Πάνω από πενήντα χρόνια μας χωρίζουν από τότε, το καλοκαίρι του 1952, όταν βρέθηκε σε νεκρός σε μια σπηλιά της Πελοποννήσου ο τελευταίος ένοπλος της ΙΙΙης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Ο σεμνός και ακαταπόνητος αγωνιστής της Εθνικής μας Αντίστασης, ο Ετεοκλής Δουμουλάκης.
Όπως - όχι χωρίς συγκινησιακή φόρτιση - μας λέει ο Κώστας Βούλγαρης, στο πολύ δυνατό βιβλίο του "Στο Όνειρο Πάντα η Πελοπόννησος", ο νεκρός είχε αφήσει ένα σημείωμα στην αδελφή του, όπου μεταξύ άλλων έγραφε:
"...όταν θα 'ρθουμε με λουλούδια στα ματωμένα χέρια μας".
Μια σύντομη βιογραφία του από τον Αρίστο Καμαρινό:
Ετεοκλής Δουμουλάκης
Γεννήθηκε το 1926 στο χωριό Πολίχνη - Μεσσηνίας. Μαθητής του Γυμνασίου πιάστηκε από τους Ιταλούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους. Τον βασάνισαν και τον έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Απελευθερώθηκε από τον ΕΛΑΣ τον Απρίλη του 1944 και εντάχθηκε στο μόνιμο ΕΛΑΣ. Μετά τη Βάρκιζα δεν παρέδωσε τον οπλισμό του και παρέμεινε, καταδιωκόμενος, στα βουνά της Ιθώμης και της Ορεινής Τριφυλίας.
Οι παρακρατικοί της Μεσσηνίας συνέλαβαν τη μητέρα του, τις 4 αδελφές του και τον αδελφό του Παναγιώτη.
Επέζησε μόνο η αδελφή του Αικατερίνη. Οι τρεις αδελφές του και ο αδελφός του Παναγιώτης πέθαναν στις φυλακές.
Ο Ετεοκλής Δουμουλάκης, σεμνός αγωνιστής, αφοσιωμένος στα ιδανικά του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, διακρινόταν για την προσωπική του παλικαριά και τη λεβεντιά του.
Ήταν ένας από τους πρώτους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ταΰγετου.
Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και αναδείχτηκε σε στρατιωτικό στέλεχος. Από ομαδάρχης στην αρχή, έφτασε διαδοχικά να διοικεί λόχο του Αρχηγείου Μαινάλου.
Ονομάστηκε ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ, αργότερα δε, με το από 29/04/1948 Διάταγμα του Υπουργού Στρατιωτικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, προήχθη επ’ ανδραγαθία, στη μάχη των Καλαβρύτων, στο βαθμό του λοχαγού Πεζικού.
Ο Δουμουλάκης ήταν ο τελευταίος αντάρτης που παρέμεινε στο βουνό μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου, μέχρι τις 12 Αυγούστου 1952, οπότε πέθανε μέσα σε μια σπηλιά στη περιοχή του χωριού Πήδημα-Μεσσηνίας.
Οι κυβερνητικές αρχές εκείνης της περιόδου αρνήθηκαν να δώσουν στην αδελφή του Αικατερίνη τη γνωμάτευση της τοξικολογικής εξέτασης των σπλάχνων του, από την οποία θα εξακριβωνόταν ο τρόπος που τον είχαν δηλητηριάσει. Λέγεται ότι τον πρόδωσε ο τροφοδότης του, κάτοικος του χωριού Πήδημα.
απο karhergr
Μετα την Βαρκιζα, κατεφυγε στο Χωριο Καλλιρροη και εζησε αρκετα χρονια σε μθα σπηλια του Βουνου "Μπερκοσιαρα", κοντα στο ερειπωμενο σπιτι του Κωστα Χρονοπουλου (Μπασια). Ετρεφετο μαλλον απο αριστερους κατοικους της Καλλιρροης. Ανακαλυφθηκε, υστερα απο προδοσια, το 1949 και διωκομενος κατεφυγε στο χωριο Πηδημα. Εζησε δυο χροβια μεσα σε μια σπηλια, ακριβως απεναντι απο τις πηγες Πηδηματος, οπου ειναι σημερα το Αντλιοσρασιο Καλαματας. Πεθανε εκει το 1952 απο τροφικη δηλητηριαση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣιγά την προσωπικότητα... Ο τροφοδότησης του του έδινε φαγητό γιατί ο Δουμουλάκης τον πλήρωνε σε χρυσό... Είχε οικονομίσει καλά στη κατοχή ο Μεγάλος "Επαναστάτης"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣωτήρης
Αξίζει αντί για απάντηση (θα είναι πολύ λίγη και χλωμή, μπροστά στην τραγικότητα των γεγονότων) να μπει ο επίλογος του βιβλίου του Κώστα Βούλγαρη, "Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησος" (Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2002):
ΑπάντησηΔιαγραφή«Δάκρυα πολλά με καίγανε, μονάχος κι έγραφα, τι ήμουν εγώ, μιλώντας έτσι με, χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα, κι απ’ τα παράθυρα έμπαινε δόξα, χρυσό σκοτεινιασμένο φως, τριγύρω μπάκοι και τραπέζια και παράθυρα, καθρέφτες ως τον κάτου κόσμο. Κι ήρθανε ο ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας, ο Πόρπορας, ο Κονταξής, ο Μάρκος, ο Γεράσιμος, μια σκούρα πάχνη τ’ άλογα κι η μέρα όπως ελόξευε.
Ήρθε ο Σαρρής, ο Τσάκωνας, ήρθε ο Φαρμάκης, ο Τορέγας, ο ...
Πήραμε τον κατήφορο, στάχτη παντού, καμένο χώμα, σίδερο, πάνω στις πόρτες ένα μαύρο X και το ’ξερες εδώ πέρασε ο θάνατος, μέρες και νύχτες με τα πολυβόλα που θερίζανε κι άκουγες ωχ και τίποτ' άλλο. Κι ήρθανε πολλοί. Μπροστά τους ο Τζαννής, ο Παπαρίζος, ο Ελεμίνογλου, πιο πίσω ο Λαζαρίδης, ο Φλασκής, ο Κωνσταντόπουλος - σε τις εκκλησίες τους διάβασαν, τους θάψανε, κανείς δεν ξέρει σε τι χώματα κι άλλοι πολλοί καβάλα στον καιρό κι ανάμεσα κορίτσια του χαμού, ξεπόρτισαν, ο πυρετός η πείνα, εστάθηκαν στον τοίχο, εφύσαγε κακός αέρας. Κι ήρθανε η Λίτσα κι η Φανή γλυκομηλιές.
Ήρθαν οι μέρες του σαράντα τέσσερα κι οι μέρες του σαράντα οχτώ.
Κι από την Πελοπόννησο ως τη Λάρισα βαθύτερα ως την Καστοριά, πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα.
Βαστώντας το ντουφέκι του σπασμένο ήρθε ο Προσόρας, ο Μπακρυσιώρης, ο Αλαφούζος, ο Ζερβός, στη σύναξη ζυγώσανε. Κοιτάχτε, εφώναξα, κοιτάξαμε.
Το φως πλημμύρα, ο καρποφόρος ήλιος μνήμη των αφανών. Τα χρόνια πέρασαν, ασπρίσαμε, τους έλεγα.
Ήρθε ο Τζεπέτης, ο Ζαφόγλου, ο Μαρκουτσάς, στρωθήκαμε στο μπάγκο και στην άκρη ο Κωνσταντίνος έτσι νοσηλεύοντας το πόδι του. Σιγά σιγά οι φωνές γαλήνεψαν. Σιγά σιγά, όπως ήρθανε, χαθήκανε.
Πήρανε το λαγκάδι, αέρας, χάθηκαν».