Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Συνάντηση στο θεσσαλικό τραίνο

Ένας παλιός ανταρτοεπονίτης θυμάται...

Γράφει ο Γιάννης-Λένιν Δαμασκόπουλος, γιος του αξέχαστου και αδικοχαμένου στην διάρκεια της Κατοχής, συνδικαλιστή Παντελή Δαμασκόπουλου:

Γενάρης 1945.

Από την Καρδίτσα, είχαμε πάρει το τραίνο για τα Τρίκαλα, που ζούσε η ορφανεμένη πια οικογένειά μου.
Μέσα στο βαγόνι λαός πολύς, αντάρτες, παιδιά του ΕΛΑΣ της Αθήνας, οι πιο πολλοί όρθιοι κι αρκετοί τραυματίες από τις μάχες του Δεκέμβρη.
Δίπλα, τρεις νέες Ελασίτισες όρθιες, ταλαιπωρημένες κι η μια τραυματισμένη στο χέρι, με κόπο κρατιόταν.
Προσφέρθηκα να τη βοηθήσω, γιατί ήταν φανερό πως υπέφερε κάθε φορά που το τραίνο χοροπηδούσε (συνήθεια που δεν έχασε ακόμα ο θεσσαλικός σιδηρόδρομος!)
Φυσικά, τη ρώτησα από πού ήταν κι έμαθα πως ήταν απ’ τη Χαλκίδα.
Στα Τρίκαλα τις βοήθησα να βρουν κάπου να κοιμηθούν. Τις δυο δεν τις ξαναείδα από τότε, όχι όμως και την τρίτη και να πώς:
Είχαν περάσει πολλά χρόνια, όταν, σε μια εφημερίδα διάβασα για μια μεγάλη τραγουδίστρια της εποχής που καταγόταν από τη Χαλκίδα κι είχε τραυματισθεί σε μάχη το 1944.
Τότε θυμήθηκα το πληγωμένο κορίτσι του τραίνου κι ο πειρασμός ήταν μεγάλος να εξακριβώσω αν ήταν η ίδια.
Ένα βράδυ με φιλική συντροφιά πήγα στο κέντρο που τραγουδούσε τότε με τον αξέχαστο Βασίλη Τσιτσάνη, στην Καισαριανή, την παλιά αγαπημένη γειτονιά..
Είχα πραγματικά μεγάλο τρακ όταν τη συνάντησα και τη ρώτησα αν θυμάται την σκηνή στο κλυδωνιζόμενο βαγόνι του θεσσαλικού, πριν 32 χρόνια και με πραγματική συγκίνηση άκουσα να μου λέει πως ήταν εκείνη και δεν τόχε ξεχάσει. Τώρα όμως το τραυματισμένο μελαχρινό κορίτσι του τραίνου, ήταν η μεγάλη κυρία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, η αγαπημένη τραγουδίστρια των απλών ανθρώπων του λαού και του μόχθου, η ασύγκριτη Σωτηρία Μπέλλου.
Περίεργη που είναι η ζωή καμιά φορά ποιος να το φανταζόταν αυτό, το Γενάρη του 1945;


Πηγή, περιοδικό ΤΟΤΕ, τεύχος 35 (8ο), Ιούνιος 1988.

«Σαν απόκληρος γυρίζω», τραγούδι του 1949. Στίχοι και μουσικοί Βασίλη Τσιτσάνη, τραγουδάει η Σωτηρία Μπέλλου, αφιερωμένο στους οικονομικούς μετανάστες κάθε εθνικότητας, Έλληνες και ξένους:


Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Η λαϊκή γειτονιά της Αθήνας μετά τον Δεκέμβρη


Το προσφυγικό πρόβλημα θα ξεκινήσει για την Ελλάδα με την έναρξη σχεδόν του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και θα πάρει μετά τη συνθήκη της Λωζάννης τεράστιες διαστάσεις.

Η Αθήνα για παράδειγμα, έπρεπε να στεγάσει κάπου 1,5 εκατομμύρια πρόσφυγες. Στο διάστημα 1923-1930 κατασκευάστηκαν οι συνοικισμοί του Bύρωνα, της Καισαριανής, της Νέας Ιωνίας, της Kοκκινιάς, του Υμηττού και του Ταύρου. Από το 1936 μέχρι το 1940, δημιουργούνται ή ολοκληρώνονται οι οικισμοί των Λεωφόρων Αλεξάνδρας και Συγγρού, Νίκαιας, Δραπετσώνας, Ελληνικού, Ερυθρού Σταυρού, Στέγης Πατρίδος, της Νέας Φιλαδέλφειας, Νέας Σμύρνης, Νέας Kαλλικράτειας, Νέας Ερυθραίας, Δουργουτίου, Αγίου Ιωάννη Ρέντη και Αγίων Αναργύρων Πειραιά. Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για 12 μεγάλους και 34 μικρότερους προσφυγικούς οικισμούς, με ανύπαρκτες ή ελάχιστες υποδομές, ένα με τέσσερα χιλιόμετρα από την περίμετρο της παλιάς Αθήνας. Ο λόγος βασικά αυτής της χωροθετικής περιθωριοποίησης (πρακτικά, εκτός του αστικού ιστού), ήταν η ανάγκη να μην διαταραχθεί η ησυχία του σχεδόν ισάριθμου γηγενούς πληθυσμού.
Άλλος λόγος ήταν η προσπάθεια του Βενιζέλου να επιφέρει αλλοίωση της εκλογικής σύνθεσης της Αθήνας (φιλοβασιλικός πληθυσμός).





Η αστική τάξη, είδε στους πρόσφυγες μια καλή ευκαιρία για νέα, μεγάλα κέρδη, θεωρώντας τους ως αστείρευτη πηγή εργατικής δύναμης: φτηνή, και πολλή δουλειά, (σχεδόν) ανυπαρξία ταξικής συνείδησης και αδυναμία οργανωμένων διεκδικητικών αγώνων.

Η «νοσταλγική» και χιλιοτραγουδισμένη «Παλιά Αθήνα» των δεκαετιών 1920-1940, θα συνυπάρξει με μια άλλη Αθήνα. Αυτή των προσφυγικών οικισμών, μια πόλη ανείπωτης φτώχειας, αρρώστιας, μιζέριας και στερήσεων, που όμως θα καταφέρει μέσω της εσωστρέφειας και της απομόνωσης που της επιβλήθηκε από τα πάνω, να διατηρήσει τον πολιτισμό και τις παραδόσεις των ανθρώπων της και να γίνει κατά την διάρκεια της Κατοχής, (αλλά και του Εμφυλίου δευτερευόντως), η εστία του παρτιζάνικου αγώνα πόλης. Οι πρόσφυγες, πιστοί στον βενιζελισμό μέχρι τουλάχιστον τη σημαδιακή χρονιά του 1931 (όταν οι συμφωνίες Βενιζέλου-Κεμάλ, θα δείξουν ότι η επιστροφή στις πατρογονικές εστίες είναι απλά ένα όνειρο), θα περάσουν σταδιακά στην κομμουνιστική αριστερά, για να παραμείνουν εκεί, μέχρι την Κατοχή και τον Εμφύλιο.

Λίγο πολύ, είναι γνωστός ο ρόλος που έπαιξαν συνοικισμοί όπως του Πολύγωνου, του Γηροκομείου, του Δουργουτίου, του Παναθηναϊκού, της Καισαριανής, της Δραπετσώνας, κλπ, στην διάρκεια της Κατοχής και ειδικά στον τελευταίο χρόνο της. Μιλάμε για την «άλλη», την «αδούλωτη», τη «ματωμένη» Αθήνα, που απελευθερώθηκε αρκετούς μήνες πριν από τον Οκτώβρη του 1944 από τους Γερμανούς.

Η αστική τάξη, είτε συνειδητά, είτε καθαρά από ταξικό ένστικτο, αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο που αποτελούσαν αυτοί οι συνοικισμοί - με την δυναμική της ταξικής σύγκρουσης που περιέκλειναν - για τα συμφέροντά της και για αυτό τους χτύπησε ανελέητα. Τόσο στην Κατοχή με τα γνωστά μπλόκα των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Αστυνομίας, όσο και στον Δεκέμβρη με τους πραιτοριανούς της. Είναι εύκολα εξηγήσιμη η στάση των Ριμινιτών, μετά την κατάληψη της ερημωμένης από τους κατοίκους της Καισαριανή: την έκαψαν, από τη μία άκρη ως την άλλη.

Ο Δεκέμβρης ήταν πάνω από όλα μια ταξική σύγκρουση, μια σύγκρουση των φτωχών, ενάντια των πλουσίων. Σε μια πιο ειδική οπτική, ήταν μια σύγκρουση της πλούσιας και σχεδιασμένης από αρχιτέκτονες Αθήνας, ενάντια στην άναρχα δομημένη πόλη, ενάντια στους απομονωμένους και φτωχούς εργατικούς συνοικισμούς που υπέθαλπταν τον ταξικό διαχωρισμό και σύγκρουση.

Αμέσως μετά τη Βάρκιζα, όλος αυτός ο πολεοδομικός διαχωρισμός έπρεπε να αλλάξει. Πρώτα απ’ όλα θα σταματήσει σταδιακά, η διασπορά των υπουργείων και των άλλων δημόσιων κτιρίων.

Από το 1937, ξεκινάει το project των Μεταξά-Κοτζιά για το «μπάζωμα» του Ιλισσού («Θάπτομεν τον Ιλισόν», είχε προαναγγείλει θριαμβευτικά ο δικτάτορας). Για οικονομικούς λόγους, το έργο δεν θα ολοκληρωθεί μέχρι το 1941, οπότε το ποτάμι θα λειτουργήσει ως φυσικό οχυρό των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας στον τελευταίο χρόνο της Κατοχής. Η κάλυψη του ποταμού, θα ξεκινήσει πάλι με εντατικούς ρυθμούς εν μέσω Εμφυλίου το 1948, για να δημιουργηθούν στην θέση του οι λεωφόροι του Β. Κωνσταντίνου, Αρδηττού και Καλλιρόης. Δεν είναι υπερβολή να πούμε, ότι αν ο Μεταξάς είχε προλάβει να ολοκληρώσει την καταστροφή του μεγάλου ποταμού της Αθήνας, ο Δεκέμβρης θα τελείωνε πριν καν αρχίσει.




Άλλο ένα οχυρό, για τις δυτικές αυτή τη φορά λαϊκές συνοικίες, θα καταργηθεί το 1954, με την διχοτόμηση της Λεωφόρου Ιωνίας (πλάτους 32 μέτρων) και την εγκατάσταση πάνω της των γραμμών του Ηλεκτρικού.

Παράλληλα, ξεκίνησαν εκτατικά και εντατικά, οι εργασίες για την κατάργηση της λαϊκής γειτονιάς. Ήδη από το 1945, ξεκίνησαν τα σχέδια πολλά από τα οποία (ηθελημένα ή ενστικτωδώς), κινήθηκαν με βάση την δεκεμβριανή εμπειρία:

Διάνοιξη Ακομινάτου από Λιοσίων μέχρι το Μοναστηράκι. Σύνδεση Παλαμηδίου με Δεληγιάννη (Μεταξουργείο). Σύνδεση Βασ. Κων/νου με Όλγας. Διάνοιξη Κολοκυνθούς μέχρι Ακομινάτου. Διαπλάτυνση όσο ήταν δυνατόν των οδών της παλιάς πόλης. Η άναρχη δόμηση, οι μικρές και πολλές φορές αθέατες αυλές, οι στενοί δρόμοι που καθιστούν την διέλευση οχημάτων (και πόσο μάλλον αρμάτων) αδύνατη, τα αδιέξοδα, κλπ, ακυρώνουν στην πράξη τα πλεονεκτήματα ενός καλά εξοπλισμένου και εκπαιδευμένου στρατού.

Με τον Αναγκαστικό Νόμο 1667 «περί λαϊκής κατοικίας» και τις όποιες συμπληρώσεις και τροποποιήσεις του, ξεκινάει το 1951 η δημιουργία τεράστιων πολυκατοικιών, για τη «στέγαση» του λαού:

Οι κάτοικοι των παραπηγμάτων του Πολυγώνου θα στεγαστούν σε 32 τετραώροφες και ομοιόμορφες πολυκατοικίες στον Άγιο Σώστη. Οι αστοί δεν θα ξεχάσουν τον ρόλο που έπαιξαν τα παραπήγματα τον Δεκέμβριο (βομβαρδίστηκαν από τους Άγγλους κατ΄ επανάληψη) στην επιτυχημένη για τον ΕΛΑΣ επιχείρηση αποκλεισμού και κατάληψης της Σχολής Ευελπίδων. Ο χώρος τους, θα μετατραπεί σε πάρκο για τους κατοίκους της Νότιας Κυψέλης και θα δημιουργηθεί περιφερειακός για τη σύνδεση των βορείων προαστίων με το Κέντρο.






Από το 1960 έως το 1969 ξεκίνησε η δημιουργία χαμηλόροφων πολυκατοικιών στον Ταύρο. Από το 1969 και μετά στην ίδια περιοχή κτίστηκαν 7όροφες και 11όροφες.
Από το 1967 και έπειτα, πολυκατοικίες 10 ορόφων στην Δραπετσώνα και άλλων στο Δουργούτι, στον Ασύρματο, στο Περιστέρι, στη Φιλαδέλφεια, στη Μεταμόρφωση και στο Μαρούσι.

Από το άρθρο,  Η Αριστερή Ιδεολογία στην Πολεοδομία στην Ελλάδα, από το 1960 ως το 1990 του Γεωργίου Μ. Σαρηγιάννη:

Το σχέδιο του Κράτους ήταν απλό και αποτελεσματικό: με την ευκαιρία της παροχής σωστής στέγης στους πρόσφυγες, διέλυε τον κοινωνικό ιστό, διασκορπίζοντας τους κατοίκους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ή, και σε περιπτώσεις που ένα τμήμα τους παρέμενε στον παλιό τους χώρο, τους διέλυε σε απρόσωπα συγκροτήματα με την «κατά στοίχους δόμηση», εμποδίζοντας την επανασυγκρότηση της παλιάς τους κοινωνικής ομοιογένειας και συνοχής. Οι αφηγήσεις των προσφύγων και οι περιγραφές τους για τη διάλυση αυτή είναι συγκλονιστικές, σε όλες τις περιπτώσεις που έχουμε καταγραφές.

(Αντίσταση σε αυτήν την κρατική πολιτική, υπήρξε μόνο στη Δραπετσώνα, η οποία ξεκίνησε από τους ίδιους τους κατοίκους, με σχηματισμό Συντονιστικής Επιτροπής, και στη συνέχεια πολιτικοποιήθηκε από την ΕΔΑ, μεμονωμένα όμως για τη Δραπετσώνα, και αργά πλέον για τους άλλους συνοικισμούς, μια και οι περισσότεροι είχαν ήδη διαλυθεί. Τα γεγονότα στη Δραπετσώνα είναι λίγο-πολύ γνωστά: το 1960, η Κυβέρνηση εκπόνησε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο αποκατάστασης των προσφύγων, το οποίο όμως διέλυε, όπως είδαμε, τον κοινωνικό ιστό των προσφυγικών συνοικισμών. Η αντίδραση στη Δραπετσώνα ήταν άμεση, (Αύγουστος 1960), η Αστυνομία προσπάθησε με τη βία να εκδιώξει τους παραπηγματούχους για να κτιστούν οι πολυκατοικίες, η περιοχή μπλοκάρεται από τους κατοίκους, επιστρατεύονται εκατοντάδες αστυνομικοί και αρχίζουν τα βίαια επεισόδια. Η «Μάχη της Παράγκας» έχει αρχίσει, και κορυφώνεται στις 14 Νοεμβρίου, όπου αποκόπτεται η περιοχή από 1000 αστυνομικούς. Οι βιαιότητες δεν έχουν προηγούμενο, παρεμβαίνουν βουλευτές της ΕΔΑ και της Ένωσης Κέντρου, και οι αστυνομικοί πετυχαίνουν να κατεδαφίσουν μόνο τέσσερα παραπήγματα. Οι εκπρόσωποι των προσφύγων και οι βουλευτές επισημαίνουν στους Εισαγγελείς ότι οι κατεδαφίσεις είναι παράνομες, διότι δεν είχαν ακόμη κυρωθεί από τη Βουλή, και δίνεται η εντολή αναστολής τους.
Τότε, γράφτηκε και το γνωστό τραγούδι «Δραπετσώνα» από τον Θεοδωράκη, σε στίχους που έγραψε επάνω στη μελωδία ο Τάσος Λειβαδίτης. Κατά το 1962, είχε διασπαστεί το κίνημα, κάποιοι αποδέχτηκαν την κατάσταση και άρχισαν σιγά-σιγά να κτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες. Με τη Δικτατορία του 1967, τα έργα επιταχύνθηκαν, μια και δεν υπήρχε αντίσταση πλέον, και ολοκληρώθηκαν).


Όπως και να είναι, δεν θα αλλάξουν πολλά πράγματα. Οι κάτοικοι της Αθήνας, θα ονομάσουν αυτές τις πολυκατοικίες «λαϊκές», «εργατικές» ή ακόμα και «προσφυγικές» και οι κάτοικοί τους, θα αισθανθούν την γκετοποίση για μία ακόμα φορά. Στην δεκαετία του 1970, οι περισσότεροι θα θέλουν πια να τις εγκαταλείψουν.

Αξίζει να διαβαστεί η «κοινωνιολογική» μελέτη κατοικίας που εκδόθηκε από το χουντικό υπουργείο οικισμού:

«...η καθυστερημένη αντίληψη για την ανάγκη οργάνωσης σε πρότυπα βιομηχανικών πόλεων του 19ου αιώνα" επισημαίνεται ότι "ο πραγματικός κίνδυνος από παρόμοιες λύσεις δεν είναι μόνο η μετατροπή των περιοχών σε κοινωνικά γκέτο ή σλαμς αλλά η πλήρης καταστροφή του αστικού περιβάλλοντος και των οικισμών μας που θα μετατρέπονται προοδευτικά σε θερμοκήπια μιας παρωχημένης μορφής συμβίωσης με κοινωνικά στεγανά στον χώρο. Το κοινωνικό μέλλον των οικισμών μας γίνεται προβληματικό. Οι δυσκολίες από έλλειψη προσαρμογής και κοινωνικής συμπεριφοράς πολλαπλασιάζονται, η διαλεκτική αυτοεξέλιξη της κοινωνικής μας ζωής ανακόπτεται... Η κατοικία ή η γειτονιά ή η πόλη αν αφεθούν να διαμορφωθούν αυθόρμητα μετατρέπονται σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά σε φαινόμενα ταξικά.
Άρα ο ρόλος της άρνησης σ’ αυτήν την διαδικασία ανατίθεται στην οργανωμένη δόμηση που αποβλέπει στο να αμβλύνει τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις στον αστικό χώρο που με την αυθόρμητη διαδικασία μεγιστοποιούνται».


Μετά την δικτατορία, ξεκινάει πια για τα καλά, η θεσμοθέτηση νέων, επιφανειακά «αταξικών» μεθόδων διάθεσης και κατασκευής της κατοικίας, με στόχο, ο προλετάριος ένοικος, να έχει την ψευδή συνείδηση της εξατομίκευσης, δηλαδή ότι μπορεί να συμμετάσχει από την αρχή, μέχρι το τέλος στη σχεδίαση και ολοκλήρωση της κατοικίας του με βάση τα προσωπικά του γούστα και ανάγκες του.