Μια αναφορά, που αναρτήθηκε πριν από κάποια χρόνια σε πολλά δεξιά φόρουμ, για την "δήθεν" αντιπνευματικότητα" του ΕΑΜ. Το ΕΑΜ των καλλιτεχνών και των ποιητών, που οι αγώνες του ενέπνευσαν τόσους πνευματικούς ανθρώπους, πρέπει συν τοις άλλοις να εμφανιστεί τώρα σαν μια παράταξη ενάντια στην ελεύθερη σκέψη, κάτι ανάλογο με τους "Ερυθρούς Χμερ" της Καμπότζης. Μια παράταξη που δίωξε το πνεύμα και τη μη στρατευμένη στο ΚΚΕ διανόηση.
Το αφιέρωμα, πέρα από τη μονομέρεια που το διακατέχει, εμπεριέχει και πολλά ιστορικά λάθη.
Προδότης και ο Σικελιανός! Ο Άγγελος Σικελιανός, ο ποιητής του ελληνικού μεγαλείου, πρόσφερε στον υπόδουλο λαό μας, κατά την περίοδο της Κατοχής τους στίχους του για να απαλύνουν τον πόνο και να δώσουν ελπίδα. Κατά την κηδεία του Κωστή Παλαμά το Φεβρουάριο του 1943 η φωνή του Σικελιανού, μπροστά στο φέρετρο, ήταν η φωνή της Ελλάδας και έτσι την κατέγραψε από τότε η ιστορία του τόπου μας. Ήταν η φωνή του πόνου,της δυστυχίας άλλα και της προσμονής για το άγγελμα της αναστάσεως, που το βεβαιώνουν οι πνευματικοί ηγέτες της εποχής. Τον Μάιο του 1943 ο Σικελιανός θα γράψει το «Η μάνα Ελλάδα» που κυκλοφόρησε σχεδόν μυστικά και κυρίως σε αντιστασιακά έντυπα που δεν συνδέονταν με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Το κόμμα ενοχλήθηκε γιατί οι στίχοι του ποιήματος δεν ταυτίζονταν με την «γραμμή» που απαιτούσε η τότε ηγεσία του. Ο Κρέμος στο Ημερολόγιο του μας πληροφορεί για τις διαθέσεις της Αριστεράς προς τον μεγάλο ποιητή. Έμμεσα ο Σικελιανός χαρακτηρίζεται ότι «χτύπησε τον αγώνα του λαού ενάντια στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους». Καταγραφή: 27 Νοεμβρίου 1943 «Δυστυχώς δεν είναι μόνο ο απλός κόσμος που δεν κατάλαβε, κατά βάθος, το νόημα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ΕΑΜ.... Με εγκύκλιο της η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ αναλύει το γνωστό επεισόδιο το σχετικό με το ποίημα του Αγγέλου Σικελιανού, που φέρει τον τίτλο «Η μάνα Ελλάδα». Με το ποίημα του αυτό ο Σικελιανός όχι μόνο συμπαραστάθηκε στη βρετανική και τη γερμανική αντικομμουνιστική προπαγάνδα, αλλά και, έμμεσα, χτύπησε τον αγώνα του λαού, ενάντια στους κατακτητές και τους συνεργάτες ... Ο ποιητής χαρακτηρίζει τη διαμάχη μεταξύ του ΕΑΜ και των αντιδραστικών ποικιλώνυμων οργανώσεων (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ, ΠΑΟ κλπ.) ως εμφύλιο αδελφοκτόνο πόλεμο, πράγμα που πολύ άρεσε στους γερμανούς, οι οποίοι όχι μόνο έδωσαν εντολή σε όλες τις ελεγχόμενες ελληνικές εφημερίδες να δημοσιεύσουν ολόκληρο το ποίημα, αλλά και τύπωσαν, και κυκλοφόρησαν, αποσπάσματα του σε αφίσες, που φρόντισαν να τοιχοκολληθούν σε επίκαιρα σημεία των υπό κατοχήν περιοχών» (Σημ, από έρευνα εντύπων της εποχής αποδεικνύεται ψευδής η πληροφορία ότι δήθεν οι γερμανοί αγκάλιασαν τους στίχους του Σικελιανού και τους κυκλοφόρησαν σε κάθε γωνιά της χώρας που ήλεγχαν. Το ΚΚΕ είναι σε πλήρη σύγχυση και αποκαλύπτει τις διαθέσεις του για τον πνευματικό κόσμο της χώρας, αν κάποτε βρισκόταν στην εξουσία. Οι πνευματικοί ταγοί θα είχαν την τύχη των ρωσικών ανθρώπων του πνεύματος κατά τις διώξεις του σταλινισμού. Δεν ήταν εμφύλιος! Ο Κρέμος συνεχίζει τις παρατηρήσεις του στο Ημερολόγιο για να χαρακτηρίσει τις κατοχικές και τις μεταπελευθερωτικές αντιθέσεις του ΚΚΕ με τον υπόλοιπο ελληνικό λαό ότι δεν ήταν εμφύλιος πόλεμος αλλά πόλεμος μεταξύ του ΕΑΜ και των προδοτών που συνεργάστηκαν ανοιχτά με τον κατακτητή. Όμως ο πνευματικός κόσμος, γράφει, που πρόσκειται φιλικά προς το ΕΑΜ, αντέδρασε αμέσως. Ποιητές και λογοτέχνες έδωσαν, ήδη από τα μέσα του Ιουνίου (το ποίημα του Σικελιανού δημοσιεύτηκε στα τέλη Μαΐου), απάντηση στην πράξη του κατά τα άλλα μεγάλου ποιητή, χαρακτηρίζοντας την ενέργεια του επιεικώς ως ατόπημα (μάλλον θα 'πρεπε να την χαρακτηρίσουν ως πράξη προδοσίας). Στην απάντηση του προοδευτικού πνευματικού κόσμου δόθηκε έμφαση στο ότι ... «...o πόλεμος μας δεν είναι εμφύλιος. Εμφύλιος είναι ο πόλεμος ανάμεσα σε τμήματα ενός και του αυτού λαού .... εμφύλιος ήταν ο πόλεμος μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών ή Θηβαίων και Πλαταιών, δεν είναι όμως εμφύλιος ο πόλεμος μεταξύ του ΕΑΜ και των προδοτών, που συνεργάζονται ανοιχτά με τον κατακτητή. [...] Από την εποχή των περσικών πολέμων οι μηδίσαντες εθεωρούντο προδότες και άξιοι της ποινής τον θανάτου. Το ατόπημα αυτό τον μεγάλου Έλληνα ποιητή δείχνει πόσο επικίνδυνο είναι το να αγωνίζεται κανείς (ή το να νομίζει ότι αγωνίζεται) μακριά και ξέχωρα από το λαό... Ο πνευματικός άνθρωπος που βλέπει ένα αγώνα αφ' υψηλού δεν μπορεί να θεωρείται πατριώτης. Μάχεται και ο ίδιος με το κοντύλι...»
Το ποίημα δεν κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1943, αλλά τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Δεν λεγόταν "Μάννα Ελλάδα", αλλά "Το Μήνυμά Της".
Δεν κυκλοφόρησε "σχεδόν μυστικά και κυρίως σε αντιστασιακά έντυπα που δεν συνδέονταν με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ", αλλά στο λογοτεχνικό και νόμιμο περιοδικό "Καλλιτεχνικά Νέα" (αρχισυντάκτης ο γνωστός μελετητής του Νίτσε, ο Κωστής Μεραναίος), στο οποίο έγραφαν όλοι οι μεγάλοι ποιητές της εποχής (Ελύτης, Γκάτσος, Παπατζώνης κλπ) και είχε επίσημη κρατική άδεια και απολάμβανε και ατέλεια χάρτου από τις αρχές της Κατοχικής κυβέρνησης.
Αληθεύει ότι το ποίημα και η προσωπικότητα του Σικελιανού χρησιμοποιήθηκε για προπαγανδιστικούς λόγους από την κυβέρνηση των δοσιλόγων και το επιτελείο προπαγάνδας του Ράλλη. Τυπώθηκε σε αφίσες, κυκλοφόρησε σε όλες τις εφημερίδες, υπήρχε αναρτημένο παντού. Όλα στην προσπάθεια των ραλλικών να αποδείξουν ότι ο κομμουνισμός οδηγεί τη χώρα σε αδελφοκτόνο και εμφύλιο σπαραγμό και να στρατευθεί η συντηρητική και φιλελεύθερη τάξη στον αντιεαμικό αγώνα. (Οι επιτυχίες της μέχρι τα τέλη του 1943 ήταν μάλλον μηδενικές σε αυτόν τον τομέα).
Η αντίδραση λοιπόν του ΕΑΜ (και όχι του ΚΚΕ), ήταν δικαιολογημένη.
Ας δούμε λοιπόν αυτήν την ιστορία και κάποιες λεπτομέρειες της.
Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1943.
Τον Οκτώβριο του 1943 αρχίζουν οι μεγάλες ενδοαντιστασιακές συγκρούσεις. Το ΕΑΜ κατηγορεί τον ΕΔΕΣ για δοσιλογισμό και συνεργασία με τις αρχές κατοχής, ο ΕΔΕΣ αντίστροφα ανταπαντά ότι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και μέσω αυτού το ΚΚΕ προσπαθεί να επιβάλλει στη χώρα δικτατορία του προλεταριάτου. Λόγος και αντίλογος, κατηγορίες και αντικατηγορίες και ένας αιματηρός φαύλος κύκλος αρχίζει.
Η ουσία είναι ότι ο απόηχος των εμφύλιων συγκρούσεων στα βουνά της Ελλάδας φτάνει πολύ γρήγορα και στην πρωτεύουσα και συγκλονίζει τους Έλληνες πατριώτες ανεξάρτητα παράταξης ή ιδεολογικής ένταξης.
Η ενότητα των αντιστασιακών ομάδων, που με τόσο υπέροχο τρόπο εκφράστηκε στην επιχείρηση της γέφυρας του Γοργοποτάμου, στα τέλη του 1943, αποτελούσε πια παρελθόν.
Ο Ποιητής και η κακή ανάγνωση ενός ποιήματος.
Ο εθνικός μας ποιητής ζει από το 1941, μαζί με το λαό το δράμα της Κατοχής. Στέκεται δίπλα στο λαό, στα δεινά και στους αγώνες του. Ο Άγγελος Σικελιανός γίνεται πανελλήνιο σύμβολο, εθνικός πνευματικός ηγέτης, με καθολική αναγνώριση από όλες τις παρατάξεις. Είναι ο Ποιητής.
Συγκλονισμένος από το δράμα των ενδοαντιστασιακών συγκρούσεων, συγκινημένος και αισθανόμενος ότι μπορεί να προσφέρει με τον ποιητικό του λόγο, γράφει τον Δεκέμβριο του 1943, το ποίημα "Το Μήνυμά της". Ένα υπέροχο ποίημα, όπου αναπαριστά την Ελλάδα, σα μια γρια πονεμένη μάννα να θρηνεί για τα παιδιά της, που άδικα σκοτώνονται μεταξύ τους και να ζητάει σπαρακτικά την ενότητα και τη συμφιλίωση.
Το ποίημα του Σικελιανού δημοσιεύτηκε τιμητικά στο κέντρο της πρώτης σελίδας των Καλλιτεχνικών Νέων, στις 18 Δκεμβρίου 1943, στο τεύχος 28.
Ο Σικελιανός, με την ποιητική του 'ενόραση', έβλεπε ότι "η βάβω - γρια, στοιχειό καιρών και τόπων", που του μιλούσε, ήταν "της ίδιας γης που τηνε λέμε Ελλάδα / και Παναγιά και Δήμητρα [...]" και αισθανόταν υπεύθυνος να μας ανακοινώσει τους λόγους που εκείνη η πανάγαθη και πονετική μάνα Ελλάδα αγωνιώντας του μηνούσε:
«Αχ, πώς το πάθαν τούτο τα παιδιά μας;
Αδέρφια να σκοτώνουνε τ αδέρφια!... Τα παιδιά μου να σφάζουν τα παιδιά μου!
Μήνυμα απλό σας στέλνω, από το στόμα της αιώνιας Μάννας, που τη λέμε Ελλάδα...
Μήνυμα απλό Σας γράφω, από τα σπλάχνα της αιώνιας Μάννας, που τη λέμε Ελλάδα...
Μήνυμα απλό Σας κράζω, από τα βάθη του πόνου της, αδέρφια της Ελλάδας...
Σώνει η σφαγή, που τυραννάει τη Μάννα! Σώνει η σφαγή τη Μάννα μας που σφάζει!
Κι αχ, ακούστε με, αδέρφια της Ελλάδας!» Η Αντίδραση.
Δεν θα υπήρχε κάποιο πρόβλημα αν το ποίημα έμενε στους ποιητικούς και εν γένει στους καλλιτεχνικούς κύκλους και δεν πήγαινε παραπέρα από το λογοτεχνικό περιοδικό. Για παράδειγμα ο Γκάτσος στο τεύχος 30 των Καλλιτεχνικών Νέων, θα κάνει μία αυστηρή κριτική του ποιήματος και θα βρει την ευκαιρία να αιτιολογήσει την άποψη που είχε πάντα για το ότι η τέχνη δεν θα πρέπει να είναι στρατευμένη. Θα γράψει μάλιστα και το υπέροχο ότι ο Παλαμάς θυσιάστηκε για την Ελλάδα, με το να γράψει τελικά κακή ποίηση !!! Θα αρχίσουν αντίλογοι και συζητήσεις και τελικά όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις και όσο αφορά τις ατέρμονες συζητήσεις μεταξύ των διανοούμενων δεν θα βγει κάποιο συμπέρασμα.
Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν κάποιος ευφυής από το προπαγανδιστικό επιτελείο της κυβέρνησης Ράλλη (του Έλληνα Χάχα), θα βρει σε αυτό το ποίημα ένα απροσδόκητο δώρο προερχόμενο από ένα πρόσωπο-σύμβολο, από τον Ποιητή. Ένα ποίημα-δώρο που υπερασπίζει την θέση της δοσιλογικής κυβέρνησης ότι η χώρα βρίσκεται καιρό τώρα σε μία κατάσταση Εμφυλίου Πολέμου και ότι όλες οι πατριωτικές δυνάμεις θα πρέπει να συστρατευθούν για την αντιμετώπιση του Ερυθρού και Σλαβικού κινδύνου. Όχι, ο Σικελιανός δεν αναφέρεται για τον Εμφύλιο μεταξύ των αντιστασιακών Ελλήνων, αλλά για τον Εμφύλιο μεταξύ των αντιστασιακών και μη αντιστασιακών Ελλήνων, σύμφωνα με τη σοφιστεία του ραλλικού προπαγανδιστικού επιτελείου.
Γράφει ο Αλέξανδρος Αργυρίου στην "Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας", τόμος Γ' (1941-1944):
Βρισκόμαστε στο τέλος του 1943, με τρίτη και φαρμακερή την κατοχική κυβέρνηση Ι. Ράλλη και τα Τάγματα Ασφαλείας να αλωνίζουν την Αθήνα, όχι απλώς με την ανοχή αλλά και με τον οπλισμό των Γερμανών. Πράγματι, κάτι είχε αλλάξει στη συμπεριφορά των αξιωματούχων Γερμανών, όπως θα διαπιστώσομε αμέσως έπειτα. Η κατοχική κυβέρνηση είχε βασίσει την πολιτική της στην εκμετάλλευση των ιδεολογημάτων των ναζί, με τους οποίους ταυτίζονταν στον πόλεμο κατά του κομμουνισμού.
Η άποψη ότι είχαμε μπει σε εμφύλιο πόλεμο -άσχετο με τον βαθμό που αλήθευε - με την έξαρση που της έδινε η κατοχική κυβέρνηση γινόταν ευνοϊκά δεκτή από τους κατακτητές, που έβρισκαν συμμάχους εκεί που δεν το υπολόγιζαν. Τα γερμανικά συμφέροντα, όταν οι πολεμικές επιχειρήσεις τους 'δεν έβαιναν πλέον καλώς', ικανοποιούσε η χρήση των ελληνικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση των αντιστασιακών εκδηλώσεων.
Όμως, αν για τους Γερμανούς η αναγνώριση του εμφύλιου πολέμου ήταν καθαρά θέμα τακτικής, για την ελληνική κυβέρνηση η εξαγγελία του και η υπερβολική του χρήση ήταν ικανή και αναγκαία συνθήκη για να αιτιολογήσει τα μέτρα που λάβαινε ως προστασία του εθνικού πολιτεύματος από τον κοινό με τους Γερμανούς εχθρό: τον κομουνισμό, στον οποίο οφείλονταν όλα τα κακά. Αλλά ποιο ήταν το ελληνικό πολίτευμα και πόσο το αντιπροσώπευε ο Ράλλης, τον οποίο ο σιωπών φιλελεύθερος και συντηρητικός πολιτικός κόσμος δεν αναγνώριζε. Να υποθέσομε όμως ότι ο κόσμος που αντετίθετο στην εαμική πολιτική ανεχόταν - χωρίς και να το ομολογεί- τον Ράλλη και τις αμοράλ πρωτοβουλίες του;
< >
<>
Επανερχόμαστε στο ποίημα, το οποίο δημοσιεύεται μια εποχή που κυκλοφορεί η άποψη - ψευδής ή αληθής; θέλω για λόγους αρχής να μείνω έξω από το δίλημμα - ότι βρισκόμαστε σε ακήρυχτο εμφύλιο πόλεμο.
Ο κύριος συνήγορος της ιδέας περί εμφυλίου πολέμου, Ιωάννης Ράλλης (1878-1946), ή κάποιο σαΐνι, του επιτελείου του, με το πολιτικό του αισθητήριο αντιλήφθηκε ότι το ποίημα ερχόταν ως δώρο εξ ουρανού. Έβρισκε απροσδόκητα έναν συνήγορο, τον Σικελιανό, πρόσωπο υπεράνω υποψίας και αποδεδειγμένα "εθνικό κεφάλαιο" σε όλες τις κρίσιμες περιστάσεις. Λογικά και πολιτικά δεν είχε λόγους να μην το εκμεταλλευθεί. Να κατηγορήσουμε τον Ράλλη για ιδεολογική χρήση της ποίησης θα ήταν η μικρότερη κατηγορία, ή μάλλον θα αγγίζαμε τα όρια του γελοίου αν περιμέναμε συμπεριφορά αγαθού λευίτη από άνθρωπο με σκοτεινές πολιτικές βλέψεις.
Αλλά πιο φρόνιμο είναι να αφήσομε τις υποθέσεις (άγνωστες οι βουλές Γερμανών και Ράλληδων και "άβυσσος" η ψυχή των, όπως το έλεγε ο Γκαίτε, καθώς και οι σκοπιμότητες που κατάσταιναν δυνατή τη σύμπλευση τους) και να περιοριστούμε στο επίδικο ποίημα και στον υπόδικο ποιητή του.
Το να θεωρηθεί ότι ο πάντα αγαθής προέλευσης, Σικελιανός επιστρατευόταν να παίξει πολιτικό παιχνίδι, με το εκ βαθέων αυτό ποίημα του, είναι απερίσκεπτο. Δεν αποκλείεται ωστόσο ο ποιητής, κινούμενος, ίσως, από συγκεκριμένο περιστατικό, να αντέδρασε με το ποίημα αυτό, πιστεύοντας ότι συνέβαλε στην αποτροπή του κακού, χωρίς να είναι ικανός να προβαίνει σε πολιτικές συγκρίσεις εκείνης της ανώμαλης και δυσανάγνωστης περιόδου και να κρίνει ότι η συγκυρία των περιστάσεων ευνοεί την ενεργό παρέμβαση του επ αγαθώ. Στην πνευματική βιβλιοθήκη του Σικελιανού δεν μπορώ να φανταστώ ότι περιλαμβανόταν και ο Ηγεμόνας του Μακιαβέλλι.
Το ΕΑΜ λογοτεχνών.
Το ΕΑΜ και ο παράνομος τύπος του αντέδρασε βίαια στην όλη αυτή προπαγανδιστική προσπάθεια του Ράλλη. Μπορεί το ποίημα να ήταν καλοπροαίρετο, αλλά τη σημασία που δεν είχε την έπαιρνε με την αναδημοσίευση του, κατ' εντολήν, την επόμενη μέρα σε όλες τις ελεγχόμενες εφημερίδες - και ακόμη περισσότερο αντιγραμμένο σε μεγάλη αφίσα, κολλημένη στο κέντρο της Αθήνας, όπως και οι άλλες αφίσες των Γερμανών που κοινοποιούσαν τις εκτελέσεις ομήρων ή φυλακισμένων ως αντίποινα των αντιστασιακών πράξεων.
Κάποιοι δογματικοί και άμυαλοι έφτασαν να καταδικάσουν και να καταγγείλουν και τον ίδιο τον Σικελιανό για εθνική μειοδοσία και συνεργασία. Η Αριστερά και το ΕΑΜ θεωρούσαν ότι αποτελούσαν κρατικό θεσμό και ότι όλοι οι πατριώτες, ανεξάρτητα πολιτικών αποχρώσεων έπρεπε να ανήκουν σε αυτό. Το ιδεολόγημα περί Εμφυλίου ήταν ακατανόητο. Υπήρχαν οι Έλληνες και οι Γερμανοί και συνεργάτες τους. Υπήρχε ο αγώνας του Έθνους και τίποτα άλλο. Η εποχή, η νοοτροπία δεν μπορούσε να καταλάβει κάτι άλλο.
Έπρεπε μέσα από τον Ριζοσπάστη και την Ελεύθερη Ελλάδα να δοθεί κάποια απάντηση. Ένα αντιποίημα κατά κάποιον τρόπο. Και μέσα από το ΕΑΜ λογοτεχνών επιλέχθηκε αυτό που θα λέγαμε σήμερα το βαρύ πυροβολικό για να γράψει αυτό το ποίημα-απάντηση.
Μιλάμε για έναν από τους μεγαλύτερους διανοούμενους της σύγχρονης Ελλάδας, τον πατέρα της Ελληνικής εθνογραφίας και λαογραφίας, τον λογοτέχνη και ιστορικό, τον Ιθακήσιο κυνηγό Αμαζόνων Παναγή Λεκατσά.
Το ποίημα που γράφτηκε και κυκλοφόρησε στον παράνομο τύπο της Αριστεράς, ήταν επιβλητικό.
Την είδε λέει ο ποιητής τη Μάννα Ελλαδα. Την είδε, μα δεν ήταν γρια, ούτε άσχημη, ούτε λυπημένη. Και περιγράφει με σαφείς, ολοκάθαρες νιτσεϊκές επιρροές μία πανέμορφη, υπερήφανη, σκληρή νέα γυναίκα. Που καλεί τα παιδιά της να πάρουν το μοναδικό δρόμο προς τη Νίκη και να τσακίσουν ανελέητα τους εχθρούς της, τους προδότες και τους ηττοπαθείς.
Σε είδα μα όχι γριά βαλαντωμένη
στη ρίζα ενός πλατάνου να γκρινιάζεις
γριά σακατεμένη από τα χρόνια
Μα νια στ' αδούλωτα βουνά μας
Στητή, μεγαλόκαρδη, Παρθένα.
Αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1944, το συγκεκριμένο ποίημα του Λεκατσά, θα μπει στην ύλη του αναγνωστικού της ΠΕΕΑ για τα παιδιά της Ε' και Στ' Δημοτικού σχολείου. Το αναγνωστικό το είχε επιμεληθεί ο μεγάλος παιδαγωγός του ΕΑΜ Μιχαήλ Παπαμαύρος.
Η επανόρθωση
Ο Σικελιανός φαίνεται να συγkλονίστηκε με την τροπή που πήραν τα πράγματα. Το ίδιο όμως έγινε με τους λογοτέχνες και τον πνευματικό κόσμο της Αριστεράς.
Ομάδα λογοτεχνών του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Χατζίνης, Παπαδάκη, Σκίπης, Αλεξίου, Βαλέτας, Λαμπρινός) Νοέμβριος 1943
Υπήρξε μία ανεπίτρεπτη συμπεριφορά απέναντι σε ένα Μεγάλο Ποιητή. Μία παρανάγνωση. Ή μια κακή ανάγνωση.
Ο Γιώργος Λαμπρινός το 1945, θέλοντας να επανορθώσει και επίσημα, θα γράψει ότι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα αντιστασιακής ποίησης στην Ελληνική Ιστορία ήταν το «Αντίσταση» του Σικελιανού.
Δεν είναι τούτο πάλαιμα σε μαρμαρένια αλώνια,
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος.
Εδώ σηκώνεται όλη η γη με τους αποθαμένους,
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της
Κι απάνω-απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους
φωτάει με μιας Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.
Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες,
- χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια, -
κ' είν' οι νεκροί στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες!
Λυρικός Βίος, 1968, τόμ. Ε', σ. 170
Τέλος, για την ιστορία, ποίημα-απάντηση στο "Μήνυμά της" του Σικελιανού, είχε γράψει και ο πρόωρα χαμένος και σχεδόν ξεχασμένος σήμερα Πειραιώτης ποιητής, Μανώλης Αλεξίου. Στο "Σώνει η Σφαγή που τυραννάει τη Μάννα", απαντούσε κάπως έτσι:
Σύρε και πες τους: Είμαι και θα είμαι πάντα η Σπαρτιάτισσα μητέρα, που όταν γύρισε το μονάκριβο παιδί της, δεν τούδωσε να πιει νερό γιατί είχε πετάξει την ασπίδα του.
Και πες τους, δεν με νοιάζει εμένα πόσοι θα γυρίσουν - τι δεν μετράω σαν έμπορος κεφάλια - μα νάναι, όσοι γυρίσουνε λεβέντες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου