Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Η "Λεσβιακή Άνοιξη", ο Πόλεμος και ο Κλέανδρος Καρθαίος

 Ο όρος "Λεσβιακή Άνοιξη", χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Στρατή Μυριβήλη και τον λογοτέχνη και ζωγράφο Αντώνη Πρωτοπάτση, προκειμένου να περιγράψει την πρωτόγνωρη πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση που σημειώθηκε στη Μυτιλήνη την δεκαετία του 1920, μέχρι την κήρυξη της βασιλομεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936. Εμβληματικές μορφές αυτής της κίνησης, πέρα από τους προαναφερθέντες, ο Θείελπης Λεφκίας, ο Ηλίας Βενέζης και φυσικά, ο μεγάλος δάσκαλος Κλεάνθης Παλαιολόγος.

Το πρώτο δεκαήμερο του Ιούνη του 1924, διοργανώθηκε στη Μυτιλήνη, το δεύτερο παλλεσβιακό εφεδρικό συνέδριο, στο οποίο συμμετείχαν οι παλιοί πολεμιστές της περιόδου 1912-1922, που συμμετείχαν στην κίνηση. Το συνέδριο είχε εντελώς ανεπίσημο χαρακτήρα, αλλά παρ' όλα αυτά, κρατήθηκαν πρακτικά από τον Ηλία Βενέζη. Τα πρακτικά δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό "Αιολικά Γράμματα" του 1975, με σχόλια του εκδότη Γιώργου Βαλέτα

Αξίζει να διαβαστούν κάποια αποσπάσματα, αποσπάσματα χαρακτηριστικά του ιδεολογικού και πολιτικού κλίματος της εποχής εκείνης.

Ο Λεφκίας με το Μυριβήλη, στα γραφεία της εφημερίδας τους.

Στη σύντομη εισαγωγή του ο Βενέζης αναφέρει:

«Ύστερα έγινε μια πρόταση. Την έκανε ο συν. Μυριβήλης. Ακολούθησε μια πλατιά συζήτηση (...). Μ’ όλο που αυτή η συζήτηση δεν ήταν παρά μια ανεπίσημη κουβέντα, φρόντισα να κρατήσω πιστές σημειώσεις για όλα που ειπώθηκαν. Κι επειδή θέλω να δείξω σε πόσο αψηλό σημείο στάθηκε το συνέδριο απ’ -την πρώτη στιγμή αφού συζητήθηκαν με ενθουσιασμό τέτοια θέματα, νομίζω πως πρέπει να βάλω εδώ όλη τη θαυμαστή κουβέντα με τις πιo μικρές λεπτομέρειες».

Η πρόταση του Μυριβήλη ήταν να αποφασίσει το συνέδριο, οι εργασίες του να καθαγιαστούν με ένα σεμνό και κατανυκτικό μνημόσυνο για τους σκοτωμένους των τελευταίων πολέμων:

«Λέγοντας, εξηγεί ο Μυριβήλης, «σκοτωμένους των πολέμων», δεν εννοώ μονάχα τους δυστυχισμένους συναδέλφους μας του Ελληνικού Στρατού. Εννοώ όλα τα θύματα της παράφρονος μανίας των στρατοκρατών και - των χρηματιστών και των μεγαλοβιομηχάνων, που έριξαν τον κόσμο μέσα στην κόλαση της πιo τρομερής ανθρωποσφαγής που είδε ίσαμε σήμερα η υφήλιος. Εννοώ όλους τους σκοτωμένους ανθρώπους που σκοτώθηκαν από συναδέλφους των, γιατί η ηθική και η σωματική βία, που επεβλήθη επάνω στους εκούσιους φονιάδες τους έκανε τέτοιους δίχως να έχουν συναίσθηση της φρίκης της ανθρωποκτονίας. Προτείνω κύριοι συνάδελφοι, το μνημόσυνό μας να μην είναι μνημόσυνο μίσους και εκδικήσεως, δηλαδή σύμβολον συνεχίσεως της σφαγής, αλλά μνημόσυνο απλώς όλων των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στους πολέμους.
Θα ήθελα το μνημόσυνο ως μία χειρονομία ανωτέρου ανθρωπισμού. Οι άνθρωποι που μας σκότωσαν και οι άνθρωποι που σκοτώσαμε, βιασμένοι κάτω από τη βία μιας σκληρής πιέσεως, είναι εξίσου «θύματα» θύματα αθώα κατά βάθος, γιατί η ιδέα του σκοτωμού δεν ήταν δική τους. Τους επεβλήθη και τους εκαλλιεργήθη από άλλους. Τόσο οι φονιάδες, όσο και τα θύματα δεν είχανε αναμεταξύ τους κανένα πραγματικό, αληθινό μίσος. Ήτανε όλοι τους άγνωστοι και όλοι τους δυστυχισμένοι εξίσου».


Ένας από τους συνέδρους διαφωνεί:

«Εγώ που έκανα αιχμάλωτος, εγώ που υπέφερα, ουδέποτε θα συγχωρήσω τα τέρατα αυτά...».

Ο Μυριβήλης:

«Επιτρέψατέ μου κ. συνάδελφε. Όλοι μας υποφέραμε αυτά τα μαρτύρια επί δέκα ολάκαιρα χρόνια, ακόμα κι όσοι δεν είχαμε την κακοτυχία να γίνουμε αιχμάλωτοι, αλλά ψοφούσαμε μες στο χαράκωμα, ή λιώναμε με ελώδης δίχως καμία ιατρική περίθαλψη στη Νιγρίτα, ή κάναμε εκατοστές χιλιόμετρα μες στη λάσπη και μες στους πάγους δίχως άρβυλα. Όσο για τα τέρατα αυτά που λέτε πως σκότωσαν αθώους ανθρώπους, να μου επιτρέψετε να σας πω πως κι εμείς είμαστε στην ίδια θέση μ' αυτούς. Προσωπικώς σας λέγω με βδελυγμό για το κατάντημά μου, και εγώ ο ίδιος έλαβα μέρος το 1912 μες στην Ε' Μεραρχία στο κάψιμο ένα πλήθος ευτυχισμένων τούρκικων χωριών, τα Καΐλάρια, εγώ ο ίδιος ντουφέκισα μαζί με τους συναδέλφους μου όλους τους Τούρκους πολίτας, που είχανε απομείνει μες στα σπίτια τους από 18 χρόνων κι απάνω, εγώ ο ίδιος είδα χανούμισες λυσίκομες και ζεφρενιασμένες απ’ τη φρίκη να χύνονται κοπάδια μέσα στους φλεγόμενους δρόμους των χωριών, για ν’ αναγνωρίσουνε τους σκοτωμένους των ανθρώπους. Λοιπόν, κι εμείς οι φονιάδες είμασταν κατά βάθος αθώα κτήνη σπρωγμένα απ’ τους ανώτερους μας κι αυτοί ήταν ολότελα αθώοι όπως κι όλοι οι Τούρκοι στρατιώτες που σκοτώθηκαν από μας. Το μόνο σφάλμα τους, που υπερασπιζότανε την πατρίδα τους και την οικογένειά τους που πήγαμε να καταχτήσουμε».

Στην παρέμβασή του ο Λεφκίας είπε χαραχτηριστικά σε κείνους που διαφωνούσαν:

«Το μνημόσυνο θα γίνει για τους ανθρώπους, αποκλειστικά για τους ανθρώπους. Τα θύματα μιας άθλιας πολιτικής περιοτάσεως που τους εστέρησε τη ζωή. Όταν λέμε ανθρώπους δεν εννοούμε Τούρκους, Βουλγάρους, αλλ’ απλώς τα όντα εκείνα που περικλείουν την ανθρώπινη ζωή και που κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τους την αφαιρέσει. Οι σκοτωμένοι των πολέμων είναι για μας σύμβολα. Είναι σύμβολα της φρικτής ιδέας των πολεμικών ανθρωποκτονιών που είναι εκδήλωσις ελεεινής βαρβαρότητας. Μην παρασύρεστε από τον εύκολο πατριωτισμό, τον πατριωτισμό κάθε ώρας και κάθε στιγμής, αλλά θελήσετε να ανεβάσετε λίγο την σκέψη σας και τα αισθήματά σας σε μια σφαίρα ανθρωπιστικότερη, ευγενικότερη και πιό πολιτισμένη. Εμείς οι έφεδροι που είμαστε τα ζωντανά θύματα πρέπει να το συναισθανθούμε αυτό και να αγαπήσουμε τα νεκρά θύματα όποιο όνομα κι αν είχαν και σε όποια θρησκεία κι αν επίστευαν».

Ο αντιπρόσωπος του Παλαιόκηπου, Εμμανουήλ, συμφώνησε απόλυτα με τη γνώμη των ξεχωριστών συναδέλφων Μυριβήλη και Λεφκία:

«Ας καταλάβουμε μια για πάντα πως οι στρατιώτες Τούρκοι, Έλληνες και Βούλγαροι αλληλοσκοτώνονται μόνο επειδή άλλοι τους διατάζουνε ν’ αλληλοσκοτωθούν. Εμείς δεν ήρθαμε εδώ να ακονίσουμε τα σπαθιά μας και τη δυστυχία μας, που είναι αποτέλεσμα των βάρβαρων πολέμων».

 

Ένα σημείο που πρέπει σχολιαστεί, είναι ότι δεν πρέπει να γίνεται ταύτιση της αντιπολεμικής στάσης με τη σοσιαλιστική ιδεολογία και εννοείται με τον μπολσεβικισμό. Υπάρχουν μεγάλοι αντιπολεμικοί λογοτέχνες, που αν και έγραφαν ενάντια στην απληστία του μεγάλου κεφαλαίου και άφηναν μέσα από το έργο τους να εννοηθούν σοσιαλιστικές ιδέες (άλλοτε καθαρά, άλλοτε όχι), δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν τη σοσιαλιστική ιδέα που αποτελεί ανώτερο στάδιο κοινωνικής συνείδησης. Παρέμειναν στα πλαίσια του αστικού ουμανισμού, στα πλαίσια του πολιτισμένου ανθρώπου που αποτροπιάζεται από τον πόλεμο και τα εγκλήματα που τον συνοδεύουν. Κάποιες φορές, μέσα από αυτήν την διαδρομή, έφταναν πολλές φορές στον διεθνισμό και στην καταδίκη της εθνικιστικής πατρίδας. Πρόχειρα παραδείγματα από την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, πέρα από τον Στρατή Μυριβήλη, ο Αριστοτέλης Σίδερης, ο Κώστας Χατζόπουλος, ο Ντίνος Θεοτόκης, ο Ρήγας Γκόλφης, ο Τάκης Ταγκόπουλος και φυσικά ο Κλέανδρος Καρθαίος κλπ. Κανένας (ή σχεδόν κανένας), δεν έφτασε στο επίπεδο του επαναστατικού ντεφαιτισμού του Λένιν, αλλά το πολύ στον ουτοπικό σοσιαλισμό και τον πασιφισμό του αδικοσκοτωμένου Ζωρές.

 Με τον κίνδυνο να ξεφύγουμε από τα αυστηρά πλαίσια του κειμένου, είναι ενδιαφέρον να γίνει μια αναφορά στον ποιητή Κλέανδρο Καρθαίο:

Μια καλή παρουσίαση για τον ίδιο και το έργο του, μπορεί να βρει κανείς εδώ. Αυτό που δεν γράφει ο μπλόγκερ - πιθανά δεν το γνώριζε - είναι ότι ο Καρθαίος ήταν στρατιωτικός καριέρας, άριστος επιτελικός αξιωματικός και μέλος του Γενικού Επιτελείου στους Βαλκανικούς Πολέμους. Ο Καρθαίος, αποτελεί λαμπρό παράδειγμα για αυτό που αναφέρθηκε πιο πάνω:

Μπροστά στη βιαιότητα και στη φρίκη του πολέμου, πολλοί άνθρωποι, αυθόρμητα ή συνειδητά, παίρνουν στάση εναντίον του.

Ήταν φανατικός αντιβενιζελικός, οπαδός του Κωνσταντίνου του Α', οπότε θα πει κανείς ότι αυτό σήμαινε αυτόματα τοποθέτηση ενάντια στον Α' Παγκόσμιο. Παρ' όλα αυτά, είναι  λάθος να αποδοθεί η όλη στάση του αποκλειστικά σε πολιτικές συγκυρίες και σε τόσο περιστασιακά κίνητρα. Ξεκινώντας από τον κωνσταντινισμό, έφτασε πιο πέρα από την άρνηση της παγκόσμιας ανθρωποσφαγής. Έφτασε στην πλήρη άρνηση της πατρίδας και της ιδεολογίας του εθνικισμού, αγκαλιάζοντας το όραμα της οικουμενικής συναδέλφωσης και το ιδανικό της Μιας και Μοναδικής Πατρίδας όλων των ανθρώπων.

Ένα ενδεικτικό ποίημα από τον Νουμά:


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

Στον κάμπο όπου βροντούσε το κανόνι,
Μια πράσινη γαλήνη τώρα απλώνει
Με μύρια ολόχαρα άνθια κεντημένη.
Εκεί που πολεμούσαν σα λιοντάρια
Του οχτρού και τα δικά μας παλικάρια,
Τίποτα πια απ’ την έχθρητα δε μένει :
Αδερφωμένοι
Κοιμούνται οι μαχητές οι τιμημένοι,
Για μια πατρίδα !
Για μια πατρίδα ! Νιώθω να πλακώνει
Το στήθος μου μια μπόρα που ζυγώνει,
Που θάρθει κι ό,τι βρει θά το σαρώσει.
Για άκου, μακριά ! κάπου βροντολογάει,
Μια φωνη στον αγέρα τριγυρνάει,
Τους λαούς στο ποδάρι να σηκώσει :
Αδερφωμένοι
Στ' άρματα οι μαχητές οι τιμημένοι,
Για την Πατρίδα !
Για την Πατρίδα, κι όχι για μια Πατρίδα
Τσακίστε τη χρυσή την αλυσίδα !
Σαν ένας σηκωθείτε, σκλαβωμένοι !!
Τ' άρματα ακόμα μια φορά ας ζωστούμε,
Και πάλι, αδέρφια, στη φωτιά ας λουστούμε !
Σαλπίστε να τραντάξει η Οικουμένη :
Αδερφωμένοι
Κινούν οι μαχητές οι τιμημένοι
Για ΜΙΑ Πατρίδα !


Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

Τέλος, ας θυμηθούμε και έναν άλλο αρνητή της εθνικιστικής πατρίδας, τον Παλαμά, που έγραφε και αυτός:


Κι αν έχουμε πατρίδα, φτάνει αυτή ως εκεί
που φτάνει και του ήλιου το βασίλειο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου