Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Τo «Πνεύμα του 1776», μια άτυχη πατριωτική ταινία

Στις 6 Απριλίου 1917, οι ΗΠΑ εισέρχονται επίσημα στον Μεγάλο Πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ. Σε μια προσπάθεια διαμόρφωσης και χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ο πρόεδρος Ουίλσον, δεν θα σταθεί φειδωλός στις θριαμβευτικές διακηρύξεις: Π.χ. Το, «πρόκειται για τον Πόλεμο που θα βάλει τέρμα σε όλους τους πολέμους», ήταν πάρα πολύ, ακόμα και για τους πιο αισιόδοξους υπερπατριώτες και οπαδούς της πολεμικής προσπάθειας της χώρας.

Παρά τις μεγαλοστομίες και τις υπερβολικές δηλώσεις, ο αμερικανικός λαός, ήταν το λιγότερο χλιαρός, (αν όχι εχθρικός), στον Πόλεμο. Οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, χρειάζονταν επειγόντως 1.000.000 άνδρες για το δυτικό μέτωπο· τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, μόλις 70.000 κατετάγησαν σε εθελοντική βάση. Κογκρέσο, Γερουσία, σχεδόν ομόφωνα, ψήφισαν για την «υποχρεωτική θητεία». Οι ΗΠΑ, θα μπουν σε «κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης», όπου παραδοσιακές συνταγματικές ελευθερίες (π.χ. Η Ελευθερία του Λόγου) θα ανασταλούν, προκειμένου να υποστηριχθεί η πολεμική περιπέτεια του έθνους.

Στα πάνω πλαίσια, θα ιδρυθεί το «Συμβούλιο Ενημέρωσης και Πληροφόρησης του Λαού», ένα προπαγανδιστικό κρατικό όργανο, το οποίο θα εξαπολύσει μια εντατική και εκτατική εκστρατεία κόστους εκατομμυρίων δολαρίων, για να πειστούν οι πολίτες για ποιο λόγο έπρεπε να συμμετάσχουν στον πόλεμο. Και επειδή η προπαγάνδα δεν έφτανε, το Ιούνιο, θα ψηφιστεί ο «Νόμος περί Κατασκοπίας», που παρά το «ουδέτερο» και «αχρωμάτιστο» περιεχόμενό του, δεν μπορούσε να κρύψει, ότι ήταν σχεδιασμένος να στέλνει στη φυλακή τους Αμερικανούς που εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην παγκόσμια ανθρωποσφαγή. Ο Νόμος προέβλεπε ποινές κάθειρξης μέχρι είκοσι χρόνια, «για οποιονδήποτε προκαλέσει ή αποπειραθεί να προκαλέσει εν καιρώ πολέμου ανυπακοή, απείθεια, ανταρσία, ή αρνηθεί να καταταγεί στο στρατό ή το ναυτικό των ΗΠΑ ή αποπειραθεί ενσυνείδητα να παρεμποδίσει τη στρατολόγηση των πολιτών στην υπηρεσία του αμερικανικού έθνους». Εκτός από το παραπάνω, ο νόμος απαγόρευε οποιοδήποτε σχόλιο ή κριτική που στρεφόταν ενάντια στους μεγάλους συμμάχους της χώρας, δηλαδή στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γαλλία.

Χιλιάδες Αμερικανοί πολίτες βάσει αυτού του νόμου θα οδηγηθούν πίσω από τα κάγκελα, μεταξύ αυτών, σοσιαλιστές, ακτιβιστές πασιφιστές, μαχητικοί δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές, υπέρμαχοι των πολιτικών δικαιωμάτων, κλπ.

Ο Robert Goldstein, γεννήθηκε το 1883 στο Λος Άντζελες, ως παιδί μεταναστών γερμανοεβραϊκής καταγωγής. Το 1912 ήταν επικεφαλής μιας οικογενειακής εταιρείας-φίρμας, η οποία προμήθευε με κουστούμια και σκηνικά, την ανερχόμενη μεγάλη κινηματογραφική βιομηχανία της χώρας. Μια από τις πλέον επιτυχημένες επιχειρηματικές κινήσεις του, ήταν η συνεργασία του (που εκτός από την προμήθεια των κουστουμιών περιελάμβανε και ευρεία χρηματοδότηση), στην επιτυχημένη (όσο και αμφιλεγόμενη λόγω του ρατσιστικού περιεχομένου της ) παραγωγή, «Birth of a Nation» του David Griffith, το (1915), συνεργασία που του απέφερε τεράστια κέρδη.

Ο Goldstein, αποφάσισε να γυρίσει μια πατριωτική ταινία, με θέμα την αμερικανική επανάσταση του 1776, στα χνάρια της «Γέννησης ενός Έθνους», του Griffith. Επρόκειτο για μια υπερπαραγωγή κόστους 200.000 τότε δολαρίων (η ταινία του Griffith κόστισε 80.000, για αντιπαραβολή), με την ίδια δομή, σεναριακή εξέλιξη και τις ίδιες πρωτοποριακές τεχνικές. Η ταινία είχε τίτλο «Το Πνεύμα του ‘76», ή καλύτερα , «Η Γέννηση ενός Έθνους στο Πνεύμα του 1776) και αποσκοπούσε να σαρώσει στις εισπράξεις. Ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1917, (την περίοδο δηλαδή που τα γερμανικά υποβρύχια βύθιζαν στον Ατλαντικό έναν μετά το άλλο τα αμερικανικά πλοία), οπότε άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτες διαφημιστικές καταχωρήσεις στον αμερικανικό τύπο.

Moving Picture World, 31 Μαρτίου 1917, σελ. 2053. Διαφημιστική καταχώρηση. Η ταινία ευελπιστεί να εμψυχώσει το πατριωτικό φρόνημα των Αμερικανών.

Η επίσημη πρεμιέρα της ταινίας έγινε στο Σικάγο τον Μάιο του 1917, λίγες εβδομάδες δηλαδή, μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον Πόλεμο. Σύμφωνα με τον μεγάλο ιστορικό του αμερικανικού κινηματογράφου, τον Anthony Slide, επρόκειτο για ένα κινηματογραφικό, πατριωτικό έπος, όπου παρουσιάζονταν μία μετά την άλλη, οι μεγάλες στιγμές του 1776, για να καταλήξει στην ταπεινωτική περικύκλωση και ήττα του Πιτ Κορνουάλις και της δεύτερης βρετανικής στρατιάς, στο Yorktown, το 1781, από τον αμερικανικό στρατό και τις γαλλικές δυνάμεις.




Η ταινία κυκλοφόρησε σε κακό timing. Πέρα από τα πατριωτικά και εθνικιστικά μηνύματα, έκανε το μοιραίο λάθος - παρά τις όποιες κινήσεις αυτολογοκρισίας από την μεριά του παραγωγού - να δείξει με ρεαλιστικό και ωμό πολλές φορές τρόπο, τα εγκλήματα και τις ακρότητες των βρετανικών στρατευμάτων στην διάρκεια της επανάστασης. Δολοφονίες παιδιών, βιασμοί Αμερικανίδων, προκλητή στέρηση τροφής στον πληθυσμό που ήταν ταγμένος στην πλευρά των πατριωτών, κλπ.

Αν και στο Σικάγο η ταινία προβλήθηκε μάλλον ανώδυνα, τα πράγματα δεν συνέβησαν το ίδιο στο Λος Άντζελες, όπου στην πρώτη προβολή του έργου, ο Robert Goldstein, θα συλληφθεί από τις αστυνομικές αρχές και θα οδηγηθεί στη φυλακή, για παράβαση του «Νόμου περί Κατασκοπείας». Η βασική κατηγορία, η δυσφήμηση ενός μεγάλου συμμάχου της χώρας στον Πόλεμο, με αποτέλεσμα την δημιουργία αντιβρετανικού κλίματος εχθρότητας και δυσπιστίας, στον αμερικανικό λαό. Ο Goldstein, θα κατηγορηθεί για φιλογερμανισμό και για χρηματοδότηση από πλευράς του Κάιζερ, προκειμένου να διαβρωθεί το πατριωτικό αίσθημα των πολιτών των ΗΠΑ.

Στην δίκη που θα ακολουθήσει μερικούς μήνες μετά, η υπερασπιστική γραμμή του παραγωγού ήταν ότι η ταινία ήταν εξόχως πατριωτική και ότι οι σκληρές σκηνές που περιέγραφαν τις ακρότητες των Βρετανών, είχαν ήδη κοπεί, ενώ αυτές που απέμεναν, ήταν απαραίτητες για την ομαλή ροή της ταινίας· εξάλλου, όλα αυτά, ήταν ιστορικά τεκμηριωμένα και αναμφισβήτητα.

Η υπεράσπιση δεν θα καταφέρει τίποτα. Ο Robert Goldstein, θα καταδικαστεί σε ένα υπέρογκο χρηματικό πρόστιμο και σε δεκαετή κάθειρξη, ενώ ο εισαγγελέας, θα τον χαρακτηρίσει «άκρως τυχερό», επειδή όλα αυτά έγιναν στη «χώρα της Ελευθερίας», αφού ανάλογο γεγονός στη Γερμανία, θα τον είχε στείλει κατευθείαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Η δίκη θα μείνει γνωστή με την ειρωνική ονομασία «Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, εναντίον Πνεύματος 1776» και θα αποτελέσει υπόδειγμα αυταρχικών πρακτικών, ενός δημοκρατικού κράτους, ενάντια στους πολίτες του, σε καιρό πολέμου, σύμφωνα με το εμπνευσμένο βιβλίο του Chafee Zechariah, «Freedom of Speech» (1920)

Καμία κόπια της ταινίας δεν θα διασωθεί, παρά τις όποιες φήμες που έχουν βγει κατά καιρούς για δήθεν ανεύρεσή της και ψηφιακής αναπαραγωγής της (ειδικά πριν από κάποια κινηματογραφικά φεστιβάλ).

O Robert Goldstein, θα μείνει φυλακή, συντροφιά με τους συνδικαλιστές και τους σοσιαλιστές, για περίπου τρία χρόνια. Θα ταξιδέψει στη συνέχεια στην Ευρώπη (Γαλλία, Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία), προσπαθώντας χωρίς επιτυχία, να σταδιοδρομήσει στον κινηματογράφο. Το 1935 βρίσκεται στη Γερμανία, όπου στέλνει επιστολή, ζητώντας από την Ακαδημία χρηματική ενίσχυση, αφού όπως γράφει, δεν έχει εννέα δολάρια, προκειμένου να ανανεώσει το αμερικανικό διαβατήριό του. Θεωρείται σχεδόν βέβαιο, ότι θα βρει τον θάνατο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Θα μπορούσε κάποιος να τον αποκαλέσει ως τον πλέον άτυχο κινηματογραφιστή όλων των εποχών. Προσωπικά, θα τον αποκαλούσα ως τον πιο άτυχο «πατριώτη».

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Η περίπτωση Κνουτ Χάμσουν



Knut Hamsun (1859–1952). «Κνουτ Χάμσουν», ψευδώνυμο του Νορβηγού συγγραφέα, με το όνομα Knut Pedersen. Τι να πρωτογράψει κανείς, αφού μαζί με τον Ερρίκο Ίψεν, αποτελούν τους πλέον διαβασμένους και μεταφρασμένους Νορβηγούς λογοτέχνες σε παγκόσμιο επίπεδο.



Ο Κνουτ Χάμσουν, πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. Γιος ενός φτωχού ράφτη, δόθηκε «δανεικός» ως παιδί σε έναν ευκατάστατο θείο, προκειμένου με την εργασία του, να ξεπληρώσει (μαζί με τους τόκους) τα χρέη της οικογένειας. Σε ηλικία 14 ετών, άρχισε μια «αλήτικη», περιπλανώμενη ζωή στον «μεγάλο κόσμο», για να ταξιδέψει ως την Αμερική, όπου έκανε πολλές και παράξενες δουλειές, προκειμένου να επιβιώσει. Ταυτόχρονα όμως, διάβαζε πολύ στον ελεύθερο χρόνο του.


Το 1890, έκανε το ντεμπούτο του στα γράμματα με το στυλιστικά πρωτοπόρο μυθιστόρημά του, με τίτλο «Η Πείνα». Ο Χάμσουν, θα αρνηθεί τον κυρίαρχο στην εποχή του νατουραλισμό και επηρεασμένος από τον Νίτσε και τον Ντοστογιέφσκι, θα οδηγήσει την ευρωπαϊκή λογοτεχνία στην νεο-ρομαντική επανάσταση. Η «Πείνα», θα γίνει τεράστια επιτυχία, θα μεταφραστεί πολύ και θα αποτελέσει για τον Χάμσουν, την αρχή μιας εξαιρετικά επιτυχημένης και άκρως παραγωγικής συγγραφικής δουλειάς. Αποκορύφωμα αυτής της πορείας, ήταν το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία, που τού απονεμήθηκε το 1920.



Η επίδραση του Χάμσουν στην παγκόσμια λογοτεχνία (ευρωπαϊκή και αμερικανική κυρίως), είναι - χωρίς καμία υπερβολή - απίστευτη, ανυπολόγιστη και τεράστια. Η λίστα των συγγραφέων που επηρεάστηκαν από την πένα του, με τους εσωτερικούς και μακροσκελείς μονολόγους, τις ακραίες ψυχολογικές διακυμάνσεις των ηρώων και τους ανεκπλήρωτους έρωτες, είναι μακροσκελής και περιλαμβάνει γνωστά και εντυπωσιακά ονόματα: Έρνεσρ Χεμινγουέι, Χέρμαν Έσσε, Τόμας Μαν, Φραντς Κάφκα, Μαξίμ Γκόρκυ, Ισαάκ Σίνγκερ, Χένρυ Μίλλερ, Στέφαν Τσβάιχ και πολλοί άλλοι, θα ξεκινήσουν από τον Χάμσουν για να ακολουθήσουν στη συνέχεια την δική τους, προσωπική πορεία.

Στην Ελλάδα, μιλάμε για κανονικό «χαμσουνικό πυρετό», όπως ορθά έχει ονομαστεί η επίδραση του Νορβηγού λογοτέχνη στην πνευματική ζωή του τόπου μας την περίοδο του Μεσοπολέμου. Όλοι τον διάβαζαν και προσπαθούσαν να μιμηθούν το στυλ της δουλειάς του (και όχι μόνο).  Ο Κοσμάς Πολίτης, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Βασίλης (Βάσος) Δασκαλάκης (ο οποίος έμαθε μόνος του νορβηγικά και ήρθε σε προσωπική επικοινωνία με τον Χάμσουν, επί τούτου, δηλαδή για να μεταφράσει τον νορβηγό στη γλώσσα μας· παρέμεινε ο κύριος και βασικός μεταφραστής του για δεκαετίες, δίνοντάς τον μας σχεδόν ολόκληρο), ο Ιάκωβος Καμπανέλης, ο Γιάννης Σκαρίμπας, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο Θέμος Κορνάρος, ο Λουκής Ακρίτας, ο Στρατής Δούκας, είναι κάποια ενδεικτικά ονόματα.

Ήδη πριν το 1900, ο Νορβηγός είχε στο έργο του δείγματα ριζοσπαστικού αριστοκρατισμού, με φανερή την επίδραση του Νίτσε. Στην περίφημη «Τριλογία  του Kareno», ο πρωταγωνστής της, φιλόσοφος Ivar Kareno, θα μιλήσει με πάθος για την αναγκαιότητα του «Μεγάλου Εκλεκτού», του «Μεγάλου Τρομοκράτη», του «φυσικού ηγέτη και γεννημένου Δεσπότη, του Καίσαρα», που «θα αποτελέσει την ζωντανή ουσία της ανθρώπινης δύναμης» και που θα αλλάξει με την βία την πορεία της ανθρωπότητας.

Στην «Ευλογία της Γης», θα υμνήσει τον προσκολλημένο στη γη αγρότη, (προσκολημμένο, όπως στη φεουδαλική εποχή, μέχρι συντέλειας δηλαδή του αιώνα), που βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς προστασίας από την εκμετάλλευση της σύγχρονης εποχής του χρήματος, παραθέτοντας απόψεις, πολύ κοντινές με τις μετέπειτα ναζιστικές θεωρίες του «Αίματος και της Γης».

Τα παραδείγματα στα οποία τα ρατσιστικά μηνύματα, η αποστροφή στην πρόοδο και τη νεωτερικότητα, ο σεξισμός, η εξιδανίκευση της αγροτικής ζωής με την απαραίτητη κοινωνική και φυλετική ιεραρχία, κλπ, εμφανίζονται από πολύ νωρίς στα έργα του και είναι δεκάδες για να παρατεθούν αναλυτικά. Ο Χάμσουν δεν ήταν «αντιφατικός», δεν είχε δύο (ή περισσότερες) όψεις. Δεν έγινε ναζιστής επειδή παρασύρθηκε από τη νεαρή δεύτερη σύζυγό του ή επειδή «θρηνούσε για τα χαμένα του νιάτα» και άλλα ανόητα που έχουν γραφτεί. Ήταν απλά, από την αρχή, ένας 100% αντιδραστικός λογοτέχνης, που κατάφερε με το ταλέντο του, να ξεγελάσει πολύ κόσμο, ακόμα και από την άλλη όχθη. 

Στην δεκαετία του 1930, ο Χάμσουν, καταξιωμένος πια δημιουργός, έχοντας λύσει το ζήτημα του βιοπορισμού του (ιδίως χάρη στους γερμανικούς εκδοτικούς οίκους και στις μεταφράσεις των έργων του σε μια μεγάλη γλώσσα, όπως τα γερμανικά), εκφράζει πια ανοικτά την άκρατη γερμανοφιλία του, όπως και την αδιάκοπα αυξανόμενη αγγλοφοβία του. Για τον ηλικιωμένο πια Χάμσουν, η Γερμανία, αδερφό έθνος της Νορβηγίας, είναι η νιότη του κόσμου, το μέλλον της ανθρωπότητας. Θα υπενθυμίζει διαρκώς τα δεινά που προκάλεσε ο βρετανικός ιμπεριαλισμός στην ανθρωπότητα, από τον αποκλεισμό των λιμανιών της Νορβηγίας το 1809 (!), μέχρι τον πόλεμο των Μπόερς και τις επεμβάσεις του ενάντια στον ηρωικό και αθώο ιρλανδικό λαό. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον αντιμπολσεβικισμό του (παρά την εξαιρετική δημοφιλία που απολάμβανε στην ΕΣΣΔ) και τον σχετικά συγκεκαλυμένο αντισημιτισμό του, θα αποτελέσουν έναν εκρηκτικό μείγμα, που θα τον οδηγήσουν (και με την βοήθεια της πολύ νεαράς, φανατικής ναζίστριας δεύτερης συζύγου του), στην Άκρα Δεξιά και στον εθνικοσοσιαλισμό. Θα γίνει, ο πνευματικός πατέρας του νεοσύστατου νορβηγικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και στενός συνεργάτης του Κουίσλινγκ.

Πανηγυρίζει για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, βρίσκοντας στο πρόσωπό του, τον «Μεγάλο Τρομοκράτη» και τον «Δεσπότη», που ονειρευόταν ο ήρωάς του Ivan Kareno. Δεν θα αντιδράσει στο «κάψιμο» των βιβλίων στις μεσαιωνικές τελετές των ταγματοεφοδιτών. Θα λοιδωρήσει και θα συκοφαντήσει τους γερμανούς αντιφασίστες που θα οδηγηθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των SS. Η στάση του στην περίπτωση του νομπελίστα γερμανού ειρηνιστή και αντιφασίστα Carl von Ossietzky, θα είναι ενδεικτική και χαρακτηριστική, αποκαλύπτοντάς τον στα μάτια της προοδευτικής ανθρωπότητας.



