περίπτωση των αρνητών του Ολοκαυτώματος, αξίζει να διαβαστεί η ανάλυση του Χάγκεν Φλάϊσερ, στο βιβλίο του «Οι πόλεμοι της μνήμης: Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η δημόσια Ιστορία», εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2008.
βλ. το κεφάλαιο: «Άλλο αναθεώρηση της Ιστορίας και άλλο άρνηση».

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Απεργίες στην διάρκεια της χούντας (1967-74)




Οι εργατικοί αγώνες στην περίοδο της απριλιανής δικτατορίας (1967-1974). 

Το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967, συνέτριψε το συνδικαλιστικό κίνημα που μόλις είχε αρχίσει να ανασυγκροτείται μετά την μεγάλη ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο Πόλεμο 1946-1949. Στην πραγματικότητα, δεν έθιξε καθόλου την εργατοπατερική ΓΣΕΕ (η οποία χαιρέτισε με ενθουσιασμό την «Επανάστασιν» και κάλεσε τους εργάτες να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά του 1967 στο Σύνταγμα υπό την προστασία των αρμάτων), αλλά τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που βρίσκονταν έξω από αυτήν και της ασκούσαν συστηματική και συνεχή αντιπολίτευση όλη την προηγούμενη περίοδο. 

 Οι εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ, παρέα με τους δικτάτορες.

Το νομοθετικό πλαίσιο της χούντας όσο αφορά την δυνατότητα άσκησης από τους εργάτες του δικαιώματος της απεργίας, ήταν εξαιρετικά ασφυκτικό. Με το «Σύνταγμα» του 1968, οριζόταν ότι η κήρυξη απεργίας θα μπορούσε να γίνει μόνο για αυστηρά «οικονομικούς λόγους». Η ερμηνεία του όρου «οικονομικός», ήταν άκρως ελαστική και υπαγόταν στην ευχέρεια των κατασταλτικών μηχανισμών του χουντικού καθεστώτος. Πρακτικά, στην περίοδο, σημειώθηκε μια εκρηκτική συσσώρευση κεφαλαίου από την αστική τάξη και αντίστοιχα, ειδικά μετά την οικονομική κρίση του 1973, μια επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων. Υπερκέρδη για την κεφαλαιοκρατία, «υπομονή στη φτώχεια τους» για τους εργαζομένους (σύσταση του τότε υφυπουργού Εργασίας). 

 Αύγουστος του 1969. Προκήρυξη του ΑΕΜ (Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο. Στην πραγματκότητα, καμιά από τις παράνομες συνδικαλιστικές οργανώσεις στην διάρκεια της δικτατορίας (ΕΣΑΚ, ΑΕΜ, ΔΕΚΕ), δεν μπόρεσε να αναπτύξει μαζική δράση και να οργανώσει τους διεκδικητικούς αγώνες της εργατικής τάξης.


Πάντως, παρά την τρομερή καταστολή, στην διάρκεια της χούντας, σημειώθηκαν – ειδικά το  1973 – απεργιακές κινητοποιήσεις (Τα στοιχεία από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 21.4.1997):

  1.  Ιούνιος 1968: Αναφέρεται στάση εργασίας στη μεταλλουργική βιομηχανία «Θερμίς», με αιτήματα μισθολογικού χαρακτήρα.
  2. Απρίλιος 1969: Στάση εργασίας των πιλότων της Ολυμπιακής Αεροπορίας.
  3. Μάιος 1970: Νέα στάση εργασίας των πιλότων της ΟΑ.
  4. Στάση εργασίας στο υφαντουργείο «Γιούλα» της Κοκκινιάς. Οι εργαζόμενοι κερδίζουν την επαναπρόσληψη των απολυθέντων και σημαντικές αυξήσεις. 
  5. Μάιος 1971: Απεργία 30 αφρικανών εργαζομένων στο «Ξενία» του Βόλου για βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους (1/5). 
  6. Ιούνιος 1971: Στάσεις εργασίας στο εργοστάσιο «Tide» για αυξήσεις και λήψη μέτρων ασφαλείας. 
  7. Ιούλιος 1973: Εικοσιτετράωρες απεργίες των τυπογράφων των αθηναϊκών εφημερίδων για αυξήσεις μισθών (2,5/7). 
  8. Απεργία των τεχνικών εδάφους των εσωτερικών γραμμών της ΟΑ (8/7). 
  9. Απεργία των συντακτών στις εφημερίδες «Ακρόπολις», «Απογευματινή», «Βήμα», «Νέα» και «Βραδυνή» για αυξήσεις (17-20/7). 
  10. Απεργία των αλιεργατών στην Καβάλα για τη σύναψη συλλογικής σύμβασης.
  11. Αύγουστος 1973: Νικηφόρα απεργία των πιλότων της ΟΑ, καθηλώνει στο έδαφος όλα τα αεροσκάφη της εταιρείας (18-19/8). 
  12. Απεργία στα τρόλεϊ με μεγάλη επιτυχία και νίκη των απεργών (27/8).
  13. Σεπτέμβριος 1973: Απεργία του προσωπικού της Ολυμπιακής (19/9). 
  14. Μαχητική συγκέντρωση των εμποροϋπαλλήλων για το ωράριο στην Αθήνα. Επεισόδια με την αστυνομία και συλλήψεις (19/9), κερδίζουν όμως (προσωρινά) την ημιαργία της Τετάρτης (24/9). 
  15. Απεργία των χειριστών της ΔΕΗ στο λιγνιτωρυχείο της Μεγαλόπολης (24/9). 
  16. Οκτώβριος 1973: Δίωρη γενική απεργία στα Μέγαρα, κατά των σχεδίων για εγκατάσταση εργοστασίου αλουμίνας και διυλιστηρίου στην πόλη (12/10). Συλλαλητήριο 12.000 κατοίκων της πόλης για την ίδια υπόθεση (14/10). 
  17. 24ωρη απεργία του προσωπικού της ΔΕΗ στην πρωτεύουσα κατά του νέου κανονισμού εργασίας, με συμμετοχή 97% (29/10).  
  18. Νοέμβριος 1973: 48ωρη απεργία των εργαζομένων στη ΔΕΗ του λεκανοπεδίου, με συμμετοχή 99% (14-15/11).  
Τα κοινά σημεία αυτών των εργατικών κινητοποιήσεων, ήσαν:
·         Είχαν όλες τεράστια συμμετοχή.
·         Ήσαν σύντομης διάρκειας.
·         Ξεκίνησαν με την πρωτοβουλία πρωτοβάθμιων σωματείων.
·         Δεν είχαν καμία στήριξη από τις συνομοσπονδίες ή τα εργατικά κέντρα στα οποία υπάγονταν.
·         Οι παράνομες συνδικαλιστικές οργανώσεις, δεν είχαν καμιά συμμετοχή ή ρόλο στους αγώνες αυτούς.  Ο κανόνας που θέλει τις παράνομες συνδικαλιστικές οργανώσεις να αδυνατούν εντελώς να κινητοποιήσουν τους εργάτες, για μια ακόμα φορά επιβεβαιώθηκε και στην περίπτωση της χούντας.  Ο μόνος τρόπος να αποκτήσουν οι παράνομες οργανώσεις μαζική απήχηση, είναι να διεισδύσουν στις νόμιμες οργανώσεις (περίπτωση Ιβηρικής Χερσονήσου και διείσδυση αριστερών συνδικαλιστών στα κρατικά συνδικάτα στην διάρκεια της φρανκικής και σαλαζαρικής περιόδου).
·         Τέλος, όλες οι εργατικές κινητοποιήσεις, είχαν ως αφετηρία τα άμεσα και καυτά οικονομικά προβλήματα των εργαζομένων, που ειδικά, με την τεράστια πληθωριστική αύξηση που σημειώθηκε το 1973, είχαν οξυνθεί, σε σημείο να αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους, πραγματικό ζήτημα επιβίωσης.

Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και τη σχετική φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος μέσα στο 1973, με το «Πείραμα Μαρκεζίνη», γεγονός που επέτρεψε ένα μίνιμουμ νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης σε πολλούς εργασιακούς χώρους.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στην απεργία των τρόλεϊ, τον Αύγουστο του 1973. Σε αυτήν πρωτοστάτησαν κυρίως νέοι συνδικαλιστές, που δεν είχαν καμιά σχέση με την συνδικαλιστική δράση της προηγούμενης περιόδου και καμιά σύνδεση με τις παράνομες οργανώσεις.  Η συγκεκριμένη απεργία, περιγράφεται με αναλυτικά, στο βιβλίο του δικηγόρου Θεόδωρου Θεοδώρου «Στοιχεία για την εργατική τάξη στην Ελλάδα σήμερα» (Αθήνα 1975, έκδοση «ομάδα εργασία»).  Ο Θεοδώρου, βοήθησε τους νέους συνδικαλιστές των τρόλεϊ να φτιάξουν ένα νέο πρωτοβάθμιο σωματείο, κόντρα στο παλιό εργατοπατερικό, παρέχοντας νομική βοήθεια. Η ίδρυση του νέου σωματείου στις αρχές του 1970, οδήγησε στην διενέργεια ελεύθερων εκλογών μεταξύ των εργαζομένων, (αφού πρώτα υπήρξε συμβιβασμός των δύο σωματείων),  γεγονός που ανέδειξε μια νέα και μαχητική συνδικαλιστική ηγεσία. Η επιτυχημένη απεργία του Αυγούστου του 1973, παρά τις απειλές και την τρομοκρατία της χουντικής κυβέρνησης, ήταν φυσικό επακόλουθο αυτής της διαδικασίας. 

Για περαιτέρω μελέτη – πέρα από το βιβλίο του Θεοδώρου που ανέβηκε στο SCRIBD – διαβάστε την πολύ καλή μελέτη της Στέλλας Ζαμπαρλούκου, «Κράτος και εργατικός συνδικαλισμός στην Ελλάδα, 1936-1990: Μια συγκριτική προσέγγιση» (Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, στη σειρά «Θεσμοί της ελληνικής κοινωνίας», Αθήνα-Κομοτηνή 1997).