Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ για το «Μακεδονικό».


Το Κόμμα δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην κριτική και στην προπαγάνδα, αλλά παρεμβαίνει στη ζωή της χώρας με μια θετική και εποικοδομητική δραστηριότητα». Υπάρχει μια αμοιβαιότητα ανάμεσα στον εποικοδομητικό χαρακτήρα της πολιτικής του κόμματος και στο μαζικό χαρακτήρα του, δεδομένου ότι, από μια ευρεία και διαφορισμένη σχέση με τις εργαζόμενες και λαϊκές μάζες, το κόμμα αποχτά εκείνη τη συνειδητοποίηση των καταστάσεων και εκείνη την ικανότητα να είναι παρόν μέσα σ’ αυτές τις καταστάσεις, πού δίχως αυτή δεν θα μπορούσε να πραγματωθεί η βούληση του για μία θετική και εποικοδομητική παρέμβαση του. Και γιατί, από την άλλη, είναι ακριβώς αυτή η ικανότητα του κόμματος να υποδείχνει θετικές λύσεις, που του επιτρέπει να αποχτά έναν μαζικό χαρακτήρα. Έτσι υπάρχει ένας συσχετισμός ανάμεσα στην ικανότητα πολιτικής επέμβασης του κόμματος και στον εθνικό του χαρακτήρα. Η προσαρμογή στις ιδιόμορφες συνθήκες, η ικανότητα να υποδείχνει τη λύση των προβλημάτων που αυτές θα έχουν, επιτρέπει στο κόμμα να προσαρμόζεται στην εθνική κατάσταση, να διερμηνεύει τις τυπικές, προοδευτικές παραδόσεις του έθνους, το καθιστά ικανό να εκπληρώνει έναν ηγετικό ρόλο μέσα στο Έθνος. Ταυτόχρονα αυτή η προσαρμογή στην παράδοση και στην εθνική κατάσταση καθιστά το κόμμα ικανό να παίζει έναν ρόλο όχι απλώς αρνητικής αντιπολίτευσης, αλλά θετικής παρέμβασης. Από το μαζικό και εθνικό χαρακτήρα του κόμματος απορρέει ο πιο ευέλικτος συσχετισμός που η έννοια του νέου κόμματος καθιερώνει ανάμεσα στο κόμμα, το πολιτικό του πρόγραμμα και τη θεωρία που το καθοδηγεί.
Παλμίρο Τολιάτι. La Rinascita, Οκτώβρης 1944


Στα τέλη του Δεκέμβρη του 1935, συνήλθε στην Αθήνα το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Για καθαρά συνωμοτικούς λόγους και επειδή το κόμμα βρισκόταν μετά το πραξικόπημα του Πλαστήρα (του Μαρτίου του ίδιου έτους) σε καθεστώς ημιπαρανομίας, δεν έγινε ο απαιτούμενος προσυνεδριακός διάλογος. Η σύγκληση του Συνεδρίου δεν ανακοινώθηκε στα μέλη, τους πυρήνες, ούτε και στους τοπικούς γραμματείς. Απουσίασε για τεχνικούς (συγκοινωνιακούς λόγους) η οργάνωση της Κρήτης.

Ανάμεσα στις αποφάσεις αυτού του σημαντικού Συνεδρίου ξεχωρίζει η επικύρωση της απόφασης της 4ης Ολομέλειας για το «Μακεδονικό ζήτημα». Το περίφημο «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» εγκαταλείπεται οριστικά για να δώσει την θέση του, στο «πλήρης εθνική και πολιτική ισονομία σε όλες τις εθνικές μειονότητες που ζουν στην Ελλάδα». Μια απόφαση που έμενε μόνο να επισημοποιηθεί και συνεδριακά, ώστε να διορθωθεί ένα σφάλμα του παρελθόντος – μια λανθασμένη γραμμή που τεχνητά επιβλήθηκε στο ΚΚΕ από την Κομιντέρν, μια γραμμή όμως που στοίχισε στα μέλη του Κόμματος φυλακίσεις, εξορίες και εκτελέσεις και προπαντός έδωσε ηθικά και ιδεολογικά όπλα στην Αντίδραση να κατηγορήσει τους κομουνιστές για αντεθνική δράση, για προσπάθεια «απόσπασης πατρίου εδάφους» κλπ.

Οι αποφάσεις του Συνεδρίου δημοσιεύτηκαν στην ΚΟΜΕΠ τον Ιανουάριο του 1936.

Από το 1924 και το 5ο Συνέδριο της Κομιντέρν. από τις δειλές και άνευρες ενστάσεις και «διαφωνίες» του Σεραφείμ Μάξιμου για την παραγνώριση της επίπτωσης στην εθνολογική σύνθεση της Μακεδονίας που έφερε ο ερχομός 750000 περίπου προσφύγων μετά τη Λωζάνη, μέχρι τον Δεκέμβριο του 1935, μεσολάβησαν πολλά. Κύλησε αυτό που πολλοί λένε, «πολύ νερό στο αυλάκι».

Ένα από τα πλέον σημαντικά και αξιοσημείωτα γεγονότα της δεκαετίας ήταν η άνοδος του εργατικού κοινωνικού και αγωνιστικού κινήματος και η καθιέρωση των κομμουνιστών ως την πρωτοπορία αυτού του κινήματος. Το ΚΚΕ, περνάει πια την παιδική και εφηβική του ηλικία, ανδρειώνεται και γίνεται κόμμα μαζικό και εθνικό. Εγκαταλείπει τον επαναστατικό ρομαντισμό και την πολιτική αφέλεια, καταστάσεις που το συνόδευσαν και το χαρακτήριζαν στην δύσκολη και επίπονη πορεία της μπολσεβικοποίησής του.

Το λενινιστικό μπολσεβίκικο «δόγμα», «ότι πρέπει να μπαίνει το συμφέρον της διεθνούς εργατικής επανάστασης πάνω από την ακεραιότητα, την ασφάλεια και την ησυχία του ενός ή του άλλου εθνικού κράτους», δεν είναι πια σε θέση να δώσει απαντήσεις και λύσεις στα προβλήματα που βάζουν οι καινούργιες ιστορικές συνθήκες.

Η ικανότητα της ζαχαριαδικής ηγεσίας και του Νίκου Ζαχαριάδη προσωπικά, βρισκόταν στην δυνατότητα της ερμηνείας αυτών των νέων συνθηκών και του ξεπεράσματος των παλιών και επώδυνων για το Κόμμα και το λαϊκό κίνημα, επαναστατικών αξιωματικών αρχών. Ο Νίκος Ζαχαριάδης, γνώριζε καλά ότι η πρακτική ζωή, η καθημερινή πολιτική πάλη δεν καθορίζεται από τα αισθήματα και τις επιθυμίες, αλλά αντίθετα είναι αυτή που τα καθορίζει. Έτσι, δεν δίστασε να προχωρήσει στην νέα θεώρηση και στη νέα θέση για το «εθνικό ζήτημα».

Στα μέλη του κόμματος δεν δόθηκε καμία απολύτως εξήγηση για την αλλαγή του συνθήματος «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» στο «πλήρης εθνική και πολιτική ισονομία σε όλες τις εθνικές μειονότητες που ζουν στην Ελλάδα». Το πρώτο σύνθημα ήταν ήδη ανεδαφικό και νεκρό, ξεπερασμένο και από πολλά χρόνια στη συνείδηση των ίδιων των υπερασπιστών του, των Ελλήνων κομμουνιστών.

Στην Ελλάδα, οι αλλαγές στη γραμμή για το εθνικό ζήτημα προκάλεσαν θετικές αντιδράσεις, ακόμα και στις περιοχές που κατοικούσαν οι εθνικές μειονότητες. Το μόνο που έμενε ήταν να αποδείξουν οι Έλληνες κομουνιστές – ειδικά στην Διεθνή – ότι δεν προέβησαν σε «οπορτουνιστική υποχώρηση» στην λυσσαλέα «σοβινιστική επίθεση της ελληνικής Αντίδρασης». Γράφει ο Βασίλης Νεφελούδης για το δύσκολο αυτό ζήτημα:

«Το ΚΚΕ επέμεινε στη θέση που πήρε το Συνέδριο, Εξέθεσε στην Κομμουνιστική Διεθνή τα πραγματικά δεδομένα του προβλήματος. Παρουσίασε πίνακες που έδειχναν την πραγματική εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού στην ελληνική Μακεδονία και Θράκη, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Υπερασπίσθηκε με σταθερότητα τη θέση του και την επέβαλε. Νομίζω ότι δεν είναι άσκοπο να σημειωθεί ότι το ανεδαφικό και νεκρό, ουσιαστικά, σύνθημα «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» το πλήρωσαν με δεκάδες χρόνια φυλακή, δεκάδες στελέχη και μέλη του Κ.Κ.Ε. που θεωρούσαν υποχρέωση τους να το υπερασπίσουν μπροστά στα δικαστήρια. Χώρια η ηθικοπολιτική ζημιά απ’ τις επιθέσεις των αντιδραστικών δυνάμεων εναντίον του κόμματος, που έβρισκαν πατήματα για να το κατηγορήσουν σαν «αντεθνικό», «προδοτικό» κλπ, Ταυτόχρονα με την αλλαγή της θέσης πάνω στο εθνικό ζήτημα, το 6ο Συνέδριο έθεσε σαν ένα από τα κεντρικά καθήκοντα στον τομέα των συμμαχιών την ανάγκη της σύνδεσης και με τα μεσαία στρώματα της πόλης, με τους επαγγελματίες, τους βιοτέχνες κλπ.»

Οι πολιτικές αποφάσεις τόσο του 5ου όσο και του 6ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, ο καθορισμός του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας ως τον στρατηγικό ενδιάμεσο στόχο του, το ξεπέρασμα του σκοπέλου του «εθνικού προβλήματος» ως «παιδική αρρώστια του κόμματος», άσκησαν σημαντικότατη επίδραση στα πλατιά λαϊκά προοδευτικά στρώματα και σε σημαντικούς κύκλους της ελληνικής διανόησης. Σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι θα ακολουθήσουν το κόμμα, που περνάει πια σε ευρεία λεωφόρο. Με την πολιτική που καθόρισαν αυτά τα συνέδρια, το ΚΚΕ ζυμώνεται και παρά τα χτυπήματα που θα δεχθεί από την 4η Αυγούστου και την αστυνομική καταστολή, θα βρεθεί ώριμο και προετοιμασμένο για να πρωταγωνιστήσει στο μεγαλύτερο έπος της ελληνικής Ιστορίας. Στο έπος της Εθνικής μας Αντίστασης.

Παρατίθεται ολόκληρη η ανάλυση του ερευνητή και ιστορικού της Ελληνικής Αριστεράς, Αλέκου Παπαπαναγιώτου για το ζήτημα:

Η απόφαση του 6ου Συνεδρίου του ΚΚΕ

Στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ, που συνήλθε το Δεκέμβρη του 1935, έγινε ευρύτερη συζήτηση γύρω από το «μακεδονικό ζήτημα» και τη νέα θέση που πήρε η ηγεσία από το Μάρτη του 1935. Στην πολιτική απόφαση του Συνεδρίου αφιερώνεται ειδικό κεφάλαιο στο εθνικό ζήτημα και δίνεται η πιο γενική θεωρητική και πολιτική ερμηνεία της νέας θέσης του κόμματος. Οι κύριες σκέψεις που διατυπώνονται σ’ αυτή την απόφαση είναι οι ακόλουθες:

«Την αντικατάσταση του παλιού συνθήματος «Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» επιβάλλει αυτή η ίδια αλλαγή της εθνολογικής σύνθεσης στο ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας σε στενή σύνδεση με την αλλαγή των συνθηκών μέσα στις οποίες αναπτύσσεται σήμερα το επαναστατικό κίνημα γενικά στα Βαλκάνια και ειδικότερα στη χώρα μας, με βασικό καθήκον την αντιφασιστική και αντιπολεμική πάλη.

Ο μαρξισμός-λενινισμός επιβάλλει στα κομουνιστικά κόμματα να βασίζουν την πολιτική τους και τα συνθήματα τους πάνω στο στέρεο έδαφος της πραγματικότητας. Στο κομμάτι της Μακεδονίας που κατέχει η Ελλάδα εγκαταστάθηκε ελληνικός προσφυγικός πληθυσμός. Ο πληθυσμός στο ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας είναι σήμερα στην πλειοψηφία του ελληνικός. Και η λενινιστική-σταλινική αρχή της αυτοδιάθεσης απαιτεί στις σημερινές συνθήκες την αλλαγή του παλιού συνθήματος, (...)

Η αλλαγή του συνθήματος κάθε άλλο παρά αδυνάτισμα της δουλειάς μας στη Μακεδονία και ανάμεσα στις εθνικές μειονότητες σημαίνει. Αντίθετα, επιβάλλεται να δυναμώσουν οι προσπάθειες μας για την εξασφάλιση στις μειονότητες πλέριων δικαιωμάτων. Το Κόμμα δεν παύει να διακηρύττει πως τελικά και οριστικά το μακεδονικό ζήτημα θα λυθεί αδελφικά μετά τη νίκη της Σοβιετικής εξουσίας στα Βαλκάνια που θα σκίσει τις άτιμες συνθήκες των ανταλλαγών των πληθυσμών και θα πάρει όλα τα πρακτικά μέτρα, ώστε να εξαλειφθούν οι ιμπεριαλιστικές τους αδικίες. Μόνον τότε ο Μακεδονικός Λαός θα βρει την πλέρια εθνική του αποκατάσταση. »

Το ΚΚΕ διακηρύττει σαφέστατα ότι στην ελληνική Μακεδονία ο πληθυσμός στην πλειοψηφία του είναι ελληνικός και αυτό επιβάλλει τη «λενινιστική-σταλινική» εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης όχι με τον αποχωρισμό, αλλά με την ένωση των εθνικών μειονοτήτων με το κύριο έθνος με βάση την πλήρη εθνική και πολιτική ισοτιμία. Γι' αυτό μεταθέτει το κύριο βάρος της πάλης του στην παραχώρηση ίσων δικαιωμάτων σε όλες τις εθνικές μειονότητες, μεταξύ των οποίων υπάγει και τη σλαβική «μακεδονική μειονότητα», δίπλα στην «τουρκική, εβραϊκή, αλβανική κλπ.». Αυτή η θέση, που, κατά κύριο λόγο, υπαγορεύεται από το δεδομένο της απόλυτης πλειοψηφίας του ελληνικού έθνους, επιβάλλεται και από τις νέες συνθήκες της πάλης κατά του φασισμού και του πολέμου, που «κάνουν την Ελλάδα σοβαρό κρίκο του επαναστατικού κινήματος στα Βαλκάνια».

Κατά το 1923-1924 οι συνθήκες της πάλης για τη σοβιετική επανάσταση, που «έκαναν τη Βουλγαρία βασικό κρίκο του επαναστατικού κινήματος στα Βαλκάνια», απαιτούσαν την κατασκευή ενός νέου έθνους από τους Έλληνες, τους Αλβανούς, τους Σέρβους, τους Βούλγαρους και τους Τούρκους για να καλυφθεί το κύριο στρατηγικό στήριγμα της επαγγελλόμενης σοβιετικής εξουσίας. Τώρα, οι συνθήκες του αντιφασιστικού και αντιπολεμικού αγώνα, αντίθετα, απαιτούν την αποσαφήνιση και λύση του πραγματικού εθνικού ζητήματος στο χώρο της Μακεδονίας, γιατί μονάχα μία τέτοια πολιτική μπορούσε να συντελέσει αποφασιστικά στη βαλκανική συνεννόηση και συμπαράταξη απέναντι στον κύριο κίνδυνο του φασισμού και του πολέμου.

Στην ουσία η ηγεσία του ΚΚΕ, με αυτή τη γενική θεωρητική θεμελίωση της νέας θέσης της, υποστηρίζει αρκετά ανοιχτά και καθαρά ότι η πολιτική της «Ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας» μετατρέπεται - αν δεν ήταν και από την αρχή της - σε ανεδαφική πολιτική που βρίσκεται σε σύγκρουση με το μαρξισμό-λενινισμό και βαθαίνει τα χάσματα στο κέντρο της Βαλκανικής. Μπορούμε να πούμε ότι κατά ένα τρόπο το ΚΚΕ, που στα 1923-1931 κυριολεκτικά τσαλαπατήθηκε από όλους τους «προϊσταμένους» φορείς του κομουνιστικού κινήματος, τώρα, συναισθανόμενο πίσω του το μεγάλο αντιφασιστικό λαϊκό κίνημα, επιστρέφει τα «χτυπήματα» και «τολμάει» μονάχο του να διερευνήσει τη λύση του πιο περίπλοκου ζητήματος για τις διαβαλκανικές σχέσεις.

Η ηγεσία του ΚΚΕ, αποκαθιστώντας τη μαρξιστική-λενινιστική αντίληψη για το εθνικό ζήτημα, που παραβιάστηκε ανεπίτρεπτα από τη Βαλκανική Κομουνιστική Ομοσπονδία και την Κομουνιστική Διεθνή, προχωρεί στο εσωτερικό του «μακεδονικού κουβαριού» και αρχίζει το ξετύλιγμά του. Με τρόπο κατηγορηματικό διαχωρίζει τους Έλληνες, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία και συγκροτούν αδιάσπαστο τμήμα του ελληνικού έθνους και τις μη σλαβικές μειονότητες: τουρκική, εβραϊκή, αλβανική. Αυτοί δεν μπορούν να αποτελούν συνθετικό τμήμα του λεγόμενου ως τότε «μακεδονικού λαού».

Αυτό που μένει, δηλαδή οι Σλαβομακεδόνες της ελληνικής Μακεδονίας, συγκροτούν τη «μακεδονική» μειονότητα που δεν συγκροτεί έθνος καταπιεζόμενο στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους, όπως το κροατικό και το σλοβένικο έθνος στη Γιουγκοσλαβία, αλλά «εθνική» μειονότητα και σαν τέτοια αποτελεί συνθετικό τμήμα του λαού (με τη σύγχρονη έννοια) της Ελλάδας. Από λόγους ευνόητους το ΚΚΕ δεν προχωρεί πέρα από το πλαίσιο της ελληνικής Μακεδονίας. Όμως είναι σαφέστατη η αντίληψη του ότι οι Έλληνες, οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι, οι Τούρκοι και οι Αλβανοί δεν μπορούν να μεταμορφωθούν εθνικά και να αποτελέσουν συστατικά στοιχεία του «μακεδονικού λαού» με την εθνική έννοια, γιατί είναι συστατικά στοιχεία των οριστικά και από καιρό διαμορφωθέντων και δικαιωθέντων εθνικά, πολιτικά και κοινωνικά εθνών και κρατών.

Το ΚΚΕ δεν προχωρεί στη διερεύνηση του περιεχομένου της «μακεδονικής εθνικής μειονότητας». Αυτό το ζήτημα ήταν περίπλοκο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, όπου ήταν πολύ δύσκολο να διαχωριστούν τα όρια μεταξύ του βουλγαρικού και του σερβικού έθνους και να γίνουν αντιληπτές τυχόν διεργασίες διαμόρφωσης νέας σλαβομακεδονικής εθνότητας. Γι’ αυτό το ΚΚΕ αποφεύγει να προχωρήσει σε βαθύτερη ανάλυση του περιεχομένου της «μακεδονικής εθνικής μειονότητας». Είναι φανερό ότι αυτή η στάση του υπαγορεύεται από τη θέληση να παραμεριστούν τα ζητήματα που ακόμα δεν είναι αρκετά σαφή και μπορούν να προκαλέσουν διχογνωμίες και προστριβές, και να συγκεντρωθεί η προσοχή στο κύριο και κοινό για όλους που ήταν η αποσαφήνιση του εθνικού ζητήματος στο χώρο της επαφής των τριών κεντρικών βαλκανικών εθνών και κρατών: της Ελλάδας, της Σερβίας (Γιουγκοσλαβίας) και της Βουλγαρίας. Μονάχα μία τέτοια αποσαφήνιση από τα τρία ενδιαφερόμενα κομουνιστικά κόμματα και επεξεργασία αντίστοιχης εθνικής πολιτικής μπορούσε να αποσπάσει το «μακεδονικό ζήτημα» από την τροχιά της μεγάλης στρατηγικής.

Το ΚΚΕ, αγωνιζόμενο για τη σοβιετική επανάσταση και εξουσία, πιστεύει πως μονάχα με την πραγματοποίηση της επανάστασης μπορεί να λυθούν αυτά τα ζητήματα. Γι' αυτό, από την πιο υψηλή και επίσημη έδρα του 6ου Συνεδρίου του,

«διακηρύττει πως τελικά και οριστικά το “μακεδονικό ζήτημα” θα λυθεί αδελφικά μετά τη νίκη της Σοβιετικής εξουσίας στα Βαλκάνια... Μόνον τότε ο Μακεδονικός λαός θα βρει την πλέρια εθνική του αποκατάσταση».

Ο «μακεδονικός λαός», δηλαδή οι σλαβομακεδόνες που δεν συγχωνεύονταν με το ελληνικό, το βουλγαρικό ή το σερβικό έθνος και διαμορφώνονται σε ιδιαίτερη «σλαβομακεδονική εθνότητα», θα βρει και αυτός «την πλέρια εθνική του αποκατάσταση», δηλαδή την ανεξάρτητη κρατική διαμόρφωση του στο πλαίσιο της ένωσης των βαλκανικών σοβιετικών δημοκρατιών, είτε την οργάνωση του σε αυτόνομη εθνική περιοχή στο πλαίσιο της βαλκανικής σοβιετικής δημοκρατίας. Αυτό ακριβώς το ζήτημα «θα λύνονταν αδελφικά» από τα τρία κομουνιστικά κόμματα, γιατί αντικειμενικά τα ιστορικά όρια και το επίπεδο των εθνικών διεργασιών και κοινωνικών αποκρυσταλλώσεων στο πλαίσιο της «σλαβομακεδονικής λαότητας» δεν ήταν ξεκαθαρισμένα και ούτε είχε παρουσιαστεί ακόμα κάποιος αυθεντικός φορέας της. Η όλη συλλογιστική της απόφασης κάνει αυτονόητη την προϋπόθεση της πραγματικής ολοκλήρωσης των κύριων εθνών σ’ αυτό το χώρο, δηλαδή του βουλγαρικού, του ελληνικού και του σερβικού η αδιαμόρφωτη εθνικά σλαβομακεδονική λαότητα, στο χώρο της επαφής αυτών των τριών εθνών και κρατών μπορούσε να αποβεί ένας από τους συνδετικούς κρίκους, άμεσα μεταξύ των κομμουνιστικών κομμάτων και παραπέρα ευρύτερα.

Το ΚΚΕ ακολούθησε με σταθερότητα αυτή την πολιτική και, όπως θα δούμε παραπέρα στην Εθνική Αντίσταση, δικαιώθηκε πλήρως.

Οι σλαβομακεδόνες πολέμησαν στο «αλβανικό μέτωπο» για την ανεξαρτησία και ακεραιότητα της Ελλάδας με την ίδια αυταπάρνηση και ηρωισμό που φανέρωσαν και οι «καθαρόαιμοι» Έλληνες. Και στα μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής πλαισίωσαν τις γραμμές της ελληνικής Εθνικής Αντίστασης σε βαθμό ασύγκριτα μεγαλύτερο από ότι στους άλλους χώρους έξω από τα πλαίσια της ελληνικής Μακεδονίας.

Οι λειτουργίες του κομουνιστικού κινήματος στα 1922-1924 επέβαλλαν στο βουλγαρικό κομμουνιστικό κόμμα το ρόλο του αγωγού της σύνδεσης με το εξαντλημένο κοινωνικά «μακεδονικό αυτονομιστικό κίνημα» και αντικειμενικά το απομάκρυναν από το αναπτυσσόμενο μικροαστικό δημοκρατικό και το γεννούμενο εργατικό κίνημα στον άκρως συγγενή και ιστορικά δικό του, κατά κύριο λόγο, χώρο του σλαβισμού της Μακεδονίας. Οι νέες λειτουργίες που άρχισαν να επικρατούν στο ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα προς τα μέσα του '30, έδωσαν τη δυνατότητα στο πιο «ξένο» ΚΚΕ αυτόβουλα να διεισδύσει σ' αυτό το χώρο, να καλύψει το κενό που είχε δημιουργηθεί και πρώτο να προσεγγίσει την ιστορική λύση του σλαβομακεδονικού ζητήματος στον πιο ανύποπτο, απρόσεκτο και εντελώς ανέπαφο χώρο του πραγματικού σλαβισμού στη Μακεδονία, που οι διάφοροι παράγοντες ανέγραφαν στη σημαία τους μονάχα στο βαθμό που τους βοηθούσε να στήσουν αυτή τη σημαία στα μακεδονικά κέντρα του ελληνισμού και όχι για να φέρουν την ελευθερία και σύγχρονη ανάπτυξη στην κοινότητα των σλαβομακεδόνων.

Η ιστορία τα έφερε έτσι - και δεν είναι τυχαίο αυτό - ώστε πάλι από την Ελλάδα, από το ΚΚΕ, να δοθεί το κύριο χτύπημα στη στρατηγική, που κατασκεύασε στα μέτρα των σκοπιμοτήτων της ένα «μακεδονικό έθνος» για να φέρει στην πραγματικότητα τη μόνιμη διάσπαση και αντιπαράθεση ανάμεσα στα βαλκανικά έθνη και κράτη. Η νέα θέση του ΚΚΕ αποκτούσε από την πρώτη στιγμή καίρια εθνική και διαβαλκανική σημασία γιατί σημείωνε την παρουσία μιας ιδιαίτερης σλαβομακεδονικής λαότητας, που είχε τα ίδια δικαιώματα με όλους να ενωθεί και να συγχωνευτεί με όποιο έθνος θέλει ή να μην ενωθεί με κανένα, και προέτασσε την κοινή ευθύνη των τριών κομμάτων (Ελλάδας, Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας) για να μη μπορεί κανείς να κρύβεται πίσω από τα δάχτυλα του, παίζοντας το ρόλο του αυτοκαλεσμένου ή αποκλειστικού «κηδεμόνα» των σλαβομακεδόνων.

Στην θέση του οξύτατου ανταγωνισμού για επιρροή και κυριαρχία στη Μακεδονία, τίθονταν ο συναγωνισμός για το πλησίασμα, την εθνική και κοινωνική αφύπνιση, την οργάνωση και πάλη της σλαβομακεδονικής λαότητας. Αν ο στρατηγικός χώρος της Μακεδονίας ήταν πάντα το «μήλον της έριδος» μεταξύ των τριών εθνών και κρατών της Ελλάδας, Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας,

Η νέα θέση του ΚΚΕ για το «μακεδονικό ζήτημα» στην ουσία ήταν νέα θέση στο ελληνικό εθνικό ζήτημα και γι' αυτό αποκτούσε καίρια κοινωνική σημασία και αποτελούσε βαθύτατη στρατηγική αλλαγή για ολόκληρη την πορεία της επανάστασης στην Ελλάδα. Το ΚΚΕ στην ουσία τώρα για πρώτη φορά παίρνει θετική στάση απέναντι στην αστική επανάσταση, υιοθετεί τη θεμελιακή της αρχή της εθνικής ολοκλήρωσης και εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας, ανακαλύπτει τη δική του ελληνική πατρίδα, ύστερα από τόσα χρόνια που πίστευε για πρώτη πατρίδα του τη σοσιαλιστική Ρωσία, αρχίζει να ενδιαφέρεται άμεσα και να αγωνίζεται για την υπεράσπιση της Ελλάδας, ενώ ως τότε αγωνίζονταν σχεδόν αποκλειστικά «για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης», αρχίζει να διατρέχει τις σελίδες της δικής του εθνικής ιστορίας για να βρει τις εθνικές ρίζες του κοινωνικού ανανεωτικού κινήματος του και να «σουλουπώσει» αυτό το κίνημα στα μέτρα της ιστορικής συνέχειας και συνέπειας αυτού που πρόσθεσε στην ελληνική κοινωνική ζωή η αστική επανάσταση και εξέλιξη. Και ακριβώς επειδή τώρα, και όχι με την 6η Ολομέλεια του 1934, χτύπησε πραγματικά και άνοιξε την εθνική θύρα του, το ΚΚΕ, μπροστά στο ευρύτατο κοινωνικό πλαίσιο που διανοίχτηκε μπροστά του, μπόρεσε πιο γρήγορα από άλλους και με αρκετή καθαρότητα να δει το εθνικό και κοινωνικό όριο της ελλαδικής σλαβομακεδονικής λαότητας και να την εντάξει οργανικά στο γενικό ιστορικό πλαίσιο που συγκροτεί το ελληνικό εθνικό και κοινωνικό ζήτημα.

Με τις νέες διεργασίες για το ενιαίο εργατικό και το αντιφασιστικό μέτωπο και τη νέα θέση του για το εθνικό ζήτημα, που σύντομα θα το οδηγήσει και στη μεγάλη πολιτική του εθνικού μετώπου, το ΚΚΕ συνέβαλλε ουσιαστικά και στις ευρύτερες διεργασίες που έβαλαν τη σφραγίδα τους στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Ο Πωλ Ελυάρ στο Γράμμο(φωτογραφίες)

Συνεχίζοντας το αφιέρωμα στην επίσκεψη αλληλεγγύης στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας του μεγάλου γάλλου ποιητή και κομμουνιστή Πώλ Ελυάρ, το 1949, δημοσιεύουμε 2 φωτογραφίες του από το Γράμμο, καθώς και φωτογραφία από το κομματικό του βιβλιάριο.



Ο Πωλ Ελυάρ από την πρώτη γραμμή του μετώπου απευθύνει από το χωνί την περίφημη έκκληση του προς τους φαντάρους του μοναρχοφασιστικού στρατού.

Ο Πωλ Ελυάρ μαζί με μαχητές του ΔΣΕ.


Το κομματικό βιβλιάριο του Πωλ Ελυάρ.


Διαβάστε την προηγούμενη δημοσίευση για την επίσκεψη του Πωλ Ελυάρ στο Γράμμο εδώ:
Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο: "Album Eluard", εκδόσεις "nrf"

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Το ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ

Το Πρώτο Πανελλήνιο Εργατικό Συνέδριο ξεκίνησε τις εργασίες του στην Αθήνα (Βασιλικό Θέατρο) στις 21 Οκτώβρη του 1918. Η λήξη του έγινε στον Πειραιά (αίθουσα Δημοτικού Θεάτρου) στις 28 του ίδιου μήνα. Για την Ιστορία, πρόεδρος του Συνεδρίου, ο αντιπρόσωπος των ηλεκτροτεχνιτών του Πειραιά, Γεώργιος Παπανικολάου.

Το Συνέδριο ήταν από τα πλέον αντιπροσωπευτικά στην ιστορία της Γενικής Συνομοσπονδίας. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία συμμετείχαν 214 σωματεία που αντιπροσώπευαν 65000 οργανωμένους και 100000 ανοργάνωτους εργάτες.

Μερικά χαρακτηριστικά σημεία που θα πρέπει να τονιστούν προκειμένου να ερμηνευτούν οι ζυμώσεις και οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που έγιναν στο συγκεκριμένο Συνέδριο :

- Ο ίδιος ο Βενιζέλος, για πολιτικούς λόγους όχι μόνο ανέχθηκε αλλά και παρότρυνε τη σύγκληση του συνεδρίου χαλαρώνοντας τον ισχύοντα εκείνο το έτος στρατιωτικό νόμο και δίνοντας τις σχετικές άδειες. Πολλοί από τους συνδικαλιστές που συμμετείχαν ήταν μέλη του βενιζελικού κόμματος και έτσι, πίστευε ότι πολιτικά θα κυριαρχήσει απόλυτα. Επίσης, ο βενιζελισμός, έπρεπε να δείξει στους ξένους προστάτες του ότι η Ελλάδα ήταν ένα σύγχρονο αστικό και δημοκρατικό κράτος, με ισχυρό σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημα – ανέμενε τους «σοσιαλιστές» αντιπροσώπους της εργατικής τάξης που θα εμφανίζονταν δίπλα του, ως αρωγοί στις διεθνείς συνδιασκέψεις ειρήνης που την εποχή εκείνη ήταν στην ημερήσια διάταξη.

- Δεν πρέπει ακόμα να ξεχνάμε την επίδραση της νίκης της Οκτωβριανής Επανάστασης του προηγούμενου έτους και την ώθηση που έδωσε για την ενότητα και οργάνωση της εργατικής τάξης σε όλον τον κόσμο.

- Ήδη από το εναρκτήριο Συνέδριο διαφαίνονται μάλλον καθαρά οι πολιτικές τάσεις μεταξύ των αντιπροσώπων των εργατών. Κανένας όμως δεν μπορούσε τότε να δει το ζοφερό μέλλον που θα είχε η ΓΣΕΕ. Δηλαδή τον εκφυλισμό της σε έναν κρατικό μηχανισμό, κατασταλτικού και αστυνομικού χαρακτήρα, στα πλαίσια της χειραγώγησης, ελέγχου και τελικά συντριβής των εργατικών αγώνων από το Κράτος και την Εργοδοσία.

Ας δούμε λοιπόν τι γράφει ο Γιάνης Κορδάτος για το ιστορικό αυτό συνέδριο: (Γιάνη Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», Ζ’ Έκδοση σελίδα 303-308, Μπουκουμάνης, Αθήνα 1972) :


Πειραιάς. Από το ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ.


Ο Αβραάμ Μπεναρόγιας, που ήταν ένας από τους πρωτεργάτες κι ο μαχητικότερος ομιλητής Συνεδρίου, μας δίνει μία ζωντανή εικόνα της σύνθεσης, των κατευθύνσεων και των εργασιών του:

Ο Αβραάμ Μπεναρόγια.

«Η σύγκλησις του Πανεργατικού Συνεδρίου εσυνοδεύθη με προσπάθειαν οργανώσεως Πανελλαδικών Επαγγελματικών Ενώσεων. Η Ομοσπονδία καπνεργατών και Σιγαροποιών συνεκάλεσε συνέδριον. Τα σωματεία τυπογράφων και συναφών είχον οργανώσει συνδιάσκεψιν δια την ίδρυσιν Ομοσπονδίας. Μεταξύ των ναυτικών σωματείων εγένετο ζύμωσις δια την κατάλληλον μεταρρύθμισιν του «Συνδικάτου Μεταφορών». Και αυτός ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος σιδηροδρομικών, αντιδραστικός και δυσκίνητος, επηρεασμένος από την όλην εργατικήν ζύμωσιν, διεσαλεύετο, διεταράσσετο. Οι διοικούντες αυτό συντηρητικοί δεν ηννόουν να υποχωρήσουν, να αφομοιωθούν με τους εργάτας . . .

» Από την πρώτην στιγμήν εις το Συνέδριον διαγράφονται πλείστα ασταθή και αδιαμόρφωτα ρεύματα :

1) Εν «κόμμα» των Πειραιωτών, με επικεφαλής τον Μαχαίραν, ένας συρφετός ακαθάριστος αποτελούμενος από τους περισσότερους αντιπροσώπους Πειραιώς, από πλείστους αντιπροσώπους Λιμενεργατών των παραλίων της Ελλάδος και αρκετούς αντιπροσώπους των νησιών.
2) Εν «κόμμα», των Αθηναίων, ηγούμενον από την διοίκησιν του Εργ. Κέντρου Αθηνών, μικρότερον του προηγουμένου, αποτελούμενον από τους αντιπροσώπους Αθηνών κυρίως και Πελοποννήσου.
3) Εν συμπαγές και πειθαρχημένον «κόμμα» των Θεσσαλονικέων, εις το οποίον επεκράτουν πλέον οι Σοσιαλισταί και το οποίον συνειργάζετο με τους ολιγωτέρους Θεσσαλούς, επίσης επηρεαζόμενους από σοσιαλιστάς, ως και με τους σοσιαλιστάς αντιπροσώπους Αθηνών και Πειραιώς, κυρίως ηλεχτροτεχνίτας, σιγαροποιούς και άλλους, και
4) η ομάς των αντιπροσώπων του Γιαννιού με επικεφαλής τους Δελαζάνον και Χατζημιχάλην, συνεργαζόμενους με τους Θεσσαλονικείς.

Η ρευστότης της καταστάσεως επέτρεπε τας παρασκηνιακά επιρροάς. τας αλληλεπιδράσεις, τας αλλεπάλληλους πρόσκαιρους διαμορφώσεις αυτής. Πολλάκις η ματαίωσις η συνέχεια του Συνεδρίου, εξηρτήθη από το μηδέν. Μόνον η συνετή, ομόφωνος, σταθερά και πειστική στάσις των σοσιαλιστών και συμπαθούντων επετυχεν την περάτωσιν των εργασιών και η Μακεδονία έπαιξε και εδώ τον πρωτεύοντα ρόλον. Πρόεδρος του Συνεδρίου εκλέγει ο Γρ. Παπανικολάου. Η ιδεολογική ρευστότης του συνεδρίου εξεδηλώνετο εις τας εκλογάς του προεδρείου και των διαφόρων επιτροπών. Πάντως διεξήγοντο αύται με εξαιρετικήν ζωηρότητα. Αι συζητήσεις επεξετείνοντο επί δευτερευόντων ζητημάτων, οι λόγοι δεν ετερματίζοντο. Προ παντός η έδρα της ιδρυόμενης Συνομσπονδιας απετέλει το μήλον της έριδος. Η πλειοψηφία απεφάσισεν ως έδραν τον Πειραιά, υπό τας απειλάς των Πειραιωτών όπως αποχωρήσουν εν εναντία περιπτώσει. Οι Αθηναίοι προς στιγμήν θα απεχώρουν, αλλά μετεπείσθησαν.

Η Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών Ελλάδος είχε ιδρυθεί.

Η συζήτησις επί των βασικών κατευθύνσεων αυτής διεξήχθη εις το τέλος σχεδόν του συνεδρίου. Η πρότασις των σοσιαλιστών όπως η Γεν. Συνομοσπονδία βασισθή επί της πάλης των τάξεων επροκάλεσε θυελλώδεις συζητήσεις. βενιζελικοί, αντιβενιζελικοί, συνδικαλισταί,, και ακαθόριστοι μακρολογούντες εξαντλητικώς κατεφέροντο εναντίον της πάλης των τάξεων. Όλοι οι μη σοσιαλισταί, πλην των συμπαθούντων, εσχημάτιζον εν ενιαίον μέτωπον εναντίον της αρχής της πάλης των τάξεων, χωρίς να αντιτάσσουν καμμίαν άλλην αρχήν. Δεν ελλειψαν βέβαια αι έξωθεν επεμβάσεις, αι παρασκηνιακαί ενέργειαι υπαλλήλων του υπουργείου. Αλλά η συνετή στάσις των σοσιαλιστών και η θαρραλέα αντιμετώπισις των παρασκηνίων εκ μέρους των Μακεδόνων, με επικεφαλής το Εργατικόν Κέντρον Θεσσαλονίκης έσωσαν την κατάστασιν και η αρχή της πάλης των τάξεων επεκράτησεν».

Οι δυο πρώτες μέρες πέρασαν με άσκοπες συζητήσεις γύρω στα πληρεξούσια των αντιπροσώπων και σε άλλα δευτερεύοντα θέματα.
Από την τρίτη όμως μέρα άρχισε η συζήτηση πάνω στις καταστατικές διατάξεις που θα αποτελούσαν και το πρόγραμμα επιδιώξεων της ανώτατης
συνδικαλιστικής οργάνωσης της εργατικής τάξης.

Μεταφέρουμε εδώ περιληπτικά τις απόψεις και τις προτάσεις των ομιλητών, παρμένες από τα επίσημα πραχτικά του Συνεδρίου.

Πρώτος πήρε το λόγο ο αναρχικοσυνδικαλιστής Κ. Σπέρας, που επιμένει στην άποψη πως ο εργάτης πρέπει να μείνει μακριά από κάθε πολιτική και μακριά από το κοινοβούλιο και να ενδιαφέρεται μόνο για τα σωματεία του και την επαγγελματική του οργάνωση.
Ο Μπεναρόγιας τον αντικρούει με διαλεκτική σαφήνεια και μαρξιστικά επιχειρήματα, αναλύει διεξοδικά τη φράση του ψηφίσματος έξω από κάθε «αστική πολιτικήν τάσιν» και υποστηρίζει πως δεν καθορίζεται από τα πριν καμιά πολιτική για την εργατική ομοσπονδία, που θα μείνει οικονομικός επαγγελματικός οργανισμός τής εργατικής μας τάξης. Πρέπει όμως να μπει στο καταστατικό το άρθρο αυτό, για να δείχνει πως η εργατική τάξη χωρίζεται από την κεφαλαιοκρατία και πως έχει δική της υπόσταση, δικούς της σκοπούς, δική της κατεύθυνση, σύμφωνα με ιστορικούς νόμους.

Ο Χ. Κανελλόπουλος συμφωνεί με τον Μπεναρόγια και υποστηρίζει κι αυτός την άποψη τής πάλης των τάξεων.

Ο Παπαδόπουλος (Μυτιλήνης) υποστηρίζει επίσης την αρχή τής πάλης των τάξεων και παραδέχεται να αναγραφεί στο σχετικό άρθρο του καταστατικού η αρχή «μακράν από κάθε αστικήν πολιτικήν τάσιν».

Στην απογευματινή συνεδρίαση η συζήτηση συνεχίστηκε.

Πρώτος μιλάει ο Γεώργ. Παπανικολάου (αντιπρ. ηλεκτροτεχνιτών του Πειραιά) και τονίζει πως άσοι νιώθουν καλά τι θα πει πάλη τάξεων πρέπει με χειροκροτήματα να ψηφίσουν το άρθρο αυτό, γιατί όλοι όσοι έχουν συνείδηση της αποστολής τους καταλαβαίνουν πως η εργατιά είναι μία χωριστή τάξη που έχει αντίθετα συμφέροντα και σκοπούς από την πλουτοκρατική τάξη. Δεν πρέπει ν’ αφήσουμε τους εργάτες με την εντύπωση πως είμαστε μέσα στην κοινωνία μια τάξη όλοι και πως ο κάθε εργάτης μπορεί να γίνει πλουτοκράτης κι εργοδότης κάνοντας λίγη οικονομία. Μόνο με την πάλη των τάξεων θα υπερασπίσουμε τα δικαιώματα μας.
Δε συμφωνεί πως πρέπει με καταστατική διάταξη ν’ αποκλείεται κάθε πολιτική,γιατί μόνο με την πολιτική θα μπορέσει η εργατιά να αφαιρέσει από τους εχθρούς της και τους κυρίαρχους της τα μέσα πού την κρατούν υποδουλωμένη. Και η πολιτική αυτή είναι η σοσιαλιστική. Σ’ αυτή την πολιτική έχουν προσανατολιστεί οι εργάτες όλου του κόσμου. Εξάλλου, λέει, μία που θ’ ανήκουμε στη Διεθνή, αναγκαστικά θα παραδεχτούμε και τις βασικές της αρχές.
Ο Οικονομόπουλος δέχεται πως η εργατική τάξη θα επικρατήσει, αλλά φρονεί πως δε χρειάζεται βιασύνη.
Ο Κιμουλάκης συμφωνεί με τον Παπανικολάου τονίζει πως αν δε μπει το άρθρο αυτό στο καταστατικό, άλλα είκοσι χρόνια θα μένουμε πίσω από την εργατιά τής Ευρώπης.
Ο Πολυδωρόπουλος δε συμφωνεί. Είναι ενάντια σε κάθε πολιτική και τονίζει πως οι πολιτευτές πουλήσανε την εργατική τάξη.
Ο Δελαζάνος (της Ομάδας του Γιαννιού) μιλάει με το ίδιο πνεύμα που μίλησε ο Παπανικολάου και υποστηρίζει πως η εργατική τάξη πρέπει να μεταχειριστεί όλα τα μέσα για να επιβληθεί, τόσο την απεργία όσο και το κοινοβούλιο. Λέει ακόμα πως τους νόμους τους ψηφίζουν οι αστοί κι όταν μπουν στη Βουλή εργάτες τότες θα ψηφίσουν δικούς τους νόμους.

Μετά το Δελαζάνο ξαναπαίρνει το λόγο ο Σπέρας κι επιμένει στις αναρχοσυνδικαλιστικές απόψεις του.

Έπειτα ο Παπαδάκης κι ο Παπαδόπουλος μιλάνε υπέρ του άρθρου.

Ο Α. Χατζημιχάλης (της Ομάδας Γιαννιού) ρωτάει το συνέδριο αν νομίζει πως πρέπει να λήξει η συζήτηση.

Οι συντηρητικοί και οι συνδικαλιστές φωνάζουν και διαμαρτύρονται. Γι αυτό γίνεται μια μικρή διακοπή.

Άμα ξανάρχισε η συνεδρίαση, ο πρόεδρος παίρνει το λόγο και λέει τη γνώμη του για το ζήτημα που συζητάει από το πρωί η συνέλευση και υποστηρίζει πως το άρθρο είναι απαραίτητο να μπει στο καταστατικό.

Αποφασίζεται η συζήτηση να συνεχιστεί και την άλλη μέρα.
Την τέταρτη μέρα παίρνουν το λόγο, ο ένας κατόπιν του άλλου, ο Πατίστας, ο Μουκάχος, ο Κουχτζόγλου κι ο Μπεναρόγιας. Οι δυο τελευταίοι έχουν αντίθετες απόψεις. Ο Κουχτζόγλου υποστηρίζει τη συνδικαλιστική άποψη,
Ο πρόεδρος έχει τη γνώμη πώς το θέμα εξαντλήθηκε και πως πρέπει να γίνει ψηφοφορία.

Οι συνδικαλιστές διαμαρτύρονται και ζητούν να διατυπωθεί το άρθρο με τη δική τους άποψη «Έξω από κάθε πολιτική ».

Ο Δελαζάνος σηκώνεται και φωνάζει : «Εργάτες προσέξατε καλά, Μην ακούτε τα ωραία λόγια των αναρχικών. Το πρώτο κρούσμα της αναρχίας πρέπει να χτυπηθεί, Το έξω πάσης πολιτικής είναι αναρχικό σύνθημα, που στην πράξη εξυπηρετεί την αστική τάξη».

Ύστερα από φωνές, διαμαρτυρίες κι αγορεύσεις αρχίζει η ψηφοφορία. Γίνεται δεχτή η αρχή της πάλης των τάξεων. Για τη διατύπωση «έξω από κάθε αστική επιρροή» γίνεται ονομαστική ψηφοφορία. Ψηφίζουν 180. Απ’ αυτούς 158 υπέρ και 21 κατά. ένας έδωσε λευκό ψήφο.

Το αποτέλεσμα τής ψηφοφορίας αυτής και η υπερψήφιση του πιο πάνω επίμαχου και βασικής σημασίας άρθρου του καταστατικού δείχνουν πόσο μεγάλη ήταν η υπεροχή των αριστερών στοιχείων μέσα στο Συνέδριο και πόσο σωστά χειριστήκανε οι σοσιαλιστές αντιπρόσωπο: το ζήτημα των μελλοντικών κατευθύνσεων της ιδρυόμενης ανώτατης εργατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης.

Η συνένωση του συνδικαλισμένου προλεταριάτου της χώρας μας κάτω από ένα ανώτατο ηγετικό όργανο ήταν πια γεγονός. Από την άποψη αυτή το Α’ Πανελλαδικό Εργατικά Συνέδριο αποτελεί έναν σημαντικό σταθμό στην Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος.

Το ανώτατο αυτό ηγετικό όργανο των εργατών, που ιδρύθηκε από το πρώτο εργατικό συνέδριο, ονομάστηκε Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών Ελλάδος.

Η πρώτη Εκτελεστική Επιτροπή – διοίκηση, αποτελέστηκε από τους Εμ. Ξανθάκη, Γ. Παπανικολάου. Αχ. Χατζημιχάλη, Ηλ, Δελαζάνο, Ευθ, Ζωγράφου, Γ. Στάμου, Ν. Ιωαννίδη, Αβρ. Μπεναρόγια, Ευαγ. Ευαγγέλου και Κομν. Λάσκαρη με γενικό γραμματέα τον Εμμ. Μαχαίρα.

Τα αποτελέσματα του Συνεδρίου ξαφνιάσανε τους βενιζελικούς. Άλλα περίμεναν κι άλλα γίνανε.

Όταν τέλειωσε το Συνέδριο και η Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών άρχισε να δραστηριοποιείται, παρ’ όλες τις αντιδράσεις του Μαχαίρα και της παρέας του, η κυβέρνηση βάλθηκε με την τρομοκρατία και την αντιεργατική ταχτική των Οργάνων της μέσα στα σωματεία να πετύχει ότι ακριβώς δεν μπόρεσε να πετύχει με το Συνέδριο.

Όμως ούτε οι διώξεις των σοσιαλιστών εργατών ούτε οι διαλυτικές προσπάθειες των οργάνων της μέσα ατά σωματεία μπόρεσαν ν’ αλλάξουν την όχι ευχάριστη για την κυβέρνηση κατάσταση. Οι σοσιαλιστές και τα συνειδητά εργατικά στελέχη κρατήσανε τα πόστα τους μέσα στα συνδικάτα και με την εμπιστοσύνη των εργατών προωθούσαν ολοένα και σταθερότερα τους επαγγελματικούς αγώνες.


Ο μεγάλος ιστορικός, υπερβάλλει βέβαια όταν γράφει ότι τα αποτελέσματα του Συνεδρίου ήταν απογοητευτικά για τους βενιζελικούς συνδικαλιστές. Στην πράξη, παρά το γεγονός ότι οι σοσιαλιστές φαίνεται να διέθεταν μεγάλη ακτινοβολία και οι καλά τεκμηριωμένες θέσεις τους να βρήκαν σύμφωνους πολλούς εργάτες, στην τελική διαμόρφωση της διοίκησης της ΓΣΕΕ επικράτησαν οι βενιζελικοί – αναμενόμενο μια που είχαν αμέριστη κυβερνητική υποστήριξη.

Έτσι, στην 11μελή διοίκηση, γενικός γραμματέας εξελέγη ο φανατικός βενιζελικός Μαχαίρας (παλιός θερμαστής των ΣΠΑΠ και στη συνέχεια πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Πειραιά) και γραμματείς οι Ηλίας Δελαζάνος και Νίκος Ιωαννίδης.

Αν και οι σοσιαλιστές κατάφεραν να ψηφιστούν οι βασικές αρχές «της ταξικής πάλης» και της «έξω από κάθε αστική επιρροή» κίνησης του προλεταριάτου, σημαντική ιδεολογική και πολιτική νίκη αναμφίβολα, δεν μπόρεσαν όμως να αποτρέψουν το ψήφισμα του Συνεδρίου που στήριζε ανεπιφύλακτα και άνευ όρων την εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους. Ουσιαστικά ο βασικός στόχος του Βενιζέλο επιτεύχθηκε τελικά.

Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η αντιπαράθεση τς σοσιαλιστικής με την αναρχοσυνδικαλιστική τάση στο ιδρυτικό Συνέδριο. Όπως άκρως ενδιαφέρουσα είναι και η αναλογία του αναρχοσυνδικαλιστικού εκθειασμού του κινήματος με την θέση των αναθεωρητών της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας (όπως διατυπώθηκε από τον Μπέρνσταϊν): «Ο τελικός σκοπός είναι το τίποτα, το κίνημα είναι το παν...».

Στις λοιπές αποφάσεις του Συνεδρίου αξίζει να σημειωθεί η καθιέρωση της ημέρας της 1ης Μάη, ως επίσημη γιορτή της εργατικής τάξης. Και μάλιστα με το νέο ημερολόγιο (δηλαδή την 18η Απρίλη), ώστε να φανεί ο διεθνιστικός χαρακτήρας του οργανωμένου πια ελληνικού προλεταριάτου (η αντικατάσταση του Ιουλιανού ημερολογίου από το Γρηγοριανό, θα γίνει πέντε χρόνια αργότερα, από το στρατιωτικό καθεστώς του Νικόλαου Πλαστήρα, συγκεκριμένα στις 16 Φλεβάρη του 1923, όταν το ημερολόγιο θα γράψει 1η Μαρτίου).

Ιδιαίτερη τιμή και μνεία τέλος, θα πρέπει να γίνει στον μεγάλο στην κυριολεξία ηγέτη του σοσιαλιστικού μας κινήματος, τον Αβραάμ Μπεναρόγια, τον άνθρωπο που με την ζωή και την δράση του άνοιξε τον δρόμο για την πολιτική σταδιοδρομία της νέας κοινωνικής τάξης, του ελληνικού προλεταριάτου.

Μετά το 1918, το ελληνικό εργατικό κίνημα θεριεύει. Νέα συνδικάτα δημιουργούνται, τα παλιά μεγαλώνουν, εκδηλώνεται η ταξική αλληλεγγύη των εργατών και οι εργατικοί αγώνες δεν είναι πια εύκολο να λυγίσουν. Η συνολική αποτίμηση είναι θετική. Ρωγμές αρχίζουν να εμφανίζονται στην εξουσία της αστυνομίες και της κρατικής γραφειοκρατίας, ενώ αρχίζει και κάποια βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης. Εκτός από τον αγώνα ενάντια στην μπουρζουαζία, το «συνεταιρίζεσθαι» και οι «εργατικές ενώσεις» θα αποτελέσουν ένα σημαντικό βήμα για την «μετατροπή των υπηκόων του κράτους σε πλήρεις πολίτες» (Καρλ Μαρξ προς Φρ. Ένγκελς, 10.2.1865).



Αξίζει τον κόπο να δούμε την τύχη της πρώτης απεργίας του συνδικαλιστικού μας κινήματος, τρεις μήνες μόλις μετά το ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ. Από το εκπληκτικά καλό βιβλίο του Γιώργου Κουκουλέ "Για μια ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος - Εισαγωγή στην παιδαγωγική της ιστορικής έρευνας" (εκδόσεις Οδυσσέας).

Πηγή, ένα από τα ιστορικά σημειώματα της εφημερίδας του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου Κρήτης "Ο Εργάτης". Ο συγγραφέας ανώνυμος. Παρ' όλα αυτά, εξηγεί με εξαιρετικό τρόπο τα αίτια της πρώτης διάσπασης (πρωτοβουλία Μαχαίρα να στείλει συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Κλεμανσώ) και περιγράφει γλαφυρά την έριδα για τον πρώτο εορτασμό της Πρωτομαγιάς με το νέο ημερολόγιο. Η αξία της χρήσης των συμβόλων, (αλλά και οι ιδεολογικές λειτουργίες που τα συνοδεύουν) φαίνονται πολύ καλά στο παρακάτω απόσπασμα:

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

Επαγγελματικός αγών του ελληνικού προλεταριάτου

Μια σημαντική μελέτη του Αβραάμ Μπεναρόγια (1887 - 1979), (Avraam Benaroya), η οποία δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση (τεύχος 1-3, Ιανουάριος-Απρίλιος 1921).


Η τρίτη χρονολογικά εφημερίδα της Φεντερασιόν, Avanti! Προηγήθηκαν οι "Εφημερίς του Εργάτου" και η "La Solidaridad Ovradera"



Η ανατύπωση του βιβλίου του "Η Πρώτη Σταδιοδρομία του Ελληνικού Προλεταριάτου", που έγινε από τις εκδόσεις "Κομμούνα/Ιστορική Μνήμη", το 1986 (πρώτη έκδοση από τον "Ολκό", Αθήνα 1975).




Επαγγελματικός αγών του ελληνικού προλεταριάτου

Ένα βιογραφικό σημείωμα για την πολυτάραχη ζωή του Αβραάμ Μπεναρόγια, στον Ριζοσπάστη της 19 του Μάη του 1979. Γραμμένο από τον Αλ. Κουτσούκαλη. Δεν στερείται υπερβολών - η αγιογραφική διάθεση του κειμένου είναι εμφανής - αλλά αποτελεί μια καλή αποτίμηση για την προσφορά του στο εργατικό κίνημα της χώρας μας και γενικότερα.





Σάββατο 2 Μαΐου 2009

Η ονομασία του ΕΛΑΣ(από τα απομνημονεύματα του Πολύδωρου Δανιηλίδη)


-->
Από τα πρώτα βήματα άρχισε να μας αποσχολεί η ονομασία του στρατού, που θα φτιάχναμε.Τις τελευταίες μέρες του Γενάρη πήρα ένα σημείωμα από το Γ. Σιάντο,στο οποίο ανέφερε ότι το Π.Γ. πρότεινε ένα να ονομασθεί ο νέος στρατός Ε.Λ.Σ δηλαδή Ελληνικός Λαικός Στρατός και ζητούσε να πούμε και μεις σα μέλη της Κ.Ε.,τη γνώμη του πάνω σ’αυτό.
Είναι θετικό σημείο υπέρ του Σιάντου, το ότι ήθελε να γίνει κάτι ξεχωριστό ο στρατός και να έχει τη δική του ονομασία. Γι’αυτό και μας καλούσε να κάνουμε ειδική συνεδρίαση, στην οποία θα έπαιρναν μέρος
1) ο γραμματέας του ΕΑΜ Θ.Χατζής

2) ο κομματικός γραμματέας της Οργάνωσης Αθήνας Α.Τζήμας

3) ο υπεύθυνος της Κ.Ε. της στρατιωτικής Οργάνωσης,δηλαδή εγώ (Πολύδωρος Δανιηλίδης)

4) ο υπεύθυνος της Στρατιωτικής Οργάνωσης Αθήνας Σπ.Κωτσάκης (ο Νέστορας).

Θυμάμαι ήταν η 2η του Φλεβάρη του 1942. Έπεφτε μια τρομερή, κατακλυσμιαία βροχή, απ’αυτές τις Αθηναικές βροχές, που όταν πιάνουν πλημμυρίζουν τα πάντα και ιδίως τις φτωχογειτονιές. Ξεκινήσαμε και οι τεσσερίς μας, εγώ από το συνοικισμό της Ν. Ελβετίας,ο Κωτσάκης από το τέρμα Πατησίων,ο Τζήμας από το Γαλάτσι και ο Χατζής από το Βύρωνα. Χωρίς αδιάβροχα, μα και χωρίς παλτά, ντυμένοι και ποδεμένοι με τ’ απομεινάρια από τις φυλακές και τις εξορίες, ξεκινήσαμε να δώσουμε το όνομα του στρατού που θα έφερνε την Λευτεριά στον τόπο μας και θα γινόταν θρύλος. Λόγω αυτής της κατακλυσμιαίας βροχής, κι όπως ήταν κατοχή και σκοτάδι κι ο κόσμος πεινούσε και κρύωνε και κλείνονταν στα σπίτια του, δεν έβλεπες άνθρωπο στο δρόμο. Από τη Ν. Ελβετία ίσαμε τη Στέγη Πατρίδος 3-4 χιλιόμετρα απόσταση, δεν συνάντησα ούτε έναν άνθρωπο. Μόνο στη Στέγη Πατρίδος συνάντησα έναν, κι αυτός ήταν δικός μας, ο Β. Μαρκεζίνης που πήγαινε κι αυτός σε κομματική δουλειά «μόνο κομμουνιστές κυκλοφορούνε με τέτοιον καιρό» του είπα όταν χαιρετηθήκαμε.
‘Οταν έφτασα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και προχώρησα στον πρώτο δρόμο μετά το γήπεδο του Παναθηναικού, πριν φτάσουμε στις φυλακές Αβέρωφ, βρήκα τον Σπύρο Κωτσάκη στο σημείο του ραντεβού μας, να στέκεται με μια ομπρέλλα κάτω από την προεξοχή ενός σπιτιού. Σε λίγο έφτασαν και οι άλλοι δύο, ο Θανάσης Χατζής και ο Ανδρέας Τζήμας, και καταμουσκεμένοι πήγαμε σ’ενα σπίτι,του Φλούλη του δικηγόρου θαρρώ πως ήτανε, που δούλευε στην Αλληλεγγύη και τον έπιασαν μετά και τον τουφέκισαν. Στο σπίτι δεν ήταν κανείς, αλλά είχε τα κλειδιά ο Θ.Χατζής και μπήκαμε. Ο υπεύθυνος του ΕΑΜ σε λίγο έφυγε, γιατί είχε συναντήσεις άλλες με πολιτικά πρόσωπα και μέιναμε τρεις.
Όταν ήρθε το θέμα της Στρατιωτικής Οργάνωσης, ένας από μας πρότεινε να προστεθεί μεταξύ του Λ και του Σ το γράμμα Α και αντι ΕΛΣ να γίνει ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαικός Απελευθερωτικός Στρατός). Την προσθήκη αυτή την διεκδικεί ο τότε υπεύθυνος της Στρατιωτικής Οργάνωσης Αθήνας Σπύρος Κωτσάκης. Κανείς μας δεν σκέφθηκε να του αμφισβητήσει την τιμή αυτή, εκτός από κείνους, που θέλουν να πλαστογραφούν την Ιστορία.
Η πρόταση μας αυτή εγκρίθηκε από το Π.Γ. του κόμματος και από την Κ.Ε της Στρατιωτικής Οργάνωσης και στις 16 του Φλεβάρη κυκλοφόρησε προκήρυξη της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ που γνωστοποιούσε την ίδρυση του.
Το πετυχημένο όνομα του σκόρπισε τον ενθουσιασμό στις γραμμές των αγωνιστών. Σε συνέχεια, η θαρραλέα δράση του ενάντια στους χιτλεροφασίστες, στα βουνά και μέσα στις πόλεις σκορπούσε τον ενθουσιασμό, τη χαρά και την ελπίδα σ’όλο το λαό,που άρχισε να τον περιβάλλει μ’αγάπη και φροντίδα, ενώ κατά χιλιάδες τα παιδιά που περνούσαν εθελοντικά στις γραμμές του και πολεμούσαν τραγουδώντας το «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα»

Από το βιβλίο «Ο Πολύδωρος θυμάται» ιστορικές εκδόσεις Αθήνα 1990.