«Ριζοσπάστης», 15 Ιανουαρίου 1936, για την περίπτωση Χάμσουν. Οι Ρομαίν Ρολάν και Ελία Έρενμπουργκ, θα τον αποκαλέσουν, «μαύρο σκύλο» της αντίδρασης.

Το 1940, θα χαιρετήσει με διάγγελμά του την είσοδο των Ναζί στη Νορβηγία, ενώ θα προσπαθήσει να διασπείρει την αμφιβολία και τη σύγχυση στο νορβηγικό λαό για την στάση της βασιλικής οικογένειας (δήθεν αιχμάλωτη των βρετανών ιμπεριαλιστών). Θα καλέσει τον λαό να πετάξει τα όπλα και να συνεργαστεί ολόψυχα. Αυτός,  θα συνεργαστεί με την ορίτζιναλ δοσιλογική και προδοτική κυβέρνηση του Κουίσλινγκ και με τον φανατικό ναζιστή και τοποτηρητή του Ράιχ για τη Νορβηγία, Josef Terboven.




Παρά όμως την έντονη προπαγαδα στην οποία συμμετείχε και ο Χάμσουν, και τις διαβεβαιώσεις των ιθυνόντων ότι το Γ' Ράιχ έχει τις καλύτερες προθέσεις για τη Νορβηγία, παρά τις δικαηρύξεις για τα «κοινά πεπρωμένα των δύο λαών στην Ιστορία» και τον μεγάλο ρόλο που καλείται να παίξει η Νορβηγία στη «νέα τάξη πραγμάτων» στη Γερμανική Ευρώπη, ο λαός, θα παραμείνει στη συντριπτική του πλειοψηφία πιστός, στις εθνικές και δημοκρατικές του παραδόσεις. 

Ο Χάμσουν, δεν θα κατανοήσει τίποτα από όλα αυτά και εννοείται ότι δεν θα υπαναχωρήσει καθόλου από τον φιλοχιτλερισμό του, σε αντίθεση με πολλούς άλλους συντηρητικούς διανοούμενους, που αν και αρχικά είδαν με συμπάθεια το ναζισμό, πρόλαβαν και «έκαναν πίσω». Κατά την διάρκεια του πολέμου, τα βιβλία του θα εκδίδονται κατά χιλιάδες και σε σχήμα τσέπης, θα μοιράζονται στους άντρες της Βέρμαχτ.

Το 1943, αφού σε μια συμβολική κίνηση προηγουμένως είχε δωρήσει το Νόμπελ του στον Γκαίμπελς,  θα συναντηθεί με τον Χίτλερ. Η συνάντηση θα καταλήξει σε φιάσκο, με τον Γερμανό ηγέτη να αποχωρεί εκνευρισμένος, αφού ο Χάμσουν θα βρει την παρρησία, να διαμαρτυρηθεί για τις ακρότητες του Τερμπόβεν και ειδικά για τις εκτελέσεις Νορβηγών πολιτών από τις κατοχικές δυνάμεις, που αμαυρώνουν την εικόνα της Γερμανίας και του εθνικοσοσιαλισμού στην πατρίδα του. Αν όντως επιβεβαιώνεται ότι μετά τη συνάντηση αυτή, η ναζιστική καταστολή στη Νορβηγία μειώθηκε σε ένταση, θα πρέπει να πιστώσουμε στον Χάμσουν, μια προσφορά στον λαό του.

Τον Μάιο του 1945, μια μέρα πριν την Απελευθέρωση της Νορβηγίας, θα δημοσιεύσει μια κατάπτυστη νεκρολογία (η αγγλική λέξη notorious περιγράφει καλύτερα το περιεχόμενο), για τον Αδόλφο Χίτλερ, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ - με νιτσεϊκή και σπενγκλεριανή ορολογία - θα τον ανακηρύξει ως σύγχρονο Μεσσία και Προφήτη της Ανθρωπότητας και του δυτικού πολιτισμού: Ο Αδόλφος, ως «Πολεμιστής της Θέλησης», που απλά είχε την ατυχία να γεννηθεί και να δράσει σε μια εποχή βαρβαρότητας, γενικής οπισθοδρόμησης και παρακμής.



Με την Απελευθέρωση, ο Χάμσουν και η σύζυγός του θα συλληφθούν και θα ετοιμαστούν να δικαστούν με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας. Η ποινή του θανάτου είναι μάλλον βέβαιη για τον ηλικιωμένο συγγραφέα.
Τελικά, η σωτηρία θα έλθει από τον πάντα ουμανιστή Στάλιν που ενδιαφερόταν ζωηρά για την τύχη του νορβηγού συγγραφέα.

Ήδη από τον Νοέμβριο του 1944, ο Μολότοφ, υπουργός εξωτερικών τότε της ΕΣΣΔ, σε μια συνάντησή του στη Μόσχα με τους Terje Wold, και Trygve Lie, υπουργοί αντίστοιχα Δικαιοσύνης και Εξωτερικών, της εξόριστης στο Λονδίνο, νορβηγικής κυβέρνησης, είπε (σχεδόν εκλιπαρώντας) ότι «ο συγγραφέας του ‘Πάνα’ και της ‘Βικτώριας’, δεν πρέπει να έχει την τύχη οποιουδήποτε ναζί» και ότι «ηλικιωμένοι διανοούμενοι, σαν τον Κνουτ Χάμσουν, πρέπει να αφεθούν να πεθάνουν από φυσικό θάνατο». Η απάντηση του Lie, ήταν ότι «κύριε Μολότοφ είστε πολύ ήπιος και ανθρωπιστής και δεν καταλαβαίνετε τη σκληρότητα του πολέμου».

Τον Μάιο του 1945, ο Μολότοφ πάλι, παρενέβη στον σοσιαλδημοκράτη υπουργό εξωτερικών της Νορβηγίας και τού ζήτησε - αυτή τη φορά ρητά - διατυπώνοντας την επιθυμία του Ι.Β. Στάλιν, να μην οδηγηθεί ο Χάμσουν σε δίκη, με το επιχείρημα ότι θα είναι όνειδος, η Νορβηγία να οδηγήσει στο απόσπασμα ένα από τα λαμπρότερά της τέκνα. Οι Νορβηγοί θα υποχωρήσουν, όπως είχαν υποχωρήσει στις σοβιετικές αξιώσεις πριν τον πόλεμο και με την περίπτωση του Τρότσκι (αρχικά αποδέχτηαν το ζήτημα του πολιτικού του ασύλου και στη συνέχεια το αρνήθηκαν).

Ο Χάμσουν, θα κριθεί ακαταλόγιστος («τρελός» με άλλα λόγια) και θα κλειστεί σε ψυχιατρική κλινική, για να απελευθερωθεί στη συνέχεια, αφού πρώτα δημευτεί η μεγάλη περιουσία του. Θα πεθάνει σε ηλικία 93 ετών στο χωριό του. Παρά ταύτα, αν και δεν εκτελέστηκε, θα καταδικαστεί άτυπα σε πνευματικό θάνατο για πολλές δεκαετίες· το όνομά του δεν θα  αναφέρεται  πουθενά στη Νορβηγία και τα βιβλία του θα είναι παντελώς εξαφανισμένα. Μια προσπάθεια συλλογικής λήθης, με έναν άλλοτε διάσημο συγγραφέα να περνά σχεδόν στην ανυπαρξία, με τρόπο που να είναι σαν να μη γεννήθηκε ποτέ.

Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε - μετά από μια εντατική προσπάθεια κάθαρσης από το ναζιστικό του παρελθόν - κάποια αποκατάσταση: Το 2009 εορτάστηκαν τα 150 χρόνια από τη γέννησή του, ενώ  δρόμοι και πλατείες πήραν το όνομά του. Ο Νορβηγοί όμως, (πιστοί στην αντιφασιστική και αντιναζιστική τους κανονικότητα ή απλά επειδή ζούμε σε μια εποχή γενικής υποχώρησης των ιδεών;), παρέμειναν χλιαροί και μάλλον αδιάφοροι· οι επίσημες εκδηλώσεις ήταν σχετικά περιορισμένες και η σύγκριση με την ανάλογη επέτειο που έγινε για τον Ίψεν, μόνο θλίψη προκαλεί.

Διαβάστε:

Legacies of Modernism: Art and Politics in Northern Europe, 1890-1950, των P. McBride, R. McCormick, M. Zagar (Palgrave Macmillan US), 2007. Ο Χάμσουν στη χορεία των αντιδραστικών μοντερνιστών διανοουμένων που στρέφονται ενάντια στα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις παραδοσιακές αντιλήψεις του Διαφωτισμού για τον άνθρωπο, την κοινωνία, την ηθική και την δικαιοσύνη.

 Troubling Legacies: Migration, Modernism and Fascism in the Case of Knut Hamsun (Continuum Literary Studies), Bloomsbury Academic; 2010. Εξαιρετική δουλειά του Peter Sjølyst-Jackson, όπου αποκαλύπτεται ο φασιστικός λόγος του Hamsun από τα πρώτα του έργα. Άκρως ενοχλητικό βιβλίο για όλους αυτούς που προσπάθησαν τις προηγούμενες δεκαετίες να διαχωρίσουν το έργο του Νορβηγού λογοτέχνη από τη ζωή και την δράση του ή και (ακόμα περισσότερο), να τον απαλλάξουν από το άγος της συνεργασίας με τον ναζισμό και τους εχθρούς της πατρίδας του.

Σκλάβοι Της Αγάπης - Κνουτ Χάμσουν  «Σκλάβοι της Αγάπης» (Διήγηση μιας σκλαβας). Τυπικό νεορομαντικό διήγημα του νορβηγού συγγραφέα, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, σε μετάφραση του Βασ. Δασκαλάκη, από τις εκδόσεις της εφημερίδας του διανοούμενου και μετέπειτα στέλεχους της 4ης Αυγούστου, Κωστή Μπαστιά, «Ηχώ της Ελλάδας» (Αθήνα, 1935). Ο τόμος διηγημάτων στο οποίο περιέχεται, έχει τον τίτλο «Νοσταλγοί» και εκτός από τον Βασ. Δασκαλάκη, μεταφραστής σε κάποια διηγήματα είναι και Ζησ. Νησιώτης. Ο τίτλος στα αγγλικά: Slaves of Love. Hamsun, Knut, 1859-1952. Πάνω στο συγκεκριμένο διήγημα, βασίστηκε η χαμένη σήμερα ταινία «Rabi lyubvi» (Ρωσία 1916), του Boris Sushkevich.

Αξίζει να δει κανείς, το δέος και τον θαυμασμό που είχε (ο καθ' όλα αξιόλογος) Βάσος Δασκαλάκης, για τον Νορβηγό συγγραφέα, σε συνέντευξή του στην ίδια εφημερίδα στις 22 Ιουνίου 1935. Τελικά, σε μια υπέροχη μεταφραστική δουλειά, θα μας δώσει όλον τον Χάμσουν στην ελληνική (ή σχεδόν όλο), για να περιοριστεί ο ίδιος σε ένα μόνο μυθιστόρημα και σε μερικά σκόρπια διηγήματα.

Knut Hamsun and the Nazis, του Einar Haugen (Books Abroad, Vol. 15, No. 1 (Winter, 1941), pp. 17-22). Η στάση του Χάμσουν κατά τη γερμανική εισβολή ενάντια στην πατρίδα του· ο Αμερικανο-Νορβηγός συγγραφέας του άρθρου και σπουδαίος γλωσσολόγος, αποδεικνύει ότι τα ναζιστικά δόγματα τα οποία υπηρετούσε ο Χάμσουν με πίστη και συνέπεια, προϋπήρχαν - έστω και σε εμβρυϊκή μορφή - στα βιβλία του, πάνω από πενήντα χρόνια. Ενδιαφέρον, γιατί το άρθρο γράφτηκε το 1941.

Ο Χαμσουνικός πυρετός και οι υποτροπές τουΑφιέρωμα της Αγγέλας Καστρινάκη, στην πρόσληψη του Χάμσουν στην Ελλάδα. Ανακτήθηκε από το site της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών.