Παρίσι 1965. Μια ετερόκλητη ομάδα ακτιβιστών της αριστεράς (αντισταλινικοί
κομμουνιστές, καταστασιακοί, αναρχικοί, κλπ), ιδρύουν έναν εκδοτικό οίκο
και παράλληλα ένα βιβλιοπωλείο με το όνομα «Ο γερο-τυφλοπόντικας» (La Vieille Taupe). Το όνομα δεν είναι τυχαίο: Προέρχεται από το περίφημο απόσπασμα του Καρόλου Μαρξ, στο μεγάλο ιστορικό έργο, «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»:
«Αλλά η επανάσταση είναι συστηματική. Ακόμα, ταξιδεύει μέσα στο καθαρτήριο. Κάνει τη δουλειά της μεθοδικά... Και όταν έχει ολοκληρώσει το δεύτερο μισό της προκαταρκτικής της εργασίας, η Ευρώπη θα αναπηδήσει απ' το κάθισμά της και θα φωνάξει: έσκαψες καλά, γερο- τυφλοπόντικα!», όπου με τη ζωική αλληγορία (κάποιοι την αποκαλούν «ζωοπολιτική»), αναφέρεται στις ταξικές συγκρούσεις που διαδραματίζονται στην υποδομή του συστήματος, συγκρούσεις που θα φέρουν στην επιφάνεια με τον πλέον θεαματικό τρόπο την επανάσταση.
«Ψυχή» του βιβλιοπωλείου, «ιδιοκτήτης» του ονόματος και υπεύθυνος για τον νόμο, ο Pierre Guillaume. Μαζί, ο Francois Cerutti, ο Bernard Ferry και ο Americo Nunes da Silva. Στόχος, η δημοσίευση και διάδοση κειμένων της άκρας αριστεράς. Συμβουλιακοί κομμουνιστές, καταστασιακοί της ομάδας του Debord, μπορντιγκιστές του Le Parti communiste international, λουξεμπουργκιστές και φυσικά η παρέα του «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» των Καστοριάδη, Claude Lefort, θα βρουν έναν φιλόξενο εκδοτικό οίκο για την κυκλοφορία των έργων τους.
Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό, οι αντιθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ των ιδρυτών του βιβλιοπωλείου δεν θα αργήσουν να οδηγήσουν στην πρώτη διάσπαση, ένα μόνο χρόνο μετά την ίδρυσή του. Το 1966, οι καταστασιακοί, αποσύρονται και μαζί αποσύρουν και τα δημοσιευμένα έργα τους.
Ο Μάης του 1968, αποτελεί σταθμό στην πορεία του βιβλιοπωλείου. Σταθμό, γιατί στα πλαίσια της λογικής της ισοπέδωσης, που έβλεπε τον καπιταλισμό ως μοναδική αιτία όλων των δεινών και της προσπάθειας να αποδοθούν αποκλειστικά οικονομικά κίνητρα για όλες τις ενέργειες των ανθρώπων και όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, άρχισαν να εκδίδονται έργα – προερχόμενα κυρίως από τους μπορντιγκιστές – που χαρακτηρίζονταν από ακραίο οικονομισμό και καταστροφισμό, στοιχεία που θα συνοψιστούν αργότερα στην γενική ονομασία «χυδαίος μαρξισμός». Προεκτάσεις, αλλά και διαστρεβλώσεις του πνεύματος του Μάη, που χαρακτηριζόταν από υπερεπαναστατικό ενθουσιασμό, με το τέλος του καπιταλισμού να βρίσκεται χρονικά πολύ κοντά.
1970. Ο «γερο-τυφλοπόντικας», εκδίδει μια ανώνυμη μπροσούρα γραμμένη πριν από δέκα χρόνια, από κάποιον μπορντιγκιστή, με τίτλο: «Άουσβιτς, ή το μεγάλο άλλοθι» (Auschwitz ou le grand alibi). Η πρώτη δημοσίευση, ήταν στο περιοδικό “Programme Communiste” που ήταν η γαλλική μπορντιγκιστική επιθεώρηση, κάπου στα μέσα του 1960 και είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητη.
Το περιεχόμενο της μπροσούρας, ακραίο (εξοργιστικά ακραίο) και υπεραπλουστευτικό. Αποθέωση του χυδαίου μαρξισμού, τυπικό αρνητικό παράδειγμα εργαλειακής χρήσης της μαρξικής θεωρίας:
«Δεν υπάρχουν άνθρωποι, προσωπικότητες, παρά μόνο φορείς ταξικών συμφερόντων και σχέσεων».
«Η εξόντωση των Εβραίων αποτελεί το μεγάλο άλλοθι του αντιφασιστικού στρατοπέδου για την δικαιολόγηση των εγκλημάτων του σε βάρος του γερμανικού λαού. Μόνο με τη Γενοκτονία, το αντιφασιστικό στρατόπεδο μπορεί να δικαιωθεί, χωρίς αυτή, μιλάμε για μια απίστευτη ομοιότητα μεταξύ των δύο μεγάλων ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων».
«Οι Εβραίοι θα εξοντωθούν ως μικροαστοί, ως μη έχοντες θέση στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Θα θυσιαστούν από τους Γερμανούς μικροαστούς, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν την θέση τους στο σύστημα». Η φυσική εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων, θα αποκαλεστεί απλά, ως «έξοδος από την παραγωγή». «Οι Ναζί θα προσπαθήσουν να διαπραγματευθούν τις ζωές των Εβραίων με οικονομικά ανταλλάγματα, αλλά οι αντιφασιστικές χώρες θα αδιαφορήσουν. Οι προλετάριοι, δεν πρέπει να νοιάζονται ιδιαίτερα για την τύχη των μικροαστών Εβραίων. Οι εργάτες, ζούσαν και ζουν, πριν και μετά τον πόλεμο, ένα συνεχές Άουσβιτς, μια πραγματική κόλαση, όπως ακριβώς είναι η ζωή τους στον καπιταλισμό. Η καθημερινή ζωή ενός προλετάριου στον καπιταλισμό, δεν διαφέρει από την ζωή ενός έγκλειστου στο Άουσβιτς, στο παραμικρό».
Από επιστημονική άποψη, το κείμενο ήταν εξαρχής προβληματικό. Στο Άουσβιτς, δεν εξοντώθηκαν μονάχα μικροαστοί Εβραίοι, αλλά και προλετάριοι, όπως και κάποιοι μεγαλοαστοί. Στην πραγματικότητα, δεν εξοντώθηκαν μόνο Εβραίοι από τον παροξυσμό του ναζιστικού φυλετικού μίσους, αλλά και άλλοι «υπάνθρωποι» που ανήκαν σε «κατώτερες φυλές», Σλάβοι, Ρομά, Σίντι, κλπ. Η διαπραγμάτευση που έγινε μεταξύ ναζί αξιωματούχων και των συμμάχων για τη σωτηρία ενός εκατομμυρίου Εβραίων, είναι αμφίβολη ιστορικά (βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην περίφημη ιστορία του Ουγγροεβραίου Joel Brand και στις υποτιθέμενες συνομιλίες που είχε με τον Άιχμαν). Και πολλά άλλα.
Παρά τα προβλήματα, η μπροσούρα στην επανέκδοσή της το 1970, προκάλεσε και προκαλεί αίσθηση, θεωρούμενη δίκαια ως το πρώτο ρεβιζιονιστικό έργο στη Γαλλία. Από την αμφισβήτηση των αιτιών και της μοναδικής φύσης (ιστορικά ανεπανάληπτο), του Ολοκαυτώματος, το πέρασμα στην ίδια την ολοκληρωτική άρνησή του δεν είναι παρά ένα φυσικό επακόλουθο.
Ο συγγραφέας του κειμένου είναι άγνωστος (πιθανά ο Γάλλος ακτιβιστής Martin Axelrad), αφού οι μπορντιγκιστές επέμεναν στη λεγόμενη συλλογική γραφή και στην επίσης συλλογική ευθύνη του περιεχομένου των βιβλίων που κυκλοφορούσαν από την ομάδα τους.
Λέχθηκε, ότι ο συντάκτης ήταν ο ίδιος ο Αμαντέο Μπορντίγκα, κάτι που δεν αποδείχθηκε ποτέ.
O Amadeo Bordiga.. Ηταν αντίθτος μέχρι το τέλος της ζωής του σε οποιαδήποτε υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας και στον αντιφασισμό, ως ξένη πολιτική διδασκαλία στην ταξική πάλη του προλεταριάτου.
Ο λενινιστής Μπορντίγκα, ιδρυτής και πρώτος γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κράτησε μια ντεφαιτιστική στάση, που δύσκολα θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς, επαναστατική. Στην ουσία σιώπησε – ο Μουσολίνι δεν τον ενόχλησε ποτέ – ενώ φαίνεται, να διατηρούσε σχέσεις τουλάχιστον μέχρι το 1943, με τον άλλοτε δεύτερο γραμματέα του Ιταλικού ΚΚ και μετέπειτα φασιστή ηγέτη και σύμβουλο του Μουσολίνι, Νικόλα Μποτάτσι και να αρθρογραφούσε στο νόμιμο «σοσιαλιστικό» περιοδικό του.
Όπως και να είναι, ο Μπορντίγκα δεν μίλησε στα επόμενα δέκα χρόνια (από το 1960, μέχρι τον θάνατό του, το 1970), για το κείμενο αυτό, αλλά ούτε και το καταδίκασε. Φαίνεται να συμφωνούσε. Στην τελική, το άρθρο, αποτελούσε και μια μορφή απολογητικής για την συνολική στάση που πήρε ο ίδιος και η ομάδα του στον αντιφασιστικό αγώνα του ιταλικού λαού και στην αντίστασή του ενάντια των Γερμανών κατακτητών. Όχι άδικα λοιπόν, το «Αρχείο Μαρξιστών στο Ίντερνετ», το περιλαμβάνει στην εργογραφία του.
Το φυλλάδιο, συνάντησε πολλές αντιδράσεις από την Αριστερά, ακόμα και από πολλούς συντρόφους του Pierre Guillaume. Κάποιοι όμως κύκλοι της άκρας αριστεράς, ειδικά στη Γαλλία, συνέχισαν και συνεχίζουν να το υιοθετούν, αρνούμενοι τον χαρακτηρισμό του «ρεβιζιονιστικού έργου». Το PCI, το Διεθνές Κομμουνιστικό Κόμμα (μπορντιγκιστικής κατεύθυνσης), θεωρεί, ότι η άρνηση της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος, δεν σε καθιστά αυτόματα και αρνητή του:
«αρνούμαστε ότι τα ναζιστικά εγκλήματα είναι μοναδικά στην ιστορία [...] απλά, αναλογιστείτε τις σφαγές των Τούτσι στη Ρουάντα, και θυμηθείτε την εγκληματική συνενοχή της γαλλικού ιμπεριαλισμού στην προετοιμασία των δολοφονιών [...] Η ρίζα αυτών των εγκλημάτων είναι στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα»,
υποστηρίζουν ακόμα και σήμερα, οι εναπομείναντες μπορντιγκιστές.
Μετά το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε από τις συνεχείς ιδεολογικές και πολιτικές ρήξεις, ο «Γερο-τυφλοπόντικας», το 1972 θα κλείσει. Η μικρή ομάδα που θα ακολουθήσει τον Pierre Guillaume θα ονομαστεί «Κομμουνιστικό Κίνημα» και θα συνεχίσει να εκδίδει ένα ενημερωτικό φυλλάδιο, με τον ίδιο τίτλο.
Το 1979 , ο Pierre Guillaume θα αναδημοσιεύσει «Το ψέμα του Οδυσσέα» του πατέρα του ρεβιζιονισμού Paul Rassinier, εγκαινιάζοντας έτσι και την δεύτερη ιστορική περίοδο του βιβλιοπωλείου-εκδοτικού οίκου.
Ο Πολ Ροσινιέ, ο πατριάρχης του ρεβιζιονισμού. Πρώην κομμουνιστής και πρώην κρατούμενος του ναζισμού. Ξεκινώντας από την απομυθοποίηση της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατουμένων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, θα φτάσει στην άρνηση του ίδιου του Ολοκαυτώματος.
Το μόνο όμως κοινό, μεταξύ της πρώτης και δεύτερης περιόδου του βιβλιοπωλείου, θα είναι το όνομα. Ο εκδοτικός οίκος, θα αφιερωθεί σχεδόν αποκλειστικά, στην κυκλοφορία βιβλίων που αρνούνται με «επιστημονικά επιχειρήματα» το Ολοκαύτωμα και θα μετατραπεί στην ναυαρχίδα του ευρωπαϊκού ρεβιζιονισμού. Τον Rassinier, θα ακολουθήσει Robert Faurisson . Θα καταστεί σε όλους σαφές, ότι η La Vieille Taupe λειτουργεί πια ως μια μικρή ομάδα, αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στην άρνηση του Ολοκαυτώματος, με βασικούς πρωταγωνιστές εκτός από τον Pierre Guillaume, τους Serge Thion, Jacob Assous, Jean-Gabriel Cohn-Bendit και άλλα πρωτοπαλίκαρα του ρεβιζιονισμού.
Το εξώφυλλο του βιβλίου του (γενικά μετριοπαθούς) ρεβιζιονιστή Serge Thion, με τίτλο «Ιστορική αλήθεια ή πολιτική αλήθεια;», εκδόσεις La Vieille Taupe, Παρίσι 1980. Χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Βεβαίως υπήρξαν τεχνητές θανατώσεις με αέριο, αλλά το ερώτημα των βιομηχανικών μεθόδων δεν έχει εξεταστεί, ώστε να λύνει όλες τις απορίες που δικαιούμαστε να έχουμε για τη λειτουργία κάθε άλλης βιομηχανικής επιχείρησης σε άλλο περιβάλλον».
Οι πρώην σύντροφοι του Guillaume, θα κρατήσουν αρχικά αποστάσεις από το νέο προσανατολισμό του «γερο-τυφλοπόντικα». Στη συνέχεια, θα περάσουν στην επίθεση εναντίον του, αποκαλώντας το βιβλιοπωλείο και τον ιδιοκτήτη του «γάγγραινα στον χώρο της αριστεράς» (κείμενο των πρώην μελών της ομάδας, στην Liberation στις 26.10.1980). Ο ισχυρισμός του Guillaume, ότι ο Debord ήταν και αυτός (μυστικά) αρνητής του Ολοκαυτώματος, μόνο οργή θα προκαλέσει στη γαλλική άκρα αριστερά.
Ο Guillaume, θα συνεχίσει να δουλεύει τον «γερο-τυφλοπόντικα», με πολλά όμως οικονομικά αλλά και νομικά προβλήματα, ειδικά με την ψήφιση το 1990, του Gayssot, (του νόμου που ποινικοποιεί τον αντισημιτισμό και την άρνηση του Ολοκαυτώματος) από τη γαλλική βουλή.
Το 1995, το βιβλιοπωλείο θα ανακουφιστεί κάπως οικονομικά, εκδίδοντας το περίφημο βιβλίο του Γκαρωντύ «Οι θεμελιώδεις μύθοι της ισραηλινής πολιτικής», βιβλίο ρεβιζιονιστικής κατεύθυνσης, που γνώρισε όμως αναπάντεχη επιτυχία, κυρίως λόγω του μεγάλου ονόματος του συγγραφέα.
Η εκδοτική όμως παραγωγή και κυκλοφορία, δεν θα γλιτώσει τελικά από την φθίνουσα πορεία που είχε πάρει, με μοναδικούς πια πελάτες, τα μέλη ακροδεξιών, φασιστικών και νεοναζιστικών οργανώσεων.
Ο «γερο-τυφλοπόντικας» πήρε λάθος δρόμο, απ’ ότι τελικά φάνηκε.
Σημειώσεις:
1. _ Όσοι ενδιαφέρονται για την μπορντιγκιστική ανάλυση του φασιστικού φαινομένου, αξίζει να διαβάσουν το βιβλίο του Γάλλου θεωρητικού Jean Barrot (Gilles Dauvé):
Φασισμός - Αντιφασισμός (Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος), από τις εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σε μετάφραση του Νίκου Αλεξίου (Αθήνα, 2002). Ένα άκρως ενδιαφέρον κείμενο, με πολύ εύστοχες παρατηρήσεις, που όμως συνυπάρχουν με τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της μπορντιγκιστικής λενινιστικής παράδοσης. Τα αποκαλώ αδιέξοδα, επειδή το Άουσβιτς και το Ολοκαύτωμα γενικότερα, δεν μπορεί να ερμηνευτεί αποκλειστικά με μαρξιστικά εργαλεία (πώς πετάει ο καπιταλισμός τόση εργατική δύναμη στα σκουπίδια), κάτι που είναι αδιανόητο για έναν συνεπή μπορντιγκιστή. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, που κινείται ακριβώς στη λογική του «Άουσβιτς, ή το μεγάλο άλλοθι», που αναφέρθηκε στην αρχική δημοσίευση:
Η κοινή γνώμη δεν καταδικάζει τόσο πολύ τον ναζισμό για τις φρικαλεότητές του, διότι έκτοτε άλλα κράτη - στην πραγματικότητα η καπιταλιστική οργάνωση της παγκόσμιας οικονομίας- έχουν αποδειχθεί εξίσου καταστροφικά για την ανθρώπινη ζωή με τους ναζί, μέσω πολέμων και τεχνητών λιμών. Μάλλον ο ναζισμός καταδικάζεται επειδή ενήργησε εσκεμμένα, επειδή ήταν συνειδητά διεφθαρμένος, επειδή αποφάσισε να εξοντώσει τους Εβραίους. Κανείς δεν ευθύνεται για τους λιμούς που αποδεκατίζουν λαούς ολόκληρους, εκτός από τους ναζί - αυτοί ήθελαν να εξοντώνουν.Για να εκριζώσει κανείς αυτήν την παράλογη ηθικολογία, θα πρέπει να έχει μια υλιστική αντίληψη για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Αυτά δεν υπήρξαν προϊόν ενός κόσμου που παραφρόνησε. Αντιθέτως, ακολουθούσαν την συνήθη καπιταλιστική λογική που εφαρμόζεται σε ειδικές περιστάσεις. Τόσο όσον αφορά την δημιουργία, όσο και την λειτουργία τους, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως ανήκαν στον καπιταλιστικό κόσμο...
Το βιβλίο υπάρχει στο SCRIBD.
2. Μια από τις πλέον εμπεριστατωμένες αναλύσεις ενάντια στον ρεβιζιονισμό, από την ιστορικό Nadine Fresco:
The Denial of the DeadOn the Faurisson Affair
3. Το «Ολοκαύτωμα της αριστερής σκέψης», από την δημοσιογραφική ομάδα του Ιού (24.11.1996). Αφιέρωμα στους αντίστοιχους Έλληνες «γερο-τυφλοπόντικες».
4. Για την εσφαλμένη χρήση του όρου «ρεβιζιονισμός», στην περίπτωση των αρνητών του Ολοκαυτώματος, αξίζει να διαβαστεί η ανάλυση του Χάγκεν Φλάϊσερ, στο βιβλίο του «Οι πόλεμοι της μνήμης: Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η δημόσια Ιστορία», εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2008.
βλ. το κεφάλαιο: «Άλλο αναθεώρηση της Ιστορίας και άλλο άρνηση».
«Αλλά η επανάσταση είναι συστηματική. Ακόμα, ταξιδεύει μέσα στο καθαρτήριο. Κάνει τη δουλειά της μεθοδικά... Και όταν έχει ολοκληρώσει το δεύτερο μισό της προκαταρκτικής της εργασίας, η Ευρώπη θα αναπηδήσει απ' το κάθισμά της και θα φωνάξει: έσκαψες καλά, γερο- τυφλοπόντικα!», όπου με τη ζωική αλληγορία (κάποιοι την αποκαλούν «ζωοπολιτική»), αναφέρεται στις ταξικές συγκρούσεις που διαδραματίζονται στην υποδομή του συστήματος, συγκρούσεις που θα φέρουν στην επιφάνεια με τον πλέον θεαματικό τρόπο την επανάσταση.
«Ψυχή» του βιβλιοπωλείου, «ιδιοκτήτης» του ονόματος και υπεύθυνος για τον νόμο, ο Pierre Guillaume. Μαζί, ο Francois Cerutti, ο Bernard Ferry και ο Americo Nunes da Silva. Στόχος, η δημοσίευση και διάδοση κειμένων της άκρας αριστεράς. Συμβουλιακοί κομμουνιστές, καταστασιακοί της ομάδας του Debord, μπορντιγκιστές του Le Parti communiste international, λουξεμπουργκιστές και φυσικά η παρέα του «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» των Καστοριάδη, Claude Lefort, θα βρουν έναν φιλόξενο εκδοτικό οίκο για την κυκλοφορία των έργων τους.
Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό, οι αντιθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ των ιδρυτών του βιβλιοπωλείου δεν θα αργήσουν να οδηγήσουν στην πρώτη διάσπαση, ένα μόνο χρόνο μετά την ίδρυσή του. Το 1966, οι καταστασιακοί, αποσύρονται και μαζί αποσύρουν και τα δημοσιευμένα έργα τους.
Ο Μάης του 1968, αποτελεί σταθμό στην πορεία του βιβλιοπωλείου. Σταθμό, γιατί στα πλαίσια της λογικής της ισοπέδωσης, που έβλεπε τον καπιταλισμό ως μοναδική αιτία όλων των δεινών και της προσπάθειας να αποδοθούν αποκλειστικά οικονομικά κίνητρα για όλες τις ενέργειες των ανθρώπων και όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, άρχισαν να εκδίδονται έργα – προερχόμενα κυρίως από τους μπορντιγκιστές – που χαρακτηρίζονταν από ακραίο οικονομισμό και καταστροφισμό, στοιχεία που θα συνοψιστούν αργότερα στην γενική ονομασία «χυδαίος μαρξισμός». Προεκτάσεις, αλλά και διαστρεβλώσεις του πνεύματος του Μάη, που χαρακτηριζόταν από υπερεπαναστατικό ενθουσιασμό, με το τέλος του καπιταλισμού να βρίσκεται χρονικά πολύ κοντά.
1970. Ο «γερο-τυφλοπόντικας», εκδίδει μια ανώνυμη μπροσούρα γραμμένη πριν από δέκα χρόνια, από κάποιον μπορντιγκιστή, με τίτλο: «Άουσβιτς, ή το μεγάλο άλλοθι» (Auschwitz ou le grand alibi). Η πρώτη δημοσίευση, ήταν στο περιοδικό “Programme Communiste” που ήταν η γαλλική μπορντιγκιστική επιθεώρηση, κάπου στα μέσα του 1960 και είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητη.
Το περιεχόμενο της μπροσούρας, ακραίο (εξοργιστικά ακραίο) και υπεραπλουστευτικό. Αποθέωση του χυδαίου μαρξισμού, τυπικό αρνητικό παράδειγμα εργαλειακής χρήσης της μαρξικής θεωρίας:
«Δεν υπάρχουν άνθρωποι, προσωπικότητες, παρά μόνο φορείς ταξικών συμφερόντων και σχέσεων».
«Η εξόντωση των Εβραίων αποτελεί το μεγάλο άλλοθι του αντιφασιστικού στρατοπέδου για την δικαιολόγηση των εγκλημάτων του σε βάρος του γερμανικού λαού. Μόνο με τη Γενοκτονία, το αντιφασιστικό στρατόπεδο μπορεί να δικαιωθεί, χωρίς αυτή, μιλάμε για μια απίστευτη ομοιότητα μεταξύ των δύο μεγάλων ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων».
«Οι Εβραίοι θα εξοντωθούν ως μικροαστοί, ως μη έχοντες θέση στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Θα θυσιαστούν από τους Γερμανούς μικροαστούς, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν την θέση τους στο σύστημα». Η φυσική εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων, θα αποκαλεστεί απλά, ως «έξοδος από την παραγωγή». «Οι Ναζί θα προσπαθήσουν να διαπραγματευθούν τις ζωές των Εβραίων με οικονομικά ανταλλάγματα, αλλά οι αντιφασιστικές χώρες θα αδιαφορήσουν. Οι προλετάριοι, δεν πρέπει να νοιάζονται ιδιαίτερα για την τύχη των μικροαστών Εβραίων. Οι εργάτες, ζούσαν και ζουν, πριν και μετά τον πόλεμο, ένα συνεχές Άουσβιτς, μια πραγματική κόλαση, όπως ακριβώς είναι η ζωή τους στον καπιταλισμό. Η καθημερινή ζωή ενός προλετάριου στον καπιταλισμό, δεν διαφέρει από την ζωή ενός έγκλειστου στο Άουσβιτς, στο παραμικρό».
Από επιστημονική άποψη, το κείμενο ήταν εξαρχής προβληματικό. Στο Άουσβιτς, δεν εξοντώθηκαν μονάχα μικροαστοί Εβραίοι, αλλά και προλετάριοι, όπως και κάποιοι μεγαλοαστοί. Στην πραγματικότητα, δεν εξοντώθηκαν μόνο Εβραίοι από τον παροξυσμό του ναζιστικού φυλετικού μίσους, αλλά και άλλοι «υπάνθρωποι» που ανήκαν σε «κατώτερες φυλές», Σλάβοι, Ρομά, Σίντι, κλπ. Η διαπραγμάτευση που έγινε μεταξύ ναζί αξιωματούχων και των συμμάχων για τη σωτηρία ενός εκατομμυρίου Εβραίων, είναι αμφίβολη ιστορικά (βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην περίφημη ιστορία του Ουγγροεβραίου Joel Brand και στις υποτιθέμενες συνομιλίες που είχε με τον Άιχμαν). Και πολλά άλλα.
Παρά τα προβλήματα, η μπροσούρα στην επανέκδοσή της το 1970, προκάλεσε και προκαλεί αίσθηση, θεωρούμενη δίκαια ως το πρώτο ρεβιζιονιστικό έργο στη Γαλλία. Από την αμφισβήτηση των αιτιών και της μοναδικής φύσης (ιστορικά ανεπανάληπτο), του Ολοκαυτώματος, το πέρασμα στην ίδια την ολοκληρωτική άρνησή του δεν είναι παρά ένα φυσικό επακόλουθο.
Ο συγγραφέας του κειμένου είναι άγνωστος (πιθανά ο Γάλλος ακτιβιστής Martin Axelrad), αφού οι μπορντιγκιστές επέμεναν στη λεγόμενη συλλογική γραφή και στην επίσης συλλογική ευθύνη του περιεχομένου των βιβλίων που κυκλοφορούσαν από την ομάδα τους.
Λέχθηκε, ότι ο συντάκτης ήταν ο ίδιος ο Αμαντέο Μπορντίγκα, κάτι που δεν αποδείχθηκε ποτέ.
Ο λενινιστής Μπορντίγκα, ιδρυτής και πρώτος γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κράτησε μια ντεφαιτιστική στάση, που δύσκολα θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς, επαναστατική. Στην ουσία σιώπησε – ο Μουσολίνι δεν τον ενόχλησε ποτέ – ενώ φαίνεται, να διατηρούσε σχέσεις τουλάχιστον μέχρι το 1943, με τον άλλοτε δεύτερο γραμματέα του Ιταλικού ΚΚ και μετέπειτα φασιστή ηγέτη και σύμβουλο του Μουσολίνι, Νικόλα Μποτάτσι και να αρθρογραφούσε στο νόμιμο «σοσιαλιστικό» περιοδικό του.
Όπως και να είναι, ο Μπορντίγκα δεν μίλησε στα επόμενα δέκα χρόνια (από το 1960, μέχρι τον θάνατό του, το 1970), για το κείμενο αυτό, αλλά ούτε και το καταδίκασε. Φαίνεται να συμφωνούσε. Στην τελική, το άρθρο, αποτελούσε και μια μορφή απολογητικής για την συνολική στάση που πήρε ο ίδιος και η ομάδα του στον αντιφασιστικό αγώνα του ιταλικού λαού και στην αντίστασή του ενάντια των Γερμανών κατακτητών. Όχι άδικα λοιπόν, το «Αρχείο Μαρξιστών στο Ίντερνετ», το περιλαμβάνει στην εργογραφία του.
Το φυλλάδιο, συνάντησε πολλές αντιδράσεις από την Αριστερά, ακόμα και από πολλούς συντρόφους του Pierre Guillaume. Κάποιοι όμως κύκλοι της άκρας αριστεράς, ειδικά στη Γαλλία, συνέχισαν και συνεχίζουν να το υιοθετούν, αρνούμενοι τον χαρακτηρισμό του «ρεβιζιονιστικού έργου». Το PCI, το Διεθνές Κομμουνιστικό Κόμμα (μπορντιγκιστικής κατεύθυνσης), θεωρεί, ότι η άρνηση της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος, δεν σε καθιστά αυτόματα και αρνητή του:
«αρνούμαστε ότι τα ναζιστικά εγκλήματα είναι μοναδικά στην ιστορία [...] απλά, αναλογιστείτε τις σφαγές των Τούτσι στη Ρουάντα, και θυμηθείτε την εγκληματική συνενοχή της γαλλικού ιμπεριαλισμού στην προετοιμασία των δολοφονιών [...] Η ρίζα αυτών των εγκλημάτων είναι στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα»,
υποστηρίζουν ακόμα και σήμερα, οι εναπομείναντες μπορντιγκιστές.
Μετά το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε από τις συνεχείς ιδεολογικές και πολιτικές ρήξεις, ο «Γερο-τυφλοπόντικας», το 1972 θα κλείσει. Η μικρή ομάδα που θα ακολουθήσει τον Pierre Guillaume θα ονομαστεί «Κομμουνιστικό Κίνημα» και θα συνεχίσει να εκδίδει ένα ενημερωτικό φυλλάδιο, με τον ίδιο τίτλο.
Το 1979 , ο Pierre Guillaume θα αναδημοσιεύσει «Το ψέμα του Οδυσσέα» του πατέρα του ρεβιζιονισμού Paul Rassinier, εγκαινιάζοντας έτσι και την δεύτερη ιστορική περίοδο του βιβλιοπωλείου-εκδοτικού οίκου.
Ο Πολ Ροσινιέ, ο πατριάρχης του ρεβιζιονισμού. Πρώην κομμουνιστής και πρώην κρατούμενος του ναζισμού. Ξεκινώντας από την απομυθοποίηση της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατουμένων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, θα φτάσει στην άρνηση του ίδιου του Ολοκαυτώματος.
Το μόνο όμως κοινό, μεταξύ της πρώτης και δεύτερης περιόδου του βιβλιοπωλείου, θα είναι το όνομα. Ο εκδοτικός οίκος, θα αφιερωθεί σχεδόν αποκλειστικά, στην κυκλοφορία βιβλίων που αρνούνται με «επιστημονικά επιχειρήματα» το Ολοκαύτωμα και θα μετατραπεί στην ναυαρχίδα του ευρωπαϊκού ρεβιζιονισμού. Τον Rassinier, θα ακολουθήσει Robert Faurisson . Θα καταστεί σε όλους σαφές, ότι η La Vieille Taupe λειτουργεί πια ως μια μικρή ομάδα, αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στην άρνηση του Ολοκαυτώματος, με βασικούς πρωταγωνιστές εκτός από τον Pierre Guillaume, τους Serge Thion, Jacob Assous, Jean-Gabriel Cohn-Bendit και άλλα πρωτοπαλίκαρα του ρεβιζιονισμού.
Το εξώφυλλο του βιβλίου του (γενικά μετριοπαθούς) ρεβιζιονιστή Serge Thion, με τίτλο «Ιστορική αλήθεια ή πολιτική αλήθεια;», εκδόσεις La Vieille Taupe, Παρίσι 1980. Χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Βεβαίως υπήρξαν τεχνητές θανατώσεις με αέριο, αλλά το ερώτημα των βιομηχανικών μεθόδων δεν έχει εξεταστεί, ώστε να λύνει όλες τις απορίες που δικαιούμαστε να έχουμε για τη λειτουργία κάθε άλλης βιομηχανικής επιχείρησης σε άλλο περιβάλλον».
Οι πρώην σύντροφοι του Guillaume, θα κρατήσουν αρχικά αποστάσεις από το νέο προσανατολισμό του «γερο-τυφλοπόντικα». Στη συνέχεια, θα περάσουν στην επίθεση εναντίον του, αποκαλώντας το βιβλιοπωλείο και τον ιδιοκτήτη του «γάγγραινα στον χώρο της αριστεράς» (κείμενο των πρώην μελών της ομάδας, στην Liberation στις 26.10.1980). Ο ισχυρισμός του Guillaume, ότι ο Debord ήταν και αυτός (μυστικά) αρνητής του Ολοκαυτώματος, μόνο οργή θα προκαλέσει στη γαλλική άκρα αριστερά.
Ο Guillaume, θα συνεχίσει να δουλεύει τον «γερο-τυφλοπόντικα», με πολλά όμως οικονομικά αλλά και νομικά προβλήματα, ειδικά με την ψήφιση το 1990, του Gayssot, (του νόμου που ποινικοποιεί τον αντισημιτισμό και την άρνηση του Ολοκαυτώματος) από τη γαλλική βουλή.
Το 1995, το βιβλιοπωλείο θα ανακουφιστεί κάπως οικονομικά, εκδίδοντας το περίφημο βιβλίο του Γκαρωντύ «Οι θεμελιώδεις μύθοι της ισραηλινής πολιτικής», βιβλίο ρεβιζιονιστικής κατεύθυνσης, που γνώρισε όμως αναπάντεχη επιτυχία, κυρίως λόγω του μεγάλου ονόματος του συγγραφέα.
Η εκδοτική όμως παραγωγή και κυκλοφορία, δεν θα γλιτώσει τελικά από την φθίνουσα πορεία που είχε πάρει, με μοναδικούς πια πελάτες, τα μέλη ακροδεξιών, φασιστικών και νεοναζιστικών οργανώσεων.
Ο «γερο-τυφλοπόντικας» πήρε λάθος δρόμο, απ’ ότι τελικά φάνηκε.
Σημειώσεις:
1. _ Όσοι ενδιαφέρονται για την μπορντιγκιστική ανάλυση του φασιστικού φαινομένου, αξίζει να διαβάσουν το βιβλίο του Γάλλου θεωρητικού Jean Barrot (Gilles Dauvé):
Φασισμός - Αντιφασισμός (Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος), από τις εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σε μετάφραση του Νίκου Αλεξίου (Αθήνα, 2002). Ένα άκρως ενδιαφέρον κείμενο, με πολύ εύστοχες παρατηρήσεις, που όμως συνυπάρχουν με τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της μπορντιγκιστικής λενινιστικής παράδοσης. Τα αποκαλώ αδιέξοδα, επειδή το Άουσβιτς και το Ολοκαύτωμα γενικότερα, δεν μπορεί να ερμηνευτεί αποκλειστικά με μαρξιστικά εργαλεία (πώς πετάει ο καπιταλισμός τόση εργατική δύναμη στα σκουπίδια), κάτι που είναι αδιανόητο για έναν συνεπή μπορντιγκιστή. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, που κινείται ακριβώς στη λογική του «Άουσβιτς, ή το μεγάλο άλλοθι», που αναφέρθηκε στην αρχική δημοσίευση:
Η κοινή γνώμη δεν καταδικάζει τόσο πολύ τον ναζισμό για τις φρικαλεότητές του, διότι έκτοτε άλλα κράτη - στην πραγματικότητα η καπιταλιστική οργάνωση της παγκόσμιας οικονομίας- έχουν αποδειχθεί εξίσου καταστροφικά για την ανθρώπινη ζωή με τους ναζί, μέσω πολέμων και τεχνητών λιμών. Μάλλον ο ναζισμός καταδικάζεται επειδή ενήργησε εσκεμμένα, επειδή ήταν συνειδητά διεφθαρμένος, επειδή αποφάσισε να εξοντώσει τους Εβραίους. Κανείς δεν ευθύνεται για τους λιμούς που αποδεκατίζουν λαούς ολόκληρους, εκτός από τους ναζί - αυτοί ήθελαν να εξοντώνουν.Για να εκριζώσει κανείς αυτήν την παράλογη ηθικολογία, θα πρέπει να έχει μια υλιστική αντίληψη για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Αυτά δεν υπήρξαν προϊόν ενός κόσμου που παραφρόνησε. Αντιθέτως, ακολουθούσαν την συνήθη καπιταλιστική λογική που εφαρμόζεται σε ειδικές περιστάσεις. Τόσο όσον αφορά την δημιουργία, όσο και την λειτουργία τους, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως ανήκαν στον καπιταλιστικό κόσμο...
Το βιβλίο υπάρχει στο SCRIBD.
_ Για τις ευθύνες του Bordiga στην μη αναπόφευκτη νίκη του φασισμού στην Ιταλία και τις γενικότερες αντιλήψεις του (Κόμμα, αστική δημοκρατία, ταξική πάλη, φασισμός, αντιφασισμός), μια πολύ καλή δουλειά από το «Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο»:
Arditi del Popolo: Η ιστορία της πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης και η αποτρέψιμη άνοδος του Μουσολίνι, του πρόσφατα (και πρόωρα) χαμένου σοσιαλιστή συγγραφέα, Tom Behan.
2. Μια από τις πλέον εμπεριστατωμένες αναλύσεις ενάντια στον ρεβιζιονισμό, από την ιστορικό Nadine Fresco:
The Denial of the DeadOn the Faurisson Affair
3. Το «Ολοκαύτωμα της αριστερής σκέψης», από την δημοσιογραφική ομάδα του Ιού (24.11.1996). Αφιέρωμα στους αντίστοιχους Έλληνες «γερο-τυφλοπόντικες».
4. Για την εσφαλμένη χρήση του όρου «ρεβιζιονισμός», στην περίπτωση των αρνητών του Ολοκαυτώματος, αξίζει να διαβαστεί η ανάλυση του Χάγκεν Φλάϊσερ, στο βιβλίο του «Οι πόλεμοι της μνήμης: Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η δημόσια Ιστορία», εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2008.
βλ. το κεφάλαιο: «Άλλο αναθεώρηση της Ιστορίας και άλλο άρνηση».
συγχαρητήρια, έμαθα πολλά απο αυτή την ανάρτηση
ΑπάντησηΔιαγραφήπολύ καλή προσπάθεια το ιστολόγιο αυτό, συνεχίστε έτσι