Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Η «Ημέρα των Ευχαριστιών» στο Βίτσι, Νοέμβριος 1948

Για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του μαρξιστή στοχαστή και μεγάλου διανοητή Παναγή Λεκατσά, η κατάρρευση της πολιτικής και θιασικής κυριαρχίας της Αγγλίας στην Ελλάδα το 1947 και η αντικατάστασή της από την αμερικανική, είχε ως τελικό αποτέλεσμα να επέλθει ανεπανόρθωτη αλλοίωση στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση του ελληνικού λαού.

Ο «Αμερικανικός Θίασος», κυριάρχησε, εκτός από την πολιτιστική σφαίρα και στην θρησκευτική. Γενικά, κυριάρχησε σε ολόκληρο το εποικοδόμημα. Από το 1947, άρχισε η χώρα να πλημμυρίζει από ακραίες προτεσταντικές αιρέσεις, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι Αντβεντιστές και από άλλες, περισσότερες συμβατικές, όπως οι Ευαγγελιστές. Ακόμα όμως και η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχθηκε επιδράσεις από το αμερικανικό θιασικό σύμπλεγμα, με τον γιγαντισμό των ήδη υπαρχόντων προτεσταντικού τύπου παρακκλησιαστικών οργανώσεων (Σωτήρ, Ζωή, κλπ), που επικράτησαν στους κόλπους της (από θεολογικής απόψεως, μπορεί να διαβάσει κανείς το «Ερωτικών αμφιλογία ή περί λιβελλοπράγμονος μοναχού», Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1989, όπου ο Χρήστος Γιανναράς αποδεικνύει περίτρανα, την προτεσταντική αρχή όλων αυτών των οργανώσεων).

Χαρακτηριστικό των παραπάνω, είναι το γεγονός, ότι τον Νοέμβριο του 1948,  γιορτάστηκε στο Βίτσι από τον «Εθνικό Στρατό», η περίφημη «Ημέρα των Ευχαριστιών», η Thanksgiving Day. Στην Ημέρα των Ευχαριστιών (25 Νοεμβρίου στις ΗΠΑ), οι πιστοί προσεύχονται και ευχαριστούν τον Ύψιστο, σε ανάμνηση του πρώτου θερισμού των προπατόρων τους, που έφτασαν στον Νέο Κόσμο ασφαλείς, το 1620. Μιλάμε δηλαδή, για μια παραλλαγή μεσαιωνικής αγροτικής γιορτής, που μεταφέρθηκε από τους αποίκους στην αμερικανική ήπειρο τον 17ο αιώνα. Υποτίθεται, ότι στην ορθόδοξη λατρευτική παράδοση, δεν υπάρχει ξεχωριστή ημέρα Ευχαριστίας στον Θεό, αλλά κάθε ημέρα του έτους, αποτελεί ημέρα Ευχαριστίας, Ευγνωμοσύνης και Προσευχής.

Από τις εφημερίδες της εποχής:


Αξίζει να πούμε ότι η «Ημέρα των Ευχαριστιών», αποτέλεσε σημείο διαφωνίας και εντόνων αντιπαραθέσεων στους κύκλους της αμερικανικής Νέας Αριστεράς και στο αντιπολεμικό κίνημα την δεκαετία του 1960-1970. Πολλοί αμερικανοί αριστεροί ριζοσπάστες, πρότειναν η συγκεκριμένη γιορτή να ονομαστεί ως "Εθνική Ημέρα Εξιλασμού" (National Day of Atonement), κατά την οποία το φαγοπότι να αντικατασταθεί από αυστηρή νηστεία, προκειμένου να τιμηθεί η μνήμη του Ολοκαυτώματος εκατομμυρίων γηγενών Αμερικανών, από τους άποικους, που αποτέλεσαν τη μαγιά της δημιουργίας των ΗΠΑ.

Η βασική αντίρρηση πολλών αριστερών που γιόρταζαν και συνέχιζαν να γιορτάζουν τη συγκεκριμένη ημέρα ήταν ότι "εντάξει, πρόκειται για μια γιορτή που συνδέεται με μια βρώμικη και δόλια ιστορία· παρά ταύτα, μπορούμε να συνεχίσουμε να γιορτάζουμε την ημέρα, αποκλειστικά για την οικογένεια και τους φίλους μας". Το πάνω επιχείρημα χωλαίνει, αφού χρησιμοποιεί τα βασικά νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα της υπεροχής του ιδιωτικού τομέα σε σχέση με τη συλλογική δράση και διδάσκει την επιστροφή στο ατομικό και ιδιωτικό-οικογενειακό πεδίο (με μια ζωή που να ρυθμίζεται βασικά από την κατανάλωση).

Όπως και ν αείναι πάντως, οι παραδοσιακοί Αμερικανοί κομμουνιστές (και οι ελληνοαμερικανοί) των περασμένων δεκαετιών (1940 και 1950s), δε φαίνεται να είχαν τέτοιους προβληματισμούς.

Από το σπουδαίο έργο του Κώστα Καρπόζηλου, Κόκκινη Αμερική: Έλληνες μετανάστες και το όραμα ενός Νέου Κόσμου, 1900-1950 (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2017), ένα απόσπασμα σχετικό με το θέμα, που παρουσιάζει την πολιτιστική διάχυση των Αμερικανών ελληνικής καταγωγής, έστω και αριστερών-κομμουνιστών, στις παραδοσιακές αξίες του λεγόμενου αμερικανισμού. Η ίδια ακριβώς διάχυση θα επιχειρηθεί και με την πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία των ΗΠΑ στην Ελλάδα, μετά το 1947:

Η τρίτη καταχώρηση, στην τελευταία σελίδα του δελτίου Voice of Hel­lenic American Youth, αφορούσε τις χοροεσπερίδες που οργάνωναν τμή­ματα της International Workers Order για την Ημέρα των Ευχαριστιών. Ο εξαμερικανισμός του ελληνοαμερικανικού κομμουνισμού εξηγεί την ένταξη της Ημέρας των Ευχαριστιών στο ημερολόγιο της οργάνωσης. Οι Ελληνοαμερικανοί «νέοι πρωτοπόροι» αποδείκνυαν, με τον τρόπο αυτό, την εξοικείωση της δεύτερης μεταναστευτικής γενιάς με την κα­τεξοχήν αμερικανική γιορτή. Στ' αυτιά τους, η ριζοσπαστική κριτική της δεκαετίας του 1960 στην Ημέρα των Ευχαριστιών σε σχέση με την εκδίωξη των αυτοχθόνων πληθυσμών θα ηχούσε, πιθανότατα, παράδο­ξα. Αυτοί πολιτικοποιούσαν την ημέρα, όχι απορρίπτοντάς την, αλλά προσδίδοντάς της το κοινωνικό και πολιτιστικό πρόσημο της αμερι­κανικής Αριστεράς: κάποιος σύντροφος θα έβγαζε έναν σύντομο λόγο για τα επείγοντα ζητήματα της περιόδου, η μουσική θα περιελάμβανε τις μελωδίες του δημοφιλή κομμουνιστή βάρδου Πολ Ρόμπσον και οι συζητήσεις της βραδιάς θα ανατροφοδοτούνταν από τα όσα συνέβαιναν στον περίγυρο και στο νοητικό σύμπαν της οργάνωσης. Οι Ελληνοαμε­ρικανοί «νέοι πρωτοπόροι», όπως κάθε αμερικανική παρέα, έκαναν εν τέλει αυτό που απαιτούσε η ημέρα: απόλαυσαν μια γεμιστή γαλοπούλα.


Το δώρο που περίμενε τον μεγάλο τυχερό της βραδιάς αποδείκνυε με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι οι νέοι Αμερικανοί κομμουνιστές ήταν άνθρωποι της εποχής τους. «Μια ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ» ήταν το έπαθλο της καθιερωμένης λοταρίας· «ναι, καλά ακούσατε, μια ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ», επα­ναλάμβανε η ανακοίνωση στην τελευταία σελίδα του Voice of Hellenic American Youth. Στη μικρή αυτή λεπτομέρεια της χοροεσπερίδας της Ημέρας των Ευχαριστιών συμπυκνώνεται η μεγαλύτερη πρόκληση με την οποία καλούνταν να αναμετρηθεί η αμερικανική Αριστερά: ο αναγεννημένος αμερικανικός καπιταλισμός μπορούσε να εγγυηθεί την πρόσβαση περισσότερων από ποτέ ανθρώπων σε έναν θαυμαστό, και διαρκώς επεκτεινόμενο, κόσμο κατανάλωσης και υπηρεσιών.

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Ας μιλήσουμε για την Angela Calomiris

Γεννήθηκε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης το 1916, από ελληνοαμερικανούς γονείς. Ο πατέρας της, εργάτης σε γουναράδικο, έμεινε άνεργος στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης και η οικογένειά της, για κάποια χρόνια θα στερηθεί τα στοιχειώδη. Παρά ταύτα, η νεαρή Άντζελα, με λεσβιακό σεξουαλικό προσανατολισμό και έκδηλη αρρενωπότητα, θα δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά ως φωτορεπόρτερ, ενώ θα ασχοληθεί και με την καλλιτεχνική φωτογραφία, με μέντορα τον μεγάλο φωτογράφο Sid Grossman. Ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, θα ενταχθεί σε μια φωτογραφική συλλογικότητα, με ριζοσπαστικό κοινωνικό και αριστερό προσανατολισμό, την περίφημη και ιστορική πια, Photo League, της οποία ιδρυτές ήταν ο Sid Grossman και ο επίσης σπουδαίος Sol Libsohn.



«Πατέρα και γιος», φωτογραφία της Angela Calomiris, κάπου μεταξύ 1938-1942. Η φωτογραφία παρουσιάστηκε στην έκθεση «The Women of the Photo League at Higher Pictures Gallery», Νέα Υόρκη 2009.

Το 1942, η Calomiris, θα προσεγγιστεί από δύο πράκτορες του FBI. Θα της προτείνουν να ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ, προκειμένου να συγκεντρώσει όσα περισσότερα στοιχεία μπορεί για τα μέλη του και τις οικονομικές δραστηριότητές του. Η Calomiris, θα δεχθεί την πρόταση των πρακτόρων και σε λίγο, μέσω των διασυνδέσεων που είχε με την αριστερή συλλογικότητα στην οποία ανήκε, θα στρατολογηθεί στο Κόμμα.

Με το ζήλο του νεοφώτιστου, θα αρχίσει να εργάζεται στην αρχή ως κατώτερο και στη συνέχεια ως μεσαίο στέλεχος, σκληρά για το ΚΚ. Η δουλειά της, καθαρά γραφειοκρατική, στα πλαίσια του οικονομικού τμήματος, γεγονός που θα της δώσει την μοναδική ευκαιρία να συγκεντρώσει ένα τεράστιο αριθμό δεδομένων για τις ταυτότητες των μελών του κόμματος, για τις οικονομικές του δραστηριότητες, για τις σχέσεις του με συνδικαλιστικές και πολιτιστικές οργανώσεις που λειτουργούσαν ως προμετωπίδες, κλπ. Όλα αυτά τα στοιχεία, θα τα παραδίδει σε τακτικά χρονικά διαστήματα στο FBI, έναντι εννοείται αδρής χρηματικής αμοιβής· παράλληλα θα συνεχίσει να πληρώνεται για την δουλειά της στη φωτογραφία.

Τον Απρίλιο του 1949, αρχίζει μια σειρά δικών ενάντια στα ηγετικά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ. Η βασική κατηγορία είναι ότι αποτελούν πράκτορες ξένης δύναμης και ως στόχο έχουν τη βίαιη ανατροπή μέσω επανάστασης, της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Οι δίκες θα κρατήσουν σχεδόν μέχρι το 1958 και θα οδηγήσουν πολλούς Αμερικανούς κομμουνιστές στις ομοσπονδιακές φυλακές, για πολλά χρόνια.





Στιγμιότυπο από την δίκη του Απριλίου 1949. Ο Benjamin Davis, εκδότης της εφημερίδας του ΚΚ Daily Worker, υπεύθυνος για την πολιτική του κόμματος στους έγχρωμους και ο βετεράνος του ισπανικού εμφυλίου και του Β´ Παγκόσμιου Πολέμου Robert G. Thompson, μαζί με υποστηρικτές τους.


Η βασική υπερασπιστική γραμμή των κομμουνιστών ήταν ότι επιδίωκαν την κατάληψη της εξουσίας με νόμιμα κοινοβουλευτικά μέσα και ότι η δίωξή τους, ήταν ενάντια στις αρχές του αμερικανικού συντάγματος που προστάτευαν την ελευθερία της οργάνωσης και την ελευθερία του λόγου. Από την πρώτη δίκη όμως, έγινε άμεσα αντιληπτό από τους κατηγορούμενους, ότι οι διωκτικές αρχές, γνώριζαν πολλά και είχαν συσσωρεύσει έναν τεράστιο αριθμό στοιχείων, που μόνο από εσωτερική πληροφόρηση θα μπορούσε να προέρχεται.

Πράγματι, η Angela Calomiris, από την πρώτη δίκη, θα αποκαλυφθεί δημόσια και θα καταθέσει επίσημα ενάντια στους κατηγορούμενους, αφήνοντας άναυδους τους παλιούς φίλους και συντρόφους της. Η συνεισφορά της στην καταδίκη των ηγετών του Κ.Κ. ήταν καταλυτική, όπως και στο κλείσιμο, δύο χρόνια μετά, από τις δικαστικές αρχές, της Photo League.

Η κυρία Calomiris, λίγο μετά τα γεγονότα, θα κερδίσει μια σύντομη και εντελώς επιφανειακή δημοσιότητα. Θα δώσει συνεντεύξεις σε εφημερίδες, περιοδικά, θα πρωταγωνιστήσει σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Θα γράψει μάλιστα και τα απομνημονεύματά της, όπου και θα τα εκδώσει το 1951, θέλοντας να εμφανίσει τον εαυτό της ως μια νέα Μάτα Χάρι, που εργάστηκε για την πατρίδα της. Στο βιβλίο της θα δείξει ένα εντυπωσιακά κενό και ταυτόχρονα κυνικό χαρακτήρα, λοιδορώντας και σαρκάζοντας συνεχώς τους πρώην κομμουνιστές συντρόφους και συνεργάτες της, μεταξύ άλλων και τον Sid Grossman. Περιγράφει τα μέλη του Κόμματος ως άτομα «πληκτικά μέχρι θανάτου», τους κατηγορεί για ρατσισμό, ενώ θεωρεί ως κίνητρο ένταξης για τους πιο πολλούς, την έλλειψη ικανοποιητικής κοινωνικής ζωής. Το βιβλίο της δεν θα έχει κάποια εμπορική επιτυχία, ενώ ο ισχυρισμός της ότι τα έκανε όλα για «την δόξα» δεν θα γίνει πιστευτός από κανέναν, αφού όλοι γνώριζαν ότι το κίνητρο ήταν τα χρήματα και μόνο αυτά.

Για το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ όμως, θα αρχίσει μια μακριά περίοδος «ενδοσκόπησης», οργανωτικής παρακμής· η πρακτορολογία και  οι διαδικασίες συνεχούς «επαγρύπνησης», που θα χαρακτηρίζουν την δράση του στα επόμενα χρόνια, θα είναι ισοδύναμα με μία «γενική και μη αναστρέψιμη μιζέρια», γεγονός που θα το οδηγήσει σχεδόν στην εξαφάνιση στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το ΚΚ ΗΠΑ, μετά την άνοδό του κατά την διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης και την οργανωτική του ακμή στην περίοδο του «αντιφασιστικού αγώνα» με τα γνωστά λαϊκομετωπικά σχήματα, θα αποτελέσει τον μεγάλο ηττημένο του «Ψυχρού Πολέμου».






Η πράκτορας θα ξεχαστεί σύντομα και εννοείται, δεν θα μπορέσει ποτέ πια να δουλέψει ως φωτογράφος, ακόμα και σε mainstream συντηρητικά media. Θα αναγκαστεί να μετακομίσει στη Μασαχουσέτη, όπου θα ανοίξει ένα πανδοχείο. Πέθανε στις 30 Ιανουαρίου 1995 στο San Miguel de Allende του Μεξικού.