Jean Grave (Ζαν Γκραβ) 1854-1939: «Εργάτης και Μηχανές», έκδοση του
Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ), Εκδοτικό τμήμα
Νεολαιών, Αθήνα 1919. Το φυλλάδιο έχει ληφθεί από την βιβλιοθήκη του ΑΣΚΙ. Έχει γίνει προσαρμογή στο μονοτονικό και στη
σύγχρονη ορθογραφία (όσο ήταν δυνατό).
Ο Ζαν Γκραβ γεννήθηκε από αγρότες γονείς στην ευρύτερη περιφέρεια του Παρισιού, το 1854. Η οικογένειά του θα μεταγκατασταθεί στο Παρίσι για καλύτερο μέλλον και ο νεαρός Γκραβ θα παρακολουθήσει εκεί τη βασική εκπαίδευση. Από την ηλικία των 12 θα μπει στην παραγωγή, γεγονός που σε συνδυασμό με την επίδραση των ιδεών της Κομμούνας του Παρισιού, θα τον μετατρέψει από πολύ νωρίς σε επαναστάτη.
Είχε μια αδυναμία να μιλήσει σε ακροατήριο, πράγμα που τον οδήγησε να ασχοληθεί κυρίως με τη συγγραφή μπροσουρών, άρθρων και μικρών κειμένων, που δημοσιεύτηκαν στις γαλλικές αναρχικές εφημερίδες της εποχής. Στενός συνεργάτης και σύντροφος του Ελιζέ Ρεκλύ και του Πέτρου Κροπότκιν στη συνέχεια, θα γίνει βασικός συντάκτης στις εφημερίδες Revolte» (στη Γενεύη), «Revolt» και, αργότερα στη «Les Temps Nouveaux» (Νέοι Καιροί).
Το 1894 έγραψε το βιβλίο «La societe mourante et l’anarchie» («Η θνήσκουσα κοινωνία και η Αναρχία»), που το προλόγισε ο Octave Mirbeau. Για το βιβλίο αυτό, θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε δύο χρόνια ειρκτή, την οποία και θα εκτίσει.
Το 1914, θα ακολουθήσει τον Κροπότκιν στην Αγγλία.
Το 1916, θα ταχθεί μαζί με τον Κροπότκιν στο πλευρό της Αντάντ στον Μεγάλο Πόλεμο. Μαζί θα συντάξουν το περίφημο «Μανιφέστο των 16», στο οποίο θεωρείται η Γερμανία του Κάιζερ κίνδυνος όχι μόνο για την κοινωνική χειραφέτηση, αλλά και για την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας. Το μανιφέστο, γραμμένο με σοβινιστικούς όρους, θα καταλογίσει ευθύνες και στον ίδιο τον γερμανικό λαό που δεν αντιτάχθηκε στον Πόλεμο και θα ζητήσει οι όποιες ειρηνευτικές διαδικασίες, να γίνουν μόνο με μια στρατιωτικά ηττημένη και ταπεινωμένη Γερμανία. Οι αναρχικοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία, θα θεωρήσουν κατάπτυστο το κείμενο· παρ' όλα αυτά, η ζημιά θα γίνει, με τους «αναρχοσοβινιστές» (αναρχικοί πατριώτες υπέρ του Πολέμου), να οδηγούν σε περαιτέρω απαξίωση το ήδη αποδυναμωμένο στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αναρχικό κίνημα.
Σε σχέση με τη μπροσούρα που αναρτήσαμε, μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε τις θεωρητικές αδυναμίες μιας μεγάλης γενιάς στοχαστών του 19ου αιώνα και τους όποιους περιορισμούς επιβάλλουν αυτές. Ενδιαφέρουσα είναι η δημοσίευση από το εκδοτικό τμήμα νεολαιών του ΣΕΚΕ. Ας μην ξεχνούμε, ότι δύο χρόνια πριν, ανάλογη δημοσίευση του «Προς τους Νέους» του Κροπότκιν, οδήγησε τους συντάκτες της έκδοσης, στις φυλακές του Ρεθύμνου στην Κρήτη (βλ. βιογραφία του αξέχαστου νεολαίου κομμουνιστή Δημοσθένη Λιγδόπουλου).
Εργάτης και μηχανές (διαβάστε το στο CALAMEO)
Ο Ζαν Γκραβ γεννήθηκε από αγρότες γονείς στην ευρύτερη περιφέρεια του Παρισιού, το 1854. Η οικογένειά του θα μεταγκατασταθεί στο Παρίσι για καλύτερο μέλλον και ο νεαρός Γκραβ θα παρακολουθήσει εκεί τη βασική εκπαίδευση. Από την ηλικία των 12 θα μπει στην παραγωγή, γεγονός που σε συνδυασμό με την επίδραση των ιδεών της Κομμούνας του Παρισιού, θα τον μετατρέψει από πολύ νωρίς σε επαναστάτη.
Είχε μια αδυναμία να μιλήσει σε ακροατήριο, πράγμα που τον οδήγησε να ασχοληθεί κυρίως με τη συγγραφή μπροσουρών, άρθρων και μικρών κειμένων, που δημοσιεύτηκαν στις γαλλικές αναρχικές εφημερίδες της εποχής. Στενός συνεργάτης και σύντροφος του Ελιζέ Ρεκλύ και του Πέτρου Κροπότκιν στη συνέχεια, θα γίνει βασικός συντάκτης στις εφημερίδες Revolte» (στη Γενεύη), «Revolt» και, αργότερα στη «Les Temps Nouveaux» (Νέοι Καιροί).
Το 1894 έγραψε το βιβλίο «La societe mourante et l’anarchie» («Η θνήσκουσα κοινωνία και η Αναρχία»), που το προλόγισε ο Octave Mirbeau. Για το βιβλίο αυτό, θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε δύο χρόνια ειρκτή, την οποία και θα εκτίσει.
Το 1914, θα ακολουθήσει τον Κροπότκιν στην Αγγλία.
Το 1916, θα ταχθεί μαζί με τον Κροπότκιν στο πλευρό της Αντάντ στον Μεγάλο Πόλεμο. Μαζί θα συντάξουν το περίφημο «Μανιφέστο των 16», στο οποίο θεωρείται η Γερμανία του Κάιζερ κίνδυνος όχι μόνο για την κοινωνική χειραφέτηση, αλλά και για την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας. Το μανιφέστο, γραμμένο με σοβινιστικούς όρους, θα καταλογίσει ευθύνες και στον ίδιο τον γερμανικό λαό που δεν αντιτάχθηκε στον Πόλεμο και θα ζητήσει οι όποιες ειρηνευτικές διαδικασίες, να γίνουν μόνο με μια στρατιωτικά ηττημένη και ταπεινωμένη Γερμανία. Οι αναρχικοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία, θα θεωρήσουν κατάπτυστο το κείμενο· παρ' όλα αυτά, η ζημιά θα γίνει, με τους «αναρχοσοβινιστές» (αναρχικοί πατριώτες υπέρ του Πολέμου), να οδηγούν σε περαιτέρω απαξίωση το ήδη αποδυναμωμένο στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αναρχικό κίνημα.
Σε σχέση με τη μπροσούρα που αναρτήσαμε, μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε τις θεωρητικές αδυναμίες μιας μεγάλης γενιάς στοχαστών του 19ου αιώνα και τους όποιους περιορισμούς επιβάλλουν αυτές. Ενδιαφέρουσα είναι η δημοσίευση από το εκδοτικό τμήμα νεολαιών του ΣΕΚΕ. Ας μην ξεχνούμε, ότι δύο χρόνια πριν, ανάλογη δημοσίευση του «Προς τους Νέους» του Κροπότκιν, οδήγησε τους συντάκτες της έκδοσης, στις φυλακές του Ρεθύμνου στην Κρήτη (βλ. βιογραφία του αξέχαστου νεολαίου κομμουνιστή Δημοσθένη Λιγδόπουλου